Παράσυρση επιβάτη που αποβιβάσθηκε από Λεωφορείο

Αναστασία Μήλιου
Αναστασία Μήλιου

Αποζημίωση ψυχικής οδύνης και διατροφής συζύγου

  

Γράφει η δικηγόρος Αθηνών

Αναστασία Χρ. Μήλιου*

 

Ιστορικό

Ο πρώτος εναγόμενος οδηγός ΚΤΕΛ οδηγώντας το Δ.Χ. Υπεραστικό λεωφορείο, εκινείτο στην ενική οδό Τρικάλων – Ιωαννίνων με κατεύθυνση από Ιωάννινα προς Τρίκαλα και έφθασε στο 21ο χιλιόμετρο της οδού, στα Τρίκαλα. Στο ως άνω όχημα επέβαιναν 25 άτομα, μεταξύ των οποίων και η 60χρονη αποβιώσασα. Στο σημείο εκείνο η ως άνω εθνική οδός, πλάτους 8 μέτρων, είναι διπλής κατεύθυνσης, τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας χωρίζονται με διπλή διαχωριστική γραμμή, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά ρεύμα κυκλοφορίας, είναι ευθεία – οριζόντια και άσφαλτος, υπάρχουν δε, και στο ρεύμα κυκλοφορίας προς Τρίκαλα, πληροφοριακή πινακίδα (Π-1) και ρυθμιστική πινακίδα (Ρ-32), καθορίζουσα την ταχύτητα στα 50 χιλιόμετρα ανά ώρα. Κατόπιν ο ως άνω οδηγός του λεωφορείου σταμάτησε το όχημά του ακριβώς απέναντι από το εκεί υπάρχον Κέντρο Υγείας της Καλαμπάκας, που βρίσκεται στο ρεύμα κυκλοφορίας προς Ιωάννινα. 

Στο σημείο εκείνο δεν υπάρχει νόμιμη στάση, αλλά συνηθίζεται να σταθμεύουν τα λεωφορεία, προκειμένου να εξυπηρετούνται οι επιβάτες που προτίθενται να μεταβούν στο ως άνω Κέντρο Υγείας. Ειδικότερα ο οδηγός αυτός στάθμευσε το λεωφορείο στο δεξιό τμήμα της οδού (προς Τρίκαλα) και στο εκεί υπάρχον χωμάτινο έρεισμα, πλάτους 3 μέτρων καταλαμβάνοντας τμήμα αυτού (ερείσματος), ενώ τμήμα του οχήματός του συνέχιζε να καταλαμβάνει τμήμα του οδοστρώματος και δη 1,20 μέτρα. Στη συνέχεια αυτός, αφού στάθμευσε το λεωφορείο και αφού άναψε προηγούμενα τους δείκτες στάσης (αλάρμ), άνοιξε τη μπροστινή πόρτα του οχήματός του, επιτρέποντας έτσι την αποβίβαση όσων επιβατών επρόκειτο να μεταβούν στο Κέντρο Υγείας Καλαμπάκας. Την ίδια στιγμή ο τρίτος εναγόμενος, ο οποίος οδηγούσε Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, κυριότητάς του, εκινείτο στην ως άνω εθνική οδό, με την ίδια, προς Τρίκαλα, κατεύθυνση. Τότε ο ως άνω οδηγός, βλέποντας το σταθμευμένο λεωφορείο και όντας σε απόσταση «20 μέτρα» από αυτό, καθώς και έναν επιβάτη αυτού να κατευθύνεται «αφού προηγουμένως είχε διασχίσει κάθετα την οδό»  προς το Κέντρο Υγείας, και έχοντας «πλήρη ορατότητα», συνέχισε την πορεία του οχήματός του και, προσπερνώντας από αριστερά το λεωφορείο, είχε φθάσει στο ύψος αυτού «κινούμενος παράλληλα με το λεωφορείο». 

