Ένας ζωντανός θρύλος ... διηγείται τη ζωή του

Η κατοχή, η μεταπολεμική περίοδος, αναμνήσεις και ιστορίες της πολυτάραχης ζωής του Γιώργη Καλομοίρη ή Ντουλγκέρη

Ένας ήρωας της Κατοχής που έζησε μέσα στη φωτιά και το μπαρούτι, το αίμα και τον πόνο του πολέμου από την τρυφερή ηλικία των 17 ετών, βίωσε αργότερα το Ολοκαύτωμα των Ανωγείων και τον ξεριζωμό και συνέβαλλε στη συνέχεια στην αναστήλωση του αλλά και στην διάδοση του ονόματος και της φήμης του χωριού μέσω της εργασίας του,ανοίγει την καρδιά του.

Ο 93 ετών σήμερα Γιώργης Καλομοίρης ή Ντουλγκέρης με μια συνέντευξη ποταμό ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής τους, από τα παιδικά του χρόνια στα Ανώγεια, την  συμμετοχή του στην Αντίσταση κατά των Γερμανών, αλλά και για μετέπειτα ιστορία που “έγραψε” στα μεταπολεμικά Ανώγεια, με τη μυθική πλέον ταβέρνα  “Πράσινη Φωλιά”,  που υπήρξε για περίπου τρεις δεκαετίες κύριος πυλώνας της άνθησης του τουρισμού των Ανωγείων, ενισχύοντας ταυτόχρονα την τοπική οικονομία.

 Οι συγκλονιστικές  περιγραφές του για τον Αύγουστο του ’44 καθηλώνουν. Συγκλονίζουν τα λόγια του όταν αντίκρυσε για πρώτη φορά τα ερείπια του σπιτιού του μετά το Ολοκαύτωμα των Ανωγείων. Μια ζωή γεμάτη αγώνα, πάθος και φλόγα για τα αγαπημένα του Ανώγεια..

Ας αφήσουμε τον ίδιο να μας διηγηθεί αυτή τη συγκλονιστική ιστορία του χωριού, έτσι όπως την έζησε από τη δεκαετία του 1920 μέχρι και σήμερα:

ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ-ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

“Πριν ξεκινήσει η Γερμανική Κατοχή, είχαμε στα Ανώγεια και μεις θύματα των άλλων πολέμων των παλιών. Είχε σκοτωθεί και ο θείος μου ο Ντουλγκερογιώργης. Εγώ εγεννήθηκα το 1925, τον Ιούνιο. Ο παππούς μου έβγαζε 150 γομάρια σταφύλια με μουλάρι και μια γαιδούρα. Πατάτες, δημητριακά, άλλα σιτάρια. Τότες δεν είχε ούτε τρακτέρ ούτε σκαφτική μηχανή, ούτε καρότσα. Μόνο είχε το μπέτη του μόνο να φορτώσει και να ξεφορτώσει. Το αποτέλεσμα ΄ήτανε να αρρωστήσει. Τότε και εμένα με βγάζουνε έξω από το σχολειό, από τη τρίτη τάξη του δημοτικού σχολείου. Για να βοηθήσω, για να τα βγάλει πέρα η οικογένεια. Επήγα φαμέγιος στο χωριό Κορφές και έκαμα ένα χρόνο. Μετά πήγα μαντραντζής εδώ, στην πιο απαίσια εργασία του κόσμου! Θες τον άνθρωπο να τονε κουρελιάσεις, να τόνε εξοντώσεις; Θες το παιδί σου να το καταστρέψεις, βάλτο μαντραντζή εκείνη την εποχή. Ήτανε απάνθρωπη δουλειά. Αλλά οι οικογένειες επεινούσανε και αναγκαζόσουνα να εργαστείς.

