Ποια αυτονόητα;

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης

"Πριν από σαράντα με πενήντα περίπου χρόνια η κοινωνία μας, παρά τις αλλαγές που είχαν επέλθει σε πολλούς τομείς, εξακολουθούσε να ζει και να πορεύεται σε ρυθμούς που εν πολλοίς υπαγόρευε η παράδοση"

Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη

Όλα όσα συνέβησαν το τελευταίο διάστημα με την ψήφιση του νομοσχεδίου για τον «γάμο»  των ομοφύλων ή ομοφυλοφίλων δεν δίχασαν απλώς τον ελληνικό λαό αλλά και ανέδειξαν κάποια φαινόμενα, που προϋπήρχαν μεν στο πλαίσιο της μετανεωτερικής κοινωνίας μας, αλλά που τώρα έγιναν ορατά δια «γυμνού οφθαλμού», όπως λέμε. Αναφέρομαι στην ανατροπή τών μέχρι προ ολίγων ετών θεωρουμένων ως αυτονόητων, όσων  δηλαδή κοινωνία και άτομα θεωρούσαν ως αυταπόδεικτα ή ευκόλως εννοούμενα ή δεδομένα. Το φαινόμενο αυτό κάθε άλλο παρά ήσσονος σημασίας είναι, καθόσον πίσω από αυτό έχουν προϋπάρξει τεκτονικής σημασίας αλλαγές σε κοινωνικό, ανθρωπολογικό  και ιδεολογικό επίπεδο. 

Πριν από σαράντα με πενήντα περίπου χρόνια η κοινωνία μας, παρά τις αλλαγές που είχαν επέλθει σε πολλούς τομείς, εξακολουθούσε να ζει και να πορεύεται σε ρυθμούς που εν πολλοίς υπαγόρευε η παράδοση. Όλα ήταν καθαρά και σαφή στην κοινωνική ζωή: οι αξίες, οι στάσεις, οι συμπεριφορές των ανθρώπων ήταν, λιγότερο ή  περισσότερο, σταθερές, στερεοτυπικές,  επηρεασμένες από την παράδοση και την ορθόδοξη πίστη. Ο σεβασμός προς τους γονείς, τους δασκάλους, τους ιερείς, τους ηλικιωμένους ήταν δεδομένος και αυτονόητος, για να αναφέρω κάποια παραδείγματα. Ήταν, για παράδειγμα, αδιανόητο σε ένα λεωφορείο να είναι καθισμένο ένα παιδί ή ένας νέος, ενώ δίπλα του να είναι όρθιος ένας ηλικιωμένος, όπως ήταν και αδιανόητο ή σπάνιο ένας μαθητής να μιλά με θράσος στον καθηγητή του. Σήμερα αυτές οι άλλοτε δεδομένες συμπεριφορές δεν είναι και τόσο αυτονόητες.  Δεν είναι, ας πούμε αυτονόητο ότι το παιδί θα σηκωθεί από το κάθισμά του στο λεωφορείο και θα παραχωρήσει τη θέση του στον ηλικιωμένο που στέκει δίπλα του, αλλά ούτε και ο γονέας του θα το συμβουλέψει σχετικά, αφού το παιδί «έχει πληρώσει εισιτήριο». Τα ίδια γίνονται και στα σχολεία, όπου τα πράγματα σε πολλές περιπτώσεις έχουν αντιστραφεί: ο γονέας, αντί να επιπλήξει το παιδί του που δεν πήγε καλά στα μαθήματα, συγκρούεται με τον καθηγητή ή τον δάσκαλο, θεωρώντας ότι « αδίκησε» το παιδί του. Τα παραδείγματα αυτά, που δεν είναι λίγα, δείχνουν πως τα θεωρούμενα αυτονόητα έχουν πάψει να είναι τέτοια για όλους.