Την στιγμή εκείνη η 60χρονη και επιβάτης του λεωφορείου, όπως προαναφέρθηκε, κατεβαίνοντας από τη μπροστινή πόρτα του λεωφορείου και προτιθέμενη να διεκπεραιωθεί από το δεξιό τμήμα της οδού προς τα αριστερά, σε σχέση με την κατεύθυνση προς τα Τρίκαλα, επιχείρησε, όντας μπροστά από το λεωφορείο, να διέλθει κάθετα, πεζή, το οδόστρωμα, μαζί με άλλα 3 άτομα, για να μεταβεί στο ως άνω Κέντρο Υγείας και, αφού είχε περάσει το ύψος της μπροστινής αριστερής γωνίας του λεωφορείου, βρίσκετο στο οδόστρωμα. Τότε ο οδηγός του ως άνω δευτέρου οχήματος, αντιληφθείς την πεζή, προέβη «μόνο»  σε τροχοπέδηση, πλην όμως ανεπιτυχώς, με αποτέλεσμα με το μπροστινό τμήμα (προς τα δεξιά)  να κτυπήσει την πεζή, την οποία παρέσυρε, εκτινάσσοντας το σώμα της αρκετά μέτρα μπροστά και τελικά να την τραυματίσει. Από δε, τα τραύματά της αυτά, ως μόνη ενεργή αιτία, επήλθε ο θάνατός της.

Υπαιτιότητα 70% των δύο οδηγών και 30% της πεζής

   Ενόψει των προεκτεθέντων είναι προφανές ότι το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε συνυπαιτιότητα των οδηγών των δύο οχημάτων, η οποία προσδιορίζεται σε ποσοστό 70%, και των οποίων η ως άνω οδική συμπεριφορά συνιστά αμέλεια, μη καταβολή δηλαδή της επιμέλειας που, επιβάλλεται αντικειμενικά και αφηρημένα και την οποία τηρεί υπό τις ίδιες περιστάσεις ο σωστός και προσεκτικός οδηγός και η οποία (οδική συμπεριφορά) προκάλεσε το ατύχημα. Ειδικότερα ο οδηγός του λεωφορείου από αμέλειά του συνισταμένη στη μη προσήλωσή του στην οδήγηση στάθμευσε το λεωφορείο παράνομα στο ως άνω σημείο, όπου δεν υπήρχε στάση λεωφορείων του ΚΤΕΛ, όπως προαναφέρθηκε, καθώς επίσης, και διάβαση πεζών, αλλά και σε κάθε περίπτωση, στάθμευσε το όχημά του όχι στο άκρο της οδού και στο εκεί υπάρχον, διαμορφωμένο από το Δήμο Τρικάλων, χωμάτινο έρεισμα, καταλαμβάνοντας μάλιστα τμήμα του οδοστρώματος, ως άνω, γεγονός που εμπόδιζε οπωσδήποτε (εν όψει και του όγκου του οχήματός του) την ορατότητα των οδηγών των λοιπών οχημάτων που εκείνη τη στιγμή εκινούντο στην οδό αυτή, αλλά και πεζών και στη συνέχεια επέτρεψε να κατέβουν από το λεωφορείο τα ως άνω άτομα – επιβάτες, μεταξύ των οποίων και η θανούσα, τα οποία μάλιστα ήταν προχωρημένης ηλικίας. Όσον δε αφορά τον οδηγό του δευτέρου οχήματος, αυτός από αμέλειά του συνισταμένη στη μη προσήλωση του στην οδήγηση δεν οδηγούσε με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση και δεν είχε τον πλήρη έλεγχο του οχήματός το, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς και ενώ είδε το ως άνω σταθμευμένο λεωφορείο (έχοντας ανάψει τους δείκτες στάσης (αλάρμ) και να αποβιβάζει επιβάτες, από τους οποίους μάλιστα ένα άτομο είχε ήδη περάσει το δρόμο και έπρεπε να αναμένει ως πιθανή την κίνηση και του άλλου επιβάτη να διασχίσει το οδόστρωμα, παρά ταύτα συνέχισε την πορεία του οχήματός του μη έχοντας ρυθμίσει, ως όφειλε, ενόψει και των άνω επικρατουσών συνθηκών κυκλοφορίας, την ταχύτητα με την οποία έβαινε, προκειμένου να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματός του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που θα του παρουσιάζετο, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει πράγματι, αμέσως μόλις αντιλήφθηκε την πεζή, διασχίζουσα το οδόστρωμα από τα δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την κατεύθυνσή του, να διακόψει την πορεία του οχήματός του, μολονότι τροχοπέδησε γι’αυτό, ενώ δεν προέβη στον ενδεδειγμένο προς τα αριστερά αποφευκτικό ελιγμό, που μπορούσε  και όφειλε να έχει προβεί.