Το χειμωνικό καιρό που δεν ήμουν μαντραντζής επήγαινα στα γεωργικά. Θυμάμαι τότε είχε και πολλά νερά, φεύγαμε από εδώ από το περβόλι με τον πατέρα μου το πρωί και πηγαίναμε εκεί που είναι τώρα οι παλιοί Μύλοι, οι νερόμυλοι και φορτώναμε κιντανέ, φρύγια και άλλα πράματα και πηγαίναμε στο χωριό Αλόιδες και φορτώναμε βελάνια για να θρέψουμε το χοίρο. Μια χρονιά σφάζει το χοίρο ο πατέρας μου και όλα τα παιδιά ήμασταν χαρούμενα που θα κρατήζαμε το συκώτι και την κεφαλή. Το άλλο θα πήγαινε να το πουλήσει να πάρουμε και λάδι, να πάρουμε και ψωμί. Και παίρνει ο πατέρας μου το κρέας, τα τρία γουλίδια θα πήρε και γυρίζει πίσω και μας ε λέει παιδιά δεν το πούλησα. Δεν βρήκα να το πουλήσω μόνο θα κόψουμε τα σύγλινα απού λέγαμε τότε. Ήτανε σκληρή η ζωή, αλλά είχε καλούς ανθρώπους. Δεν τα βγάζαμε εύκολα πέρα, αλλά και εμείς οι ανθρώποι τότε δεν είχαμε και απαιτήσεις πολλές.Υπήρχε μια παραστιά, και από τη μια πλευρά είχε μια πλάκα και έψηνε τη πίτα τη κριθαρένια και η στην άλλη πλευρά από κάθε πάντα ένα κουνενό φάβα από τη μια και ένα κουνενό κουκιά από την άλλη. Και κρασί ζεστάρι, έτσα λέει ζεστάρι το κάναν και το κρασί. Γύρω γύρω καθόντουσαν όλοι και ετρώγανε και ελέγαν κι αυτοί παλιές ιστορίες.Φτωχοί οι ανθρώποι μα ενωμένοι.

Τότε να σου πω η κτηνοτροφία δεν είχε τα μέσα που έχει εδά. Τότε η κτηνοτροφία ήτανε ότι χόρτο έβγαζε η γης. Δεν είχε αμάξα και τροφές και άλλα που έχει εδά. Η γεωργία τότε ανθοούσε. Το χωριό έβγαζε πολλούς τόνους κρασί το οποίο ήτανε αρίστης ποιότητος και το παράξενο είναι ότι το πολύ καλό κρασί έβγαινε στα πιθάρια. Εγεμώνανε πιθάρια και μετά το χρήζανε με βουτσά από πάνω τον Αύγουστο και το ανοίγανε το Νοέμβριο του Αί Γιώργη. Ο πατέρας μου ασχολιούντανε με το εμπόριο του κρασιού. Μια μέρα που ήρθα από το σχολείο και αυτή ήταν η πρώτη μου έξοδος από το χωριό, μου λέει ο πατέρας μου, φάε ότι βρεις και μετά θα πας στον περιστεριά, μια περιοχή πάνω στου ντουλγέρη το σπίτι, όπου είχε χωράφια ο παππούς μου και έναν πελεκητό αρόλιθο, ωραία πράγματα τότε.Λοιπόν, και πάμε εκεί και μου λέει θα πας να μου φέρεις το μουλάρι γιατί τη νύχτα θα φορτώσω το κρασί για το Ρέθεμνος. Ναι του λέω θα σου φέρω το μουλάρι μα θα με πάρεις μαζί σου κιόλας. Ε!Το δέσα σκουλαρίκι εγώ αυτό, ήρθε εφορτώσαμε με βάνουνε στη πίσω μεριά του μουλαριού, με δένουνε και παίρνουμε το ίσα κάτω. Από το Πέραμα και κάτω με πληγώσανε οι δεσές στο μουλάρι και εκατέβηκα και επορπάτουνα. Επηγαίναμε μαζί μερικές στραθιές. Και στο Πάνορμο επηγαίναμε  που ήτανε όπως είναι εδά με πολλά εστιατόρια γιατί ο Μυλοπόταμος τότε είχε μεγάλη παραγωγή και εξαγωγή χαρουπιού και κίτρου. Οπότε πηγαίναμε στις Μαργαρίτες και εφορτώναμε τα κουνέτα που λέγαμε, τα γαλαφτίδια, που έστελνε ο μαντραντζής στους βοσκούς.”

ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ 1940-44

“Εκείνηνα την περίοδο 1940-44 ήμαστανε όλοι λυπημένοι και στεναχωρημένοι με αυτή τη κατάσταση και τη κατοχή. Εδώ ήταν τότε ο Θανάσης ο Σκουλάς ο γέρος και όποιο εθώρριε και ήτανε τσι προκοπής τον άρπαζε και τον είχε με το γιο ντου το Φρουδά και μαζεύανε τσι αθοτύρους και τα τυριά και τα στέλνανε στο Ηράκλειο με το Μπαντουροζάχαρη. Ο Μπαντουροζάχαρης τότε ήτανε φωθιά στσι μεταφορές!

Οταν ήρθανε οι Γερμανοί στο χωριό τσι 13 Αυγούστου εγώ ήμουνα στο βουνό με την ομάδα του Χρηστομιχάλη. Την ημέρα που έγινε η μάχη στο Σφακάκι (σ.σ 7 Αυγούστου 1944) με το φίλο μου το Σμαιλομανώλη εκείνη τη μέρα έφυγα εγώ για το βουνό. Το θεώρησα το Σφακάκι πολύ σπουδαίο γεγονός. Πριν βγω βέβαια στο βουνό εδώ στο χωριό η ομάδα του Χρησομιχάλη έκδιδε ένα δελτίο που το μοιράζανε και ήμουν ενήμερος για τα πάντα. Επήγαινα και στου Μπογιατζή και άκουγα το ραδιόφωνο το “Εδώ Λονδίνο”. Οπότε έφυγα τότε για το βουνό χωρίς να πω ούτε στο πατέρα μου ούτε σε κανένα τίποτα. Επήγα στσι Μπρίσκους και βρίνω το Χρηστομιχάλη και του λέω θα κάτσω εδώ δεν έχει μα και μου! Όταν ήρθαν οι Γερμανοί και εντακάρανε να καίνε το χωριό είχαμε συγκεντρωθεί όλη η ομάδα στη κορφή τσι Μύθιας. Τσι 8 η ώρα το πρωί μπορεί και πιο μπροστά εσυνεδριάζανε εκέι. Να κάνουμε να μη κάνουμε επίθεση στσι Γερμανούς. Οι Γερμανοί είχαν έρθει και μαζέψανε τα γυναικόπαιδα όλα και από του Μάκρη, από το Σφακάκι που πιάσαν το Σήφη τα περάσανε και τα σκορπίσαν από κει να πάει το Ρέθυμνο. Και προς το Ηράκλειο, το Μονοφάτσι που είχαμε οικογένειες Ανωγειανές. Σε όλα πάντως τα χωριά επεριποιηθήκανε καλά οι ντόπιοι εκεί όλους τσι Ανωγειανούς. Τότε λοιπόν τσι 8 η ώρα το πρωί που εσυνεδριάζανε για να βγάλουνε απόφαση για επίθεση ή όχι και μου δίνουνε ένα έγγραφο και μου λένε:”Ο Πετρακογιώργης είναι στσι Κουτσουνάρες στο Βοριζιανό αόρι, εσύ που ήσουν με τα τυριά και αυτά και ξέρεις, πάρτο έγγραφο και τρέξε, εκεί είναι ο Πετρακογιώργης και θα του το δώσεις στο χέρι και θα σου απαντήσει αυτός”. Αυτό το πράγμα παιδί μου δε θα το ξεχάσω, όταν έφτασα στου Πετρακογιώργη. Τα παλικάρια στσι πρίνους με σταυρό τα φισεκλίκια, με τα ταχυβόλα, με τα γένια..Ω! και μου κάμανε χαρά μόλις με είδανε. Και μου λέει ο Πετρακογιώργης:”Πες στον καπετάν Μιχάλη να χτυπήσετε τσι Γερμανούς και εμείς θα σπεύσουμε προς βοήθεια σας”. Αλλά ώσπου να γυρίσω πίσω παιδί μου εγώ είχε παρθεί η απόφαση να αυτοδιαλυθεί η ομάδα, διότι αν κάναμε επίθεση θα ήταν μεγαλύτερη η ζημιά παρά το κέρδος. Και δεν εκάμαμε επίθεση.Κατέβηκα λίγο τότε στο μασκάλι στη Στεφάνα. Από κεια εγροικούσα τσι εκρήξεις και τσι δυναμίτες στα Ανώγεια. Μετά ήρθε μια διαταγή και έλεγε να ανασυγκροτηθεί η ομάδα και να βρεθούμε στα Ζωνιανά. Πράγματι μονιάσαμε στα Ζωνιανά καμιά εκατοστή άντρες. Εκεί μας έκαναν τραπέζι φάγαμε, κάναμε και ένα τρισάγιο σε ένα σημείο που είχαν γίνει κάποιες εκτελέσεις και επιστρέψαμε μετά στη Μύθια. Από τη Μύθια δε μπορούσαμε να διακρίνουμε τι γίνεται στα Ανώγεια, ερχόντουσαν όμως πολλοί και μας δίνανε πληροφορίες για το Ολοκαύτωμα. Ότι εδά εγκρεμίσαν το τάδε σπίτι, μετά το άλλο κτλ