Υπάρχουν όμως και ακόμη σοβαρότερα παραδείγματα. Ο γάμος, όπως τον ξέραμε μέχρι τώρα, ως ένωση δηλαδή άντρα και γυναίκας, έχει πάψει να είναι αυτονόητος ως τέτοιος, αφού τώρα, με τον νέο νόμο, «γάμος» αποκαλείται και η «ένωση» δυο ομοφύλων. Η τεκνοποιΐα, ως αποτέλεσμα της σεξουαλικής ένωσης του άντρα με τη γυναίκα, δεν είναι πια και τόσο αυτονόητη, όταν γίνεται λόγος για παρένθετες μητέρες. Η οικογένεια, όπως την ξέραμε, δηλαδή ανδρόγυνο και παιδιά (ίσως και παππούς και γιαγιά), δεν είναι πια δεδομένη, αφού «οικογένεια» θέλουν να λέγεται και η συμβίωση μετά τον «γάμο» δυο ομοφύλων. Και το χειρότερο: τώρα μας λένε πως δεν υπάρχουν φύλα, πως οι ταυτότητες φύλου είναι ρευστές, προωθώντας το πρότυπο του άφυλου ανθρώπου. Ισχυρίζονται δηλαδή πως τα φύλα δεν προσδιορίζονται βιολογικά, αλλ’  ότι είναι μια κοινωνικά κατασκευασμένη πραγματικότητα και, επομένως, ο καθένας μπορεί να γίνει ό, τι θέλει και να αυτοπροσδιορίζεται όπως θέλει, χωρίς να εμποδίζεται από το βιολογικό του φύλο. Επίσης, η αυτονόητα θεωρούμενη ως σπουδαία τέχνη (π.χ. Τζοκόντα) μπορεί να περιχύνεται ασύστολα με τοματόσουπα από δήθεν ακτιβίστριες και πως τέχνη μπορεί να θεωρείται οτιδήποτε κάποιος βαπτίζει ως τέχνη. Αλλά και η βία που παρατηρείται μεταξύ ανηλίκων αποτελεί την απόδειξη πως η λεγόμενη αθωότητα της παιδικής ηλικίας δεν είναι δεδομένη, όπως δεν είναι δεδομένη και η σεμνότητα στη χρήση της γλώσσας από κορίτσια και αγόρια στον δημόσιο χώρο. Ακούς π.χ. κορίτσια και αγόρια 10-15 χρόνων να μιλούν χυδαιότατα μεταξύ τους ή να απευθύνονται σε μεγαλυτέρους χωρίς κανένα σεβασμό. Ένας νέος ανθρωπολογικός τύπος φαίνεται να ανατέλλει. 

