Στιγμιότυπα εσπερινής σχολικής ζωής...

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Περπατάω με το βιβλίο των Κειμένων αγκαλιά, με τις προηγούμενες εικόνες να έχουν καταγράψει στη μνήμη μου πολύτιμο κείμενο και παρατηρώ… Μαθητές σε παρέες να συζητάνε δυνατά, να σχολιάζουν καθηγητές, να μασουλάνε σάντουιτς ή τεράστια κρουασάν, να χειρονομούν με ενθουσιασμό, να αστειεύονται

της Μαρίας Λιονάκη

«Κυρία κουρεύτηκα!» λέει χθες βράδυ με το που μπαίνω και κάθομαι στην έδρα, ο Κωνσταντίνος, ο μαθητής μου της πρώτης Γυμνασίου , του πρώτου  θρανίου, αποζητώντας το «με γεια!» της κυρίας του… Κοιτάζω το φρεσκοκουρεμένο κεφαλάκι με τα περήφανα, φρεσκολουσμένα,  γυαλιστερά, μυτερά , μοντέρνα  καρφάκια, δίνω την ευχή μου και χαμογελάω, μελωμένη με  το αναπάντεχο κάλεσμα  ευχής , με τη γλύκα της παιδικής φωνούλας, της αθώας παιδικής ψυχής . Αυτής που ζήτησε τόσο  όμορφα και αυθόρμητα απόψε την προσοχή μου και την κέρδισε, όπως κέρδισε  και την  λίγο μεγαλύτερη αγάπη μου σε σχέση με τα άλλα παιδιά  αυτή τη σχολική χρονιά…

 Η δασκάλα και η μάνα αγαπάει όλα τα παιδιά της το ίδιο κι εγώ νιώθω λίγο  ενοχή γι’ αυτή τη μικρή μου αδυναμία στο μαθητή αυτό που μοιάζει να έγινε copy paste από ένα δημοτικό. Μικρούλης αυτός ο μαθητής, τοσοδούλης, συνήθως ελαφροντυμένος, με ένα γιλέκο, αντί για μπουφάν  ακόμα και στο πολύ κρύο,  μοιάζει με τον  Κοντορεβιθούλη  του παραμυθιού.  Ίσως  ψίχουλα ρίχνει κάθε απόγευμα που έρχεται στο δρόμο για το σχολείο,  μη χάσει το βράδυ το μονοπάτι της επιστροφής… Κάθεται από την αρχή της χρονιάς  στο πρώτο θρανίο, με ένα πακέτο πατατάκια  μισοκρυμμένο στη θήκη από κάτω.  Κάθεται σκόπιμα μπροστά  για να με ακούει καλά,   για να βλέπει καλά τον πίνακα της γνώσης,  τον οποίο κοιτάζει με δέος …

 Σέρνει το μολύβι στο τετράδιο με αργές, προσεκτικές κινήσεις , σα να σκαλίζει γλυπτό… Κάνει μεγάλα,  χοντρά,  ευανάγνωστα γράμματα, γράμματα σαν παιδικά παιχνίδια, γράμματα ιδιότυπα, προσωπικά… Με το μολύβι σφιχτά κρατημένο  στη μικρή  παλάμη ρίχνει ένα σπόρο  σε κάθε γράμμα κι αυτός   ριζώνει στο τετράδιο, βλασταίνει, βγάζει φύλλα, άνθη και καρπούς…  Στην άλλη χουφτίτσα του κρατάει επτασφράγιστα κρυμμένη   μια  στρογγυλή γομολάστιχα,  σε επιφυλακή… Μόλις διαπιστώσει λοιπόν  το ορθογραφικό λάθος , το ξεριζώνει άμεσα, σαν αστραπή, και το πετάει στον ίδιο σωρό, που στοίβαξε και τα άλλα αγριόχορτα… Μετά με την παλάμη του σκούπα σωριάζει τα ψίχουλα του σβησίματος σε μια άκρη και τα απομακρύνει,  χαϊδεύοντας με την άκρη του χεριού του  το χωράφι της γραφής …

Το βλέμμα μου βρίσκει λιμάνι πάνω του.  Ξεχνιέμαι, ενώ μιλάω για τον Οδυσσέα που ποντοπόρησε  με καλό καιρό, με  νηνεμία, με  τη σχεδία του μέρες δεκαεπτά , φεύγοντας από το νησί της Ωγυγίας, από την Καλυψώ.  Ταξίδεψε πρύμα, με ούριο άνεμο, μέχρι ο Ποσειδώνας, γυρίζοντας από τους Αιθίοπες   να  τον αντιληφθεί. Σύναξε τότε ο θεός τα νέφη,  τάραξε με την τρίαινα του  τον πόντο,  επιστράτευσε  όλους τους ανέμους, το λεβάντε, που είναι ανατολικός, το νοτιά, το βοριά,  τον πουνέντε που είναι δυτικός, γράφω στον πίνακα…

Εξηγώ και  ξεχνιέμαι πάλι  να παρατηρώ τον Κωνσταντίνο που γράφει και σβήνει… Όπως   σε κάθε διδασκαλία.   Το ίδιο τελετουργικό γραψίματος,  σβησίματος,  με την  επιστρατευμένη γομολάστιχα, να  κινείται πάνω- κάτω ρυθμικά, φροντισμένα. Το κεφαλάκι σοβαρό, συνεσταλμένο,απορροφημένο ,  μισοθλιμμένο,  κοιτάζει  χαμηλά, ο μικρούλης μαθητής μου  γράφει, αντιγράφει από τον πίνακα, σβήνει, ακούει, με την ίδια  έγνοια που η κυρία του έχει  αποκρυπτογραφήσει από την πρώτη στιγμή… Μην του βρει η δασκάλα  ψεγάδι και προσβληθεί.