Εκείνηνα τη περίοδο εφαίνοτανε πια ότι οι Γερμανοί εχάναν τον πόλεμο. Τότε είχαν παγιδεύσει και το λιμάνι του Ηρακλείου να το ανατινάξουνε για να φύγουνε.Είχαν σχηματίσει μια επιτροπή και εβάλανε μέσα και τον κατοχικό Νομάρχη, τον κατοχικό αστυνόμο και άλλους και κάνουν μια κρούση και ζητούν 5.000 χρυσές λίρες για να μην το ανατινάξουνε.Κάναν πολλές προσπάθειες και στο τέλος κατεβήκανε στσι 3.000 λίρες οπότε τις πήραν και εσώθηκε το λιμάνι.”

ΜΕΤΑ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ-ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ-ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ

“Ο πατέρας μου με τις μεταφορές που έκανε από παλιά σε χωριά σε όλη τη Κρήτη ήτανε πολύ αγαπητός άνθρωπος παντού.Θα μπορούσε να πάρει την οικογένεια και να πάει οπουδήποτε, στο Μελιδόνι μάλλον που ήταν κοντά. η μάνα μου υπέφερε από άσμα. Είχε δυο αδερφές παντρεμένες στα Φαμπριανά, η μια ήταν του Βασίλη του Κονιό η μάνα, μεγάλος αρχηγός και αυτός.Δυο θείαδες μου ήταν εκεί στα Φαμπριανά, αλλά η μάνα μου δεν επήγαινε καλά καθόλου. Εγώ ήμουνε στο αντάρτικο.Κάποια περίοδο ήμουν στο Ηράκλειο και είχε έρθει ο Ερυθρός Σταυρός και δημιούργησε μεγάλες απόθήκες τροφίμων. Ελειτουργήσαμε τότε το Γενί τζαμί το Ανωγειανό σχολείό και προχωρήσαμε μετά στις διανομές των τροφίμων που είχε μαζέψει ο Ερυθρός Σταυρός.Μου δώσανε τότε τα κλειδιά των αποθηκών και κάνουμε μια κατάσταση και ξεκινήσαμε τσι διανομές. Σήμερο θα ρθούνε οι Ζωνιανοί, αύριο οι Ανωγειανοί μεθαύριο οι Λιβαδιώτες και πάει λέγοντας και εμοιράζαμε τα τρόφιμα.Και μια μέρα έρχεται ο πατέρας μου από τα Φαμπριανά να με δει. Και του λέω “Ίντα κάνει η Μάνα μου;”. Η Μάνα σου πεθαίνει μου λέει μονό θορρώ εκειέ 1000 πλάκες σαπούνι και δε θέλω άλλο πράμα όξω να μου δώσεις τρεις πλάκες σαπούνι. Μα τη Παναγία που είναι απέναντι, του λέω συγνώμη πατέρα μα δε σου τσι δίνω. Άμα σου δώσω τσι τρεις πλάκες σαπούνι θα πούνε γιαε να κλέφτει την αποθήκη. Και δεν του τσι δώκα (σ.σκάνει το σταυρό του συγκινημένος) Κιας μου κάμανε μετά καταφρόνια και ο Χρηστομιχάλης και ο Χριστόδουλος που ήταν εκεί στις αποθήκες υπεύθυνος πως δεν έδωκα του πατέρα μου το σαπούνι. Δε τσι δώκα αυτό θεώρησα σωστό και τίμιο και το κάμα!”