Όλα αυτά έχουν αντίκτυπο στη γλώσσα και στις σημασίες των λέξεων. Άντρας, γυναίκα, μητέρα, πατέρας, τέκνο, οικογένεια, τέχνη, σεβασμός, ελευθερία, δικαιώματα, δημοκρατία κ.ά. αποκτούν διαφορετικό σημασιολογικό φορτίο από αυτό που για αιώνες γνωρίζει η ανθρωπότητα. Ειδικά οι λέξεις που αναφέρονται στα φύλα και στην οικογένεια ανασημασιολογούνται ή και υπάρχει η επιθυμία από τους δικαιωματιστές να εξαλειφθούν από το λεξιλόγιο, ως προερχόμενες από ένα ανδροκρατικό, πατριαρχικό και φαλλοκρατικό παρελθόν. Σε λίγο θα μας πουν ότι δεν πρέπει π.χ. να χρησιμοποιούμε τη λέξη «γυναίκα», αλλά να την αντικαταστήσουμε με τη λέξη «θηλυκότητα». Η ανθρωπότητα, όμως, επί χιλιάδες χρόνια πορεύτηκε με τις συγκεκριμένες λέξεις και τη συγκεκριμένη σημασιολόγησή τους. Παντού στον κόσμο, για παράδειγμα, οι άνθρωποι καταλάβαιναν την οικογένεια ως συνισταμένη από άτομα διαφορετικού φύλου, επειδή μόνο η ένωσή τους μπορούσε να οδηγήσει με φυσικό τρόπο στη γέννηση παιδιών (αυτό εξάλλου σημαίνει και η λέξη οικογένεια). Και η λέξη «τέκνο», παραγόμενη από τον β΄ αόριστο  «έτεκον» του ρ. τίκτω, μας οδηγεί κατευθείαν στην έννοια του τοκετού από μια μητέρα.  Η απώλεια των σημασιών των λέξεων σημαίνει την καταστροφή μιας βιωμένης για χιλιάδες χρόνια παράδοσης, στο όνομα ενός ακραίου παραλογισμού και μιας αντισυστημικότητας που προσπαθεί να εκλογικεύσει ένα σύστημα το οποίο προωθείται από τη σύγχρονη πλουτοκρατία. Σημαίνει ακόμη μια κοινωνία, όπου τα μέλη της σε λίγο καιρό δεν θα είναι σε θέση να συνεννοούνται, αφού οι σημασίες των λέξεων θα έχουν μπερδευτεί ή αλλοτριωθεί. Θα πρόκειται, δηλαδή, για μια κοινωνία ακοινώνητων ανθρώπων, αφού θα έχουν χαθεί οι σημασίες, γύρω από τις οποίες χτίστηκε η κοινή ζωή. Έτσι, στην  Ευρώπη της φιλελεύθερης δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και του ορθολογισμού, όλων αυτών, δηλαδή, που αποτελούν τον ευρωπαϊκό αξιακό κόσμο, οι νέες αντιλήψεις λειτουργούν ως δυνάμεις αποδόμησής του. Όταν, όμως, αποσυντίθενται οι λέξεις και απογυμνώνονται από τις σημασίες τους, τότε ένα ολόκληρο πολιτικό, αξιακό και πολιτισμικό σύστημα τίθεται εν κινδύνω. Και τι το αντικαθιστά; Προφανώς μια μετανεωτερικότητα, η οποία αποδομεί όλα τα μέχρι τώρα ισχύοντα: φιλελεύθερη δημοκρατία, παράδοση, μαρξισμός, δεξιά, αριστερά, αστική τάξη, εργατική τάξη, ταξικοί αγώνες, συντηρητισμός, προοδευτικότητα, όλα μένουν με τις ρίζες στον αέρα. 

Τι έχει συμβεί άραγε κι έχουμε αυτές τις αλλαγές; Γιατί τα μέχρι τώρα θεωρούμενα αυτονόητα δεν ισχύον με τον απόλυτο τρόπο που ίσχυαν μέχρι τώρα; Τι οδήγησε σε αυτή την κατάσταση, που είναι ενδεδυμένη με το μανδύα του δικαιωματισμού, της προόδου και της χειραφέτησης; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά βρίσκεται στο γεγονός της αντικατάστασης των παραδοσιακών αξιών (μέσα σε αυτές εντάσσω, ως μη ώφελε, και τον Θεό) μα ένα νέο θεό που λέγεται επιστήμη. Η πρόοδος της επιστήμης (ειδικά της ιατρικής και της Γενετικής) αλλά και της πληροφορίας έκανε τον άνθρωπο να πιστέψει ότι μπορεί να κάνει τα πάντα, έγινε δηλαδή ο ίδιος ένας ανθρωπόθεος. Όλα, βέβαια, ξεκινούν από τον δυτικοευρωπαϊκό ανθρωπισμό και διαφωτισμό, ο οποίος αντιμετωπίστηκε σαν θρησκεία, αλλά δίχως Θεό. Ο άνθρωπος εκθρόνισε και εξόρισε τον Θεό και με θεωρητικό υπόβαθρο το καρτεσιανό cogito, ergo sum (σκέπτομαι, άρα υπάρχω) ανήγαγε τον νου του στη θέση του Θεού. Όλα πλέον, η ίδια η αλήθεια, εξαρτώνται από το σκεπτόμενο άτομο, ενώ κάθε αξία της παράδοσης άρχισε να κρίνεται και να θεωρείται παρωχημένη και σκοταδιστική. Η ατομοκρατία αποθεώθηκε και ο άνθρωπος, αντί να αντιμετωπίζει τον εαυτό του ως δημιούργημα του Θεού, αναβαθμίστηκε ο ίδιος στη θέση του Θεού, οπότε μπορούσε, με βάση την παντοδύναμη βούλησή του,  να ελέγχει όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και τον κόσμο ολόκληρο. Το γεγονός αυτό εύκολα οδηγεί στην αυτολατρία και στον νιτσεϊκό υπεράνθρωπο, οπότε γιατί ο άνθρωπος να μην είναι σε τέτοια θέση, ώστε να θεωρεί και να «κατασκευάζει» τον εαυτό του όπως επιθυμεί. Όμως, εδώ ισχύει η προφητική ρήση του Ντοστογιέφσκι, που είπε ότι, όταν λείπει ο Θεός, όλα επιτρέπονται. Με άλλα λόγια: ο άθεος ανθρωπισμός υπήρξε ο προθάλαμος της μετανεωτερικότητας. 

