« Μην Ξεχάσεις μαμά…»

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Μαμά. Τέσσερα γράμματα που γέννησαν εσένα, γραμμένα από το γραμμένο, τη Μοίρα, το Θεό, την Τύχη, τη ζωή. Τέσσερα γράμματα που έγραψαν το όνομά σου, τα ονόματα όλων των ανθρώπων αυτής της γης.

της Μαρίας Λιονάκη


«Τα παιδιά είναι η άγκυρα που κρατά στη ζωή τη μητέρα.» Σοφοκλής

Η εβδομάδα είναι μια κυρία με επτά φορέματα που τα συχναλλάζει. Έχει κάποια πιο καθημερινά, πιο πρόχειρα, συνηθισμένα,  παλιομοδίτικα, που τα φοράει Δευτέρα εως Παρασκευή.  Κι έχει και  τα σχολιανά της, τα πιο καινούργια, τα πιο  μοντέρνα, τα πιο επίσημα. Που τα φορά  και βγαίνει έξω στον κόσμο, στον ήλιο, στον καθαρό αέρα, στις βόλτες,  τα σαββατοκύριακα.  Που τα φορά και τιμά  επετείους, γιορτές…

Σαββατοκύριακο λοιπόν κι η εβδομάδα έχει ετοιμάσει από νωρίς  τα πιο  καλά της, τα επίσημά της.  Για να γιορτάσει τη δεύτερη Κυριακή του Μάιου, μια όμορφη, λουλουδάτη γιορτή,  τη γιορτή της μητέρας…

«Μαμά είσαι η πιο όμορφη μαμά ολόκληρου του γαλαξία! Τα μάτια σου μοιάζουν με λουλούδια…» λέει μια μαγιάτικη μέρα ο Νίκος με ενθουσιασμό  στη μαμά του, που τον κρατάει αγκαλιά στον καναπέ και  παίζουν. Το φως του ήλιου μπαίνει  πλούσιο από το ανοιχτό παράθυρο και  λούζει, φωτίζει τους  δυο ευτυχισμένους ανθρώπους. Δημιουργεί  φωτοσκιάσεις,  αντανακλάσεις,  διάφορα  παιχνίδια,  χρώματα, σχήματα στα μάτια της μαμάς του. Που ιριδίζουν, λάμπουν,  αντανακλούν  το φως, την ευτυχία του, την ευτυχία της και μοιάζουν στα μάτια του παιδιού της με λουλούδια… Στη Δευτέρα Δημοτικού  ο Νίκος  μας είχε  περιγράψει σε έκθεσή του, με άγαρμπα γράμματα, μα ορθογραφημένα  τη μανούλα του ως εξής:

«Τη μαμά μου τη λένε Γεωργία. Τα μαλλιά της και τα μάτια της είναι καστανά. Είναι ενδιάμεση   στο ύψος και λεπτή. Η μαμά μου είναι καλή και γελαστή. Την αγαπώ γιατί με προσέχει, μου κάνει χάδια και μου κάνει πολλά χατίρια».

Μαμά. Τέσσερα γράμματα που γέννησαν  εσένα, γραμμένα από το γραμμένο, τη Μοίρα, το Θεό, την Τύχη, τη ζωή. Τέσσερα γράμματα που έγραψαν το όνομά σου, τα ονόματα όλων των ανθρώπων αυτής της γης. Ένας κρίκος μιας αλυσίδας που ενώνεται με σένα, που σαν κρίκος πάλι θα ενωθείς με το δικό σου παιδί, το δυο φορές παιδί της. Μια γέφυρα που την περνάς και βγαίνεις στο φως, στον κόσμο, μια ειμαρμένη μέρα. Μικρός, γυμνός, άοπλος, ανυποψίαστος.  Ένα καρουζέλ που σε γυρίζει σβούρες στα μικράτα σου, στα ατέλειωτα φωτεινά, ηλιόλουστα  παιχνίδια, όταν μικρές, χαρούμενες φωνούλες εκτοξεύονται σαν ευλογία  σε  ολόκληρο  το γαλαξία. Ένα πουλί που ψάχνει όλη την ημέρα σποράκια, να τα φέρει στη φωλιά να σε ταΐσει.   Για να σε σκεπάσει μετά με τις φτερούγες της, να σου κελαηδήσει  το πιο γλυκό νανούρισμα και  να αποκοιμηθείς. 

«Κοιμήσου αστρί, κοιμήσου αυγή, κοιμήσου νιο φεγγάρι. Κοιμήσου, που να σε χαρεί ο νιος που θα σε πάρει. Κοιμήσου και παρήγγειλα στην Πόλη τα χρυσά σου, στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου.»