Καμιά φορά ξεχνιέται ο Κοντορεβιθούλης μαθητής  και κοιτάζει σταθερά κάπου μπροστά. Τι να σκέφτεται άραγε τώρα ο παραμυθένιος  μου μαθητής; Το σπίτι του, τους φίλους του, μια παραλία καλοκαιρινή, μια αυλή με λουλούδια,  ένα παιχνίδι, τι; Κατεβαίνω σιωπηλά και  σέρνω από την κλωστή  το  ταξιδιάρικο μυαλουδάκι του λιλιπούτειου   μαθητή… « Εδώ διαβάζουμε Κωνσταντίνε…» του λέω  και του δείχνω απαλά, μη σκιαχτεί…

Δεύτερη ώρα σε μια τάξη μεγαλύτερη, χωρίς λιλιπούτειους μαθητές, με μια πιο ρεαλιστική, πιο συνηθισμένη στο Εσπερινό Γυμνάσιο  σκηνή… Μπαίνω με το βιβλίο των Κειμένων  Νεοελληνικής Λογοτεχνίας αγκαλιά, κυριολεκτικά και μεταφορικά, καθώς η αγάπη μου γι’ αυτό το μάθημα δεν κρύβεται… Ούτε όμως και η κούραση του Πέτρου κρύβεται απόψε… Φαίνεται στα μάτια του, στη σιωπή του, στην έκφρασή  του,  στις κομμένες γραμμές του προσώπου του ,  στη διάθεση του που υπολείπεται, στο κουράγιο που σώθηκε. «Τι είναι Πέτρο; Είσαι καλά;»   - «Κουρασμένος είμαι κυρία, έχω ξυπνήσει και δουλεύω από τις έξι το πρωί…»

Συννεφιάζω  ακούγοντας τη χιλιοειπωμένη φράση σ’ αυτό το σχολείο και  σκέφτομαι για άλλη μια φορά  τις  σκληρές συνθήκες ζωής των μαθητών μου. « Να σου δώσω την καρέκλα μου, που είναι πιο μαλακή;» Λέω, με ντροπή που δεν έχω κάτι άλλο να πω, να του προσφέρω εκείνη τη στιγμή… « Όχι κυρία, μου απαντά, ευχαριστώ!» Το μάθημα, ξεκινάει, ο μαθητής έχει σιγά σιγά  με το άκουσμα  της φωνής μου νανουριστεί και στο χέρι του αποκοιμηθεί, η τάξη είναι σιωπηλή, έχει τη στιγμή σεβαστεί. Εγώ έτσι, όπως  αναλύω το κείμενο των Κειμένων   και τον κοιτάζω  στην αγκαλιά του Μορφέα να έχει αφεθεί, φοβάμαι μήπως κάποια στιγμή, βαρύνει, πέσει και χτυπήσει…

Σχολικό διάλειμμα… Η ανάπαυση του Οδυσσέα του βιβλίου,  κάθε Οδυσσέα, μαθητή,  καθηγητή. Η ανάπαυση του πίνακα, της αίθουσας, με τα θρανία, τα καρεκλάκια, τους χάρτες,  με ένα ξεχασμένο  στο πάτωμα κομμάτι, σβώλο από χαρτί … Το διάλειμμα   σηματοδοτείται με τον πιο λατρεμένο, πολυαναμενόμενο, αξέχαστο  ήχο,  κάθε μαθήτριας, μαθητή, με τον  παιάνα της σχολικής ζωής, το κουδούνι… Η κίνηση στους διαδρόμους του σχολείου, λόγω κρύου ή  βροχής είναι ανθηρή. Είναι η ώρα για το πάρτι της σχολικής ζωής.  Μοιάζει με κίνηση στους δρόμους μας σε ώρα αιχμής, με παιδική χαρά, της ελευθερίας γιορτή…

 Περπατάω με το βιβλίο των Κειμένων αγκαλιά, με τις  προηγούμενες εικόνες να έχουν καταγράψει στη μνήμη μου  πολύτιμο κείμενο  και παρατηρώ… Μαθητές σε παρέες  να συζητάνε δυνατά,  να σχολιάζουν καθηγητές, να μασουλάνε  σάντουιτς  ή τεράστια κρουασάν, να χειρονομούν με ενθουσιασμό, να αστειεύονται ή να παίζουν, να καβαλάνε ο ένας στην πλάτη του άλλου, να σπρώχνονται, να κυνηγιούνται, να  παίζουν μπάλα, με καπάκια μπουκαλιών, με μπάλες χαρτιών, με ό,τι βρουν κι επινοήσουν …

Άμα γλιτώνεις από διάδρομο σχολείου, κάθε βράδυ σε τόσα πήγαινε έλα, που τα παιδιά τρέχουν με φόρα, σε ευθείες, στροφές ή απορροφημένα στο παιχνίδι σπρώχνουν και εκτοξεύουν την αυτοσχέδια μπάλα, το  καθετί  ...νιώθεις εφτάψυχος! Σκέφτομαι χαρούμενη και γελάω,  νιώθοντας μέλος κι εγώ τυχερό, μιας υγιούς,  όμορφης σχολικής ζωής.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