Όλα αυτά έχουν συντελέσει στην εμφάνιση της λεγόμενης woke  κουλτούρας (κουλτούρα της αφύπνισης) με όλα όσα την ακολουθούν:  δικαιωματισμός, διαγραφή των φύλων, ηθική νομιμοποίηση των ομόφυλων γάμων, πρότυπα άφυλου ανθρώπου κλπ. Ζούμε στην εποχή όπου όλα επιτρέπονται και όλα είναι «σωστά». Ηθικοί και κοινωνικοί κανόνες  που ίσχυαν για αιώνες αμφισβητούνται, ακόμη και η βιολογία των ανθρώπινων φύλων. Καθένας θέλει να προσδιορίζεται όπως νομίζει, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του οτιδήποτε αυτονόητο και μέχρι τώρα κοινωνικά και ηθικά αποδεκτό. Ένας νέος άνθρωπος πάει να γεννηθεί. Ήδη βέβαια οι αντιδράσεις σε αυτόν τον παραλογισμό εμφανίζονται και είναι σοβαρές. Ωστόσο, εκείνο που προξενεί εντύπωση είναι ότι οι δικαιωματιστές κλείνουν τα αυτιά τους σε κάθε αντίθετη φωνή, που τη θεωρούν πως προέρχεται από συντηρητισμό, θρησκοληψία, φονταμενταλισμό ή την βαπτίζουν φασιστική. Αδυνατούν, μέσα στην ορμή του νεοφώτιστου, να κατανοήσουν οτιδήποτε δεν συμπορεύεται με τις απόψεις τους, λες και ξαφνικά άνοιξαν οι ουρανοί κι έγινε η αποκάλυψη της αλήθειας.  Δεν πειράζει όμως. Εκείνοι ας πηγαίνουν αντίθετα στην ίδια τη ζωή, η οποία έρχεται και, αργά ή γρήγορα, βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Εμείς οι υπόλοιποι ας έχουμε ανοιχτά τα αυτιά στους μακρινούς ήχους της παράδοσης, εκεί όπου είναι κρυμμένο το μυστικό της ζωής μας. Ας μυρίζουμε τα αρώματα ενός παρελθόντος που μας δημιούργησε, που μας έμαθε τι είναι η ζωή, τι σημαίνει άρωμα κοινής ζωής, τι σημαίνει Θεός, τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, τι σημαίνει μάνα, πατέρας, αδελφός, γιαγιά, παππούς. Τα άλλα ας είναι για εκείνους που δεν θέλουν να έχουν ρίζες, που έχασαν το ζωοποιό κέντρο της παράδοσης από όπου πηγάζει η αλήθεια της ζωής.  

Κεντρική φωτογραφία via EUROKINISSI

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