Η ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΑ ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΑ ΑΝΩΓΕΙΑ

Η πρώτη φορά που είδα γκρεμισμένο το σπίτι μου λες. Εμένα παιδί μου τότε με είχε κυριέυσει ένας ενθουσιασμός που είχανε φύγει οι Γερμανοί που είπα χαλάλι τα πάντα αφού εφύγανε. Χαλάλι και το σπίτι που το είδα ερείπια. Χαλάλι αφού εφύγανε οι Γερμανοί από την Ελλάδα!

ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΣΕ ΜΑΧΕΣ-ΞΙΠΕΤΡΑ ΚΑΙ ΦΟΙΝΙΚΙΑ

“Όταν φύγαμε από τη Μύθια, περίπου 110 άντρες μαζί με το Χρηστομιχάλη και περάσαμε από τσι Γωνιές και πήραμε κι από εκεί μερικά παλικάρια. Πήγαμε στο φαράγγι, περάσαμε τις Κορφές και είχαμε προορισμό του Αγάκο το Μετόχι. Μόλις εφτάσαμε στον Άγιο Νικόλα στο Γάζι μας αρχινούνε πυκνά πυρά πολυβόλων και αναγκαζόμαστε να οπισθοχωρήσουμε. Οπισθοχωρήσαμε από εκεί και βρεθήκαμε στα Ξίπετρα. Μας δώσαν εκεί ένα και μας πήγε σε ένα λιοφυτάκι στα Ξίπετρα και από κει βγάζαμε τσι σκοπούς. Ο Μανόλης ο Χαιρέτης ο Δαμιανός ήτανε ο μάγειρας. Εβγάλαμε τσι σκοπούς αλλά οι σκοποί επεινούσανε και αντίς για να γυρένε Γερμανούς εγυρεύανε καμπανούς στα Κεραμουτσιανά αμπέλια!

Εμείς ήμασταν σε μια πολύ χοντρή ελιά. Ο Χρηστομιχάλης κρατάει έτσι το γερμανικό τουφέκι. Εγώ κάθομαι δίπλα του. Κοιτάζαμε. Μεγάλη κίνηση Γερμανών φαινόταν στο ποροφάραγγο να πάει κάτω μονό να μη κινείτε κανείς. Τότε μου λένε εμένα οι καπεταναίοι εκεί:”Δε βγαίνεις Γιώργη απάνω εκεί γιατί είναι και έξι άλογα εκεί με πράματα μας και δίνουνε στόχο, να κατεβάσεις τα άλογα'”. “Και δε βγαίνω τόνε λέω”. Τσάκ, δυο πήδους, αλλά αντί για να δω άλογα βλέπω τα θεριά τσι Γερμανούς από δω στα 300 μέτρα! Η σωτηρία μου ήτανε ότι και αυτοί εκρατούσανε κυάλια και δεν εκοιτάζαν προς τα μένα αλλά προς την άλλη μεριά. Και μόλις θωρρώ τα θηρία θέτω δυο πήδους και βρίσκομαι στην ελιά που ήτανε ο Χρηστομιχάλης. Και του λέω με μια ορμή “Γερμανοί!” και κάνει έτσι και βλέπει ότι είχαν κατέβει οι Γερμανοί πέρα πέρα και ετοιμάζανε να στήσουν το πολυβόλο τους. Εκεί προλαβαίνει και σκοτώνει το Γερμανό ο Χρηστομιχάλης. Τότε τα χάσανε και οι υπόλοιποι Γερμανοί είχαν επιστρέψει και άλλοι δικοί μας άντρες. 14 Γερμανοί ήτανε εκεί εσκοτωθήκανε οι 13. Ο ένας έτρεξε και εχάθηκε, τη γλίτωσε δε μπορέσαμε να τόνε βρούμε. Από εμάς εσκοτώθηκε ο Κουνάλης και ο Φθενός.Αν δεν επήγαινα για τα άλογα τότεσας στα Ξίπετρα εμπορούσανε να χάνε σκοτωθεί και 100 Ανωγειανοί. Αλλά τσι είδα τότε και προλάβαμε.