Όμως στο ένδικο ατύχημα και στις εντεύθεν συνέπειες συνέβαλε, κατά ποσοστό 30%, και συντρέχουσα υπαιτιότητα της πεζής, η οποία προσπάθησε να διασχίσει την ως άνω οδό, χωρίς όμως να βεβαιωθεί, ως έπρεπε, προηγούμενα ότι μπορούσε να διασχίσει την οδό αυτή, χωρίς να παρεμποδίσει την κυκλοφορία των οχημάτων και η οποία μάλιστα, περνώντας μπροστά από το λεωφορείο και χωρίς να περιμένει την απομάκρυνση αυτού (λεωφορείου), δεν είχε ορατότητα, ώστε να έχει γνώση για την απόσταση και την ταχύτητα των λοιπών οχημάτων, προκειμένου να επιτρέψει τη διέλευση αυτών (οχημάτων) και στη συνέχεια να περάσει ακίνδυνα το δρόμο.

       Επιδίκαση κονδυλίου για Στέρηση Διατροφής

Κατά το άρθρο 928 εδ.β’ ΑΚ σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου ο υπόχρεος οφείλει να αποζημιώσει εκείνον που κατά νόμο είχε δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα διατροφή ή παροχή υπηρεσιών. Τα άρθρα δε 1389 και 1390 ΑΚ ορίζουν ότι οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Η συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους. Στην υποχρέωση συνεισφοράς περιλαμβάνονται ειδικότερα η αμοιβή υποχρέωσης των συζύγων για διατροφή τους (η κοινή υποχρέωση αυτών για διατροφή των τέκνων της) και η εν γένει υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου. 

Η συνεισφορά αυτή οφείλεται και με την παροχή προσωπικών υπηρεσιών, ως ένα μέσο για την αντιμετώπιση των αναγκών του κοινού οίκου, στο μέτρο των δυνατοτήτων του κάθε συζύγου. Στην υποχρέωση συνεισφοράς που έχει, ανάλογα με τις δυνάμεις του, κάθε σύζυγος, αντιστοιχεί αμοιβαίο εκ του νόμου δικαίωμα του άλλου να αξιώσει τη συνεισφορά των υπηρεσιών αυτών. Έτσι στην περίπτωση θανάτωσης του ενός συζύγου δικαιούται ο άλλος σύζυγος να απαιτήσει από τον υπεύθυνο για τη θανάτωση αποζημίωση για τη στέρηση της διατροφής, την οποία εδικαιούτο κατά νόμο  έναντι του θύματος. Η ύπαρξη και το μέγεθος της ζημίας που μπορεί να ζητηθεί και να επιδικαστεί από το δικαστήριο ως αποζημίωση εξαρτάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από τις δυνάμεις και το συσχετισμό των δυνάμεων των συζύγων, από τον οποίο θα προκύπτει η υποχρέωση, το είδος και το μέγεθος συνεισφοράς του θανόντος συζύγου με την παροχή προσωπικών υπηρεσιών για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, βάσει των στοιχείων που εκτίθενται και αποδεικνύονται. Σε περίπτωση θανάτωσης του συζύγου, η οποία υπό τις συγκεκριμένες οικογενειακές συνθήκες προσφέρει μόνη αυτή εν ζωή τις προσωπικές υπηρεσίες για την κάλυψη των αναγκών της οικογενείας της, η έκταση της αποζημίωσης του επιζώντος συζύγου προσδιορίζεται από την αξία της συνεισφοράς της συζύγου με τη μορφή των προσωπικών της υπηρεσιών έναντι του συζύγου και την οποία συνεισφορά η θανατωθείσα ήταν προς τούτο υποχρεωμένη, χωρίς να είναι απαραίτητο να προσληφθεί άλλη υποκατάστατη δύναμη στη θέση της θανατωθείσας συζύγου. Με τις παραπάνω διατάξεις καθιερώνεται η ισότιμη και αναλογική συμβολή των συζύγων στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών. 

