Νίκος Καββαδίας: Ο ποιητής των μακρυσμένων ταξιδιών

Αλέξανδρος Μαυρικάκης
Αλέξανδρος Μαυρικάκης

Όποιος ταξιδεύει, σα να μη ταξιδεύει ολότελα, αν δεν έχει διψασμένη φαντασία. Φώτης Κόντογλου «Ταξίδια και ταξιδευτές»

Το ταξίδι είναι περιπέτεια και κίνδυνος, εξερεύνηση του αγνώστου, ρίσκο σε αχαρτογράφητα νερά, «δύσκολες βάρδιες κακός ύπνος και μαλάρια»,  αρχέγονη ανάγκη για γνώση και αυτογνωσία. Ο Νίκος Καββαδίας μάς πήρε μαζί του στα δικά του ταξίδια. Μάς ναυτολόγησε στα δικά του καράβια και μέσα από βιωματικές και φανταστικές ιστορίες  μάς είπε  τη δική του άποψη για τη ζωή. 

«Να ξυπνάς και να βρίσκεσαι σ΄  ένα τόπο για πρώτη φορά. Τρίβεις τα μάτια, κόκκινα και κουρασμένα. Βλέπεις θαμπά. Άνθρωποι που δεν τους φαντάστηκες. Τους αγαπάς …Η θύμηση αξίζει μονάχα όταν ξέρεις πως θα κινήσεις για καινούργιο ταξίδι. Η χειρότερη άρνηση, η μεγαλύτερη απελπισία, είναι να φουντάρεις στον τόπο σου και να ζεις με τις αναμνήσεις».  

     Ο Νίκος Καββαδίας για τις γυναίκες, τη ζωή, τη θάλασσα | LiFO

  Ο Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910 σε μία μικρή επαρχιακή πόλη της Μαντζουρίας. Ήταν ένας βραχύσωμος, τρυφερός και λαϊκός άνθρωπος (Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος), παραμυθάς, υμνητής της θάλασσας και των γυναικών,  μια από τις πιο άδολες και αθώες ψυχές  (Guy (Michel) Saunier).  Ένα αξεδιάλυτο  μείγμα μύθου και αλήθειας καθώς μιλά ψευδίζοντας ή με 'κείνο το  συρτό τόνο απαγγελίας (Γ. Σεφέρης). 

         Στο Δημοτικό, άρχισε να εκδηλώνει κάποια κλίση προς το γράψιμο. Έβγαλε ένα τετρασέλιδο φυλλάδιο που είχε τίτλο «Σχολικός Σάτυρος» και έγραφε   στη «Διάπλαση των Παίδων» με   ψευδώνυμο.  Την ποιητική του εμφάνιση πραγματοποίησε το 1933 με τη συλλογή «Μαραμπού». Το 1947 κυκλοφόρησε  το δεύτερο ποιητικό του έργο «Πούσι». Το 1975, λίγο μετά το θάνατό του, κυκλοφόρησε η τρίτη και τελευταία ποιητική του  συλλογή «Τραβέρσο». Έγραψε  και το διήγημα «η Βάρδια» (1954). Επίσης τα μικρά πεζά «Λι» (1987), «Του πολέμου» (1987) και «Στο άλογό μου» (1987). Το «Λι» γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία το 1995 με τίτλο “Between the Devil and the Deep Blue Sea”. Το 2005 εκδίδεται «Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη» με αθησαύριστα πεζογραφήματα και  ποιήματα σε επιμέλεια Guy (Michel) Saunier. 

Ζαλίζομαι στη στεριά...

Ο χαρακτηρισμός του Καββαδία ως ποιητή της θάλασσας και του εξωτισμού δεν αποδίδει την ιδιαιτερότητα  του έργου του και αδικείται (Α. Φραντζή). Δεν αυτοπροβάλλεται ως θαλασσόλυκος και δεν αναλώνεται σε μια ηθογραφία δίνοντας συμβουλές προς ναυτιλλομένους. Μάς μιλάει για  τη ζωή, τον έρωτα, την αμαρτία, τις ενοχές,  το ήθος των ανθρώπων του περιθωρίου και των απελπισμένων της ζωής. 

 Τα ποιήματά του και το διήγημα «η Βάρδια» λειτουργούν κατά κάποιο τρόπο ως παλίμψηστα. 

Στην πρώτη επιφάνεια διαβάζονται εύκολα λόγω του βιωματικού στοιχείου που είναι άμεσα αναγνωρίσιμο, της δυναμικότητας των στίχων, της μουσικής που εκπέμπει η ομοιοκαταληξία και της γοητείας του εξωτισμού των περιγραφών με τη βοήθεια και του ναυτικού ιδιόλεκτου. 

Στη δεύτερη επιφάνεια o Καββαδίας προσπαθεί να μας στείλει μηνύματα ως ναυαγός  σε νησί που δεν θέλει να το εγκαταλείψει. 

«Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες
έχω  απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες»

Στο διήγημα «η Βάρδια» οι ναυτικοί, καθώς το φορτηγό πλοίο «Πυθέας» ταξιδεύει στις θάλασσες του νότου, πραγματοποιούν το δικό τους εσωτερικό ταξίδι. Συζητάνε για τις γυναίκες, εκμυστηρεύονται τον πόνο τους, ανασκαλεύουν τη συνείδησή τους και εξομολογούνται την ενοχή τους. Ο έρωτας διαπερνάει όλους. 

«Ο Τρίτος άναψε το φως της τιμονιέρας, έβγαλε ένα τετράγωνο χαρτί  διπλωμένο από τη τσέπη του, το ξετύλιξε κι έδωσε μια φωτογραφία του ναύτη που κυβερνούσε. Ήταν εικοσιτεσσάρω  χρονώ, πρώτο μπόι, με ωραίο μελαχρινό μούτρο. …Όμορφη. Μ΄ αφού θέλει έτσι… Μη σκοτίζεσαι …..».            

«Οι συζητήσεις  στο διήγημα υπακούουν σε ένα κώδικα ηθικής  που απέχει από αυτό που καταγράφεται στην αστική πεζογραφία. “Δυο άνθρωποι που κάνουν έρωτα θεωρούνται δια βίου σύντροφοι…. Οι εραστές θα αγκαλιαστούν με κάποια στοργή, οι φίλοι θα φιληθούν, θα φάνε και θα πιούν, η μάνα που έχασε το παλληκάρι στη θάλασσα δεν θα γευτεί ποτέ πια ψάρι” » (Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος).

Στη τρίτη επιφάνεια ο ποιητής  με τις αναφορές  σε ζωγράφους, σε διαλογική σχέση με τα ποιήματα, στέλνει «επεξηγηματικά σημειώματα»   στον αναγνώστη: Γκόγια, Modigliani, Antonio di Puccio Pisano ή Antonio di Puccio da Cereto,  Giorgione, Πικάσο, Marc Chagall , G.Seurat, Φρα Τζιοβάνι ή Beato Angelico, Τισιανό. 

   C:\Users\user\Desktop\DSCF7983.JPG

 

Ο Καββαδίας «και αν ακούγεται, αν  ακόμα διαβάζεται η ποίηση του, το χρωστάει στην αυταξία της, στην ερεθιστική της ιδιοτυπία που βεβαιώνει πως δεν είναι ένας παράτερος σκοπός μιας μελωδίας παλιάς»  (Π. Μπουκάλας). Το έργο του είναι «μικρό σε όγκο αλλά αξιοσέβαστο και με ασυνήθιστη απήχηση στο κοινό» (Κ. Ντελόπουλος). Αλλά «ο Κεφαλλονίτης  Νίκος Καββαδίας δεν έγινε και δεν πρόκειται να γίνει ποτέ “κρατικός” ή “εθνικός” ποιητής, ούτε καν “επίσημος”» (Π. Μπουκάλας).

Η εκδοτική επιτυχία  των βιβλίων του είναι πολύ μεγάλη. «Το ότι ανατυπώνεται μια ποιητική συλλογή κάθε οκτώ και δέκα μήνες είναι ήδη από μόνο του ένα θαύμα» (Σ. Πετσόπουλος). 

Στις 10 Φεβρουαρίου 1975 ο Νίκος Καββαδίας  έφυγε  για το τελευταίο της ζωής του ταξίδι. «Η πλώρη του Πυθέα ξάνοιξε αριστερά. Απόξω νετάρανε τους κάβους από τις δέστρες, δύο γυναίκες με φορέματα βραδινά. Όταν τελειώσανε, σηκώσανε τα μαντήλια και χαιρετήσανε». 

 

1 Από το διήγημα «Η Βάρδια»

2Από το ποίημα  «Πούσι».

3Δεν είναι τυχαίο το όνομα του πλοίου που επέλεξε ο Καββαδίας στο διήγημα «Η Βάρδια». Ο Πυθέας ο Μασσαλιώτης (Πυθεύς, περ. 380 – περ. 310 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας έμποροςεξερευνητής και γεωγράφος από τη Μασσαλία της σημερινής Γαλλίας. Είναι γνωστός για το ταξίδι που πραγματοποίησε στις θάλασσες της βόρειας Ευρώπης, κατά το οποίο έφτασε σε ένα νησί με το όνομα Θούλη, το οποίο πιθανόν ταυτίζεται με τη σημερινή Ισλανδία  πιθανόν κοντά στον αρκτικό κύκλο και στην σημερινή Γροιλανδία.

4Από το διήγημα «Η Βάρδια».

5 Οι τελευταίες σειρές από το διήγημα «Η Βάρδια».


 


 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