Μαμά. Οικογένεια, φωλιά, προσωπική πατρίδα, πυξίδα, λιμάνι απάνεμο. Ρίζα που σε ενώνει στέρεα με τον κόσμο γύρω σου, με άλλες ρίζες, με την υπόλοιπη ζωή. Είναι εκεί, όταν φυσάει δυνατά ο άνεμος. Να σε κρατήσει  στη γη, μην της ξεριζωθείς. Είναι εκεί σε μπόρες, καταιγίδες, τρικυμίες, όταν το καράβι της ζωής σου κινδυνεύει, να σε σώσει, μην της πνιγείς… Είναι πάντα και  παντού,  όσο ζει,  αναπνέει, εκεί για σένα, έτοιμη να σου  προσφέρει  το καθετί αγόγγυστα, ό,τι έχει και δεν έχει, όσα μπορεί και δεν μπορεί. ‘Έτοιμη να τα φροντίσει όλα, να τα προλάβει όλα. Έτοιμη να τα  γιατρέψει όλα.  Από τα μικράτα σου ως την ενήλικη ζωή  σου, την πιο ώριμη.  Κάθε στιγμή, όλες τις ώρες! Έτοιμη να ανεχτεί, να  διαβάσει  εύκολα,   το  δυσανάγνωστο, ανορθόγραφο χαρακτήρα  σου.  Είτε σε γέννησε η ίδια, είτε με περίσσευμα καρδιάς σε υιοθέτησε,  αποτελεί την ίδια, την  πιο δεδομένη, γενναιόδωρη  αγάπη της ζωής σου. Την παντοτινή, την  άνευ όρων αγάπη.  Αυτή η αλήθεια υπάρχει,  κρύβεται σε ένα παλιό παραμύθι τραγουδισμένο, από τον Παντελή Θαλασσινό:

«Ένα παλικάρι ήτανε μια φορά, που αγάπαγε με πάθος μια όμορφη κυρά. Μια μέρα, όπως έπαιρνε τα λάγνα της φιλιά, «ζήτα μου ο,τιδήποτε» της λέει τρυφερά. «Αν μ' αγαπάς» του είπε, με νάζι και καημό, «την καρδιά της μάνας σου εγώ επιθυμώ» Έτσι λοιπόν ξεκίνησε, να πάει στο πατρικό του, ποτέ του αυτός δεν πάτησε τον όρκο το δικό του. «Δώσε μου μάνα την καρδιά, στα πόδια της ν' αφήσω» «Αν είναι γιε μου για καλό, εγώ στην εχαρίζω» Κι έτσι της πήρε την καρδιά και χάθηκε στο δρόμο, μα σε μια πέτρα σκόνταψε και δάκρυσε απ' τον πόνο. «Χτύπησες μήπως γιόκα μου, ψηλό μου κυπαρίσσι;» γυμνή η καρδιά του μίλησε, προτού να ξεψυχήσει.»

« Σε ευχαριστώ που με πήρες!» λέει κάθε φορά  στην κόρη της, στην αρχή  κάθε τηλεφωνήματος , η κυρά Ξανθίππη, η μανούλα, που ζει στα Χανιά.  Και  κάθε φορά η κόρη  της στενοχωριέται για όσα κρύβονται πίσω απ’ αυτές τις λέξεις και  κάθε φορά, αφού ρωτήσει τα νέα της, της λέει πως όλοι, κι αυτή μαζί,  είναι καλά. «Όχι δεν είμαι στενοχωρημένη. Ούτε κουρασμένη είμαι μαμά.  Όχι δεν έπαθα κάτι, δεν έγινε  κάτι. Δεν σου κρύβω κάτι!  Ξαπλώνω τα μεσημέρια, ξεκουράζομαι, μην ανησυχείς. Και τρώω! Κυρίως… Δεν  ήμουν άρρωστη μαμά, είχαν χαλάσει οι γραμμές του τηλεφώνου...Σε κλείνω τώρα, να προλάβω, μην αργήσω στη δουλειά. Θα σε πάρω πάλι αύριο. Μην ανησυχείς για τίποτα και  να προσέχεις μαμά…»  

« Να μην κάθεσαι στο ρεύμα   και να  ντύνεσαι! . Να τρως όλα τα φαγητά, μην έχεις παραξενιές. Να φυλάγεσαι μην αρρωστήσεις, μην πέσεις,  μην  γλιστρήσεις στη σκάλα,  όταν κατεβαίνεις στην αυλή. Να προσέχεις  μην μπερδέψεις τα χάπια σου και τα πάρεις άλλα ντ’ άλλων. ‘Η μην ξεχάσεις ολότελα να τα πάρεις μαμά…» 

Να φυλάγεσαι  μαμά, δεν έχεις τις ίδιες δυνάμεις, αντοχές, όπως παλιά. Μην ξεχάσεις όλα,  όσα σου είπα, όσα σου λέω κάθε μέρα, κάθε  φορά. Αλλά κυρίως μην ξεχάσεις αυτό  που κρύβω, που φοβάμαι. Αυτό που  δε σου λέω, που δε σου  είπα ποτέ.   Μην ξεχάσεις …να ζεις μαμά!


 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