Ο συσχετισμός των προσφερομένων, κατά περίπτωση, υπηρεσιών είναι αναγκαίος όχι για να υπολογιστούν αποτιμόμενα χρηματικώς τα συνολικά εισοδήματα των δύο συζύγων και να επιμεριστούν στη συνέχεια για τον κάθε ένα ανάλογα με τις ανάγκες και τη συμβολή του στη δημιουργία του οικογενειακού προϋπολογισμού, αλλά να προσδιοριστεί το ύψος της απώλειας που υπέστη ο επιζών σύζυγος από τη μη προσφορά των υπηρεσιών. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή ακολουθηθεί ο τρόπος υπολογισμού της συνεισφοράς, που συμβαίνει για τον καθορισμό του ύψους της διατροφής, δεν θα καταβάλλεται ποτέ ποσό αποζημίωσης στον εργαζόμενο επιζώντα σύζυγο, αφού δεν θα προκύπτει υπέρ του διαφορά στην περίπτωση κατά την οποία θα έχει αποδοχές από μισθό ή σύνταξη, υπέρτερο του αποτιμηθέντος ύψους των προσφερόμενων υπηρεσιών του θανατωθέντος συζύγου, ο οποίος δεν εργαζόταν, δεν είχε άλλα εισοδήματα και περιοριζόταν να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη συζυγική οικία.

  Στην προκειμένη περίπτωση, η θανατωθείσα σύζυγος ηλικίας κατά το χρόνο του θανάτου της, 66 ετών, συνταξιούχος του ΟΓΑ, απασχολείτο μόνη με τις οικιακές εργασίες, στα πλαίσια της συμβίωσής της με τον σύζυγό της, ηλικίας τότε 67 ετών, που συνίσταντο στην προμήθεια ειδών, παρασκευή του φαγητού, καθαριότητα και εν γένει υγιεινή και συντήρηση της κοινής συζυγικής οικίας, αλλά και τη φροντίδα και περιποίηση του συζύγου της, ο οποίος μάλιστα έπασχε από ψυχική νόσο αλλά και δύσπνοια, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και υπερκαπνία. Ο τελευταίος ήταν συνταξιούχος Ι.Κ.Α. Η ως άνω θανούσα, ούσα υγιής, θα εξακολουθούσε με πιθανότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να ζει και να προσφέρει τις υπηρεσίες της αυτές μέχρι την 31.10.2011 (βλ. αγωγή), όπως και ο σύζυγος της ζούσε. Ο τελευταίος στερήθηκε των προσωπικών υπηρεσιών της συζύγου του, τις οποίες και προσέφερε ως συνεισφορά για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, αποτελούμενης από τους δύο συζύγους (τα τέκνα της ήσαν ενήλικα). Οι ως άνω δε υπηρεσίες, ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής, αποτιμώνται σε 600 ευρώ μηνιαίως και συνολικά σε 3.000 ευρώ (600 ευρώ x 5 μήνες), ποσό που ο σύζυγος – ενάγων ζημιώθηκε από τη στέρηση των υπηρεσιών της συζύγου του και το οποίο, μετ’αφαίρεση του ποσοστού συνευθύνης της θανούσας, διαμορφώνεται σε 2.100 ευρώ (3.000 x 70%).

 Κονδύλιο Ψυχικής Οδύνης

   Περαιτέρω, με βάση τις συνθήκες του ατυχήματος, η αιφνίδια θανάτωση της 66χρονης και δη α) συζύγου β) πεθεράς γ) μητέρας, γιαγιάς και αδελφής, συνετάραξε κυρίως το συναισθηματικό ψυχικό κόσμο αυτών, οι οποίοι διατηρούσαν άριστες σχέσεις με το θύμα και αποτελούσαν μια οικογένεια. Λαμβανομένου δε υπόψη τις συνθήκες τέλεσης του αδικήματος, το βαθμό υπαιτιότητας (70%) των οδηγών των ζημιογόνων οχημάτων, τη συνευθύνη της θανούσας, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων και τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας, υπέστησαν ψυχική οδύνη για τη θανάτωση του συγγενούς τους, γι’αυτό και πρέπει να επιδικαστεί ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης α) το ποσό των 40.000 ευρώ στο σύζυγό της, β) το ποσό των 7.000 ευρώ στο γαμβρό της, γ) το ποσό των 35.000 ευρώ σε κάθε μία από τις κόρες της, δ) το ποσό των 7.000 ευρώ στην εγγονή της και ε) το ποσό των 7.000 ευρώ σε κάθε μία των αδελφών της.

 

 

 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