Μετά από αυτό γυρίσαμε πίσω, περάσαμε το βουνό και πήγαμε στο Ασιθιανό αόρη. Εκεί έσφαξαν οι ανθρώποι ζα μας έκαναν τραπέζια και μετά πήγαμε κάτω κάτω στα γιοφυράκια σε δυο χωματόσπηλιους και εμείναμε εκεί κλεισμένοι δυο μέρες. Στσι δυο μέρες πάνω λένε να πάνε 30 άντρες στη Φοινικιά από κάτω. Ήταν ένας Διαμαντής που είχε εκεί το μετόχι, φίλος λέει του Χρηστομιχάλη. Μέσα στσι 30 άντρες βάνουνε και εμένα και φεύγουμε από τα γιοφυράκια και κατεβαίνουμε στη Φοινικιά. Όπως σου πα και πριν οι Γερμανοί ήδη είχαν χάσει τον μπούσουλα. Ερχόταν λοιπόν τότε δυο αυτοκίνητα Γερμανικά και αντί να πηγαίνουνε στα Χανιά, εστρίψαν από τη Φοινικιά και πηγαίνανε μέσα προς τη Μεσαρριά. Εκεί λοιπόν αρχινάει η μάχη, η ομάδα μας ήταν μισή μισή από κάθε πλευρά. Αρχινά η μάχη και μια στιγμή βρίνομαι μοναχός! Με ένα πολυβόλο να κρέμεται σε μια συκιά. Οπότες ξεκρεμώ το πολυβόλο από τη συκιά και πηγαίνω προς τη μάχη.Και βρίσκομαι μπροστά στον Παπά Γιάννη και στον Μανόλη Πλατυγιάννη ένα καλό παλικάρι, του Τσουρονίκο αδερφός ήτανε. Και μου λέει ο παπάς φέρε το πολυβόλο εδώ. Μου λέει ρίξε μια εκεί. Παααπ και ρίχνω μια ριπή. Ρίξε μια και εκεί και εκεί. Και ρίχτω τρεις ριπές.Ωστόσο τσι χάμε τελειώσει και από την άλλη πλευρά και πήραν τα όπλα και τα παραδώκανε. Στη Φοινικιά δεν είχαμε κιανένα νεκρό μόνο ένας Αστυρακάκης Τυλισσανός ήτανε τραυματίας.

Ο πόλεμος παιδί μου είναι φοβερός! Αδυσώπητος! Δεν είσαι δυνατός, δεν είσαι αποφασισμένος για όλα; Ε, μη πας να μη ξεφτιλίσεις τη πατρίδα σου και τον τόπο σου και το χωριό σου. Εγώ να σου πω αλήθεια, σε όλες τσι επιχειρήσεις και στο πόλεμο και παντού, πρώτα έβαζα το χωριό μου και μετά έβαζα τον εαυτό μου!”

Ο ΧΡΗΣΤΟΜΙΧΑΛΗΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ-Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΓΙΑΝΝΗ

“Η μάνα του Χρηστομιχάλη ήτονε αδερφή του παππού μου.Ήτανε καλός άνθρωπος και αγωνιστής. Και πολύ περήφανος άνθρωπος. Μεγάλος πολεμιστής. Πιστεύω ότι εκεί στα Ξίπετρα το γύρευε να σκοτωθεί για την Πατρίδα. Δεν ελογάριαζε πράμα ούτε εχθρό ούτε τίποτα, παρά μόνο τον αγώνα για την Ελευθερία. Κρίμα που δεν παντρεύτηκε ποτέ και δεν έφηκε απογόνους.

Τον Στεφανογιάννη τον θυμάμαι καλά, τάξε πως είναι αυτή η ώρα που τονέ θωρρώ.Την εκτέλεση τη θυμούμαι ήμουνε στο χωριό τότε.  Και μας είχανε οι Γερμανοί μονιασμένους και πάνε δυο Γερμανοί στρατιώτες  και τον αρπούνε έτσιε από τα μπράτσα και τόνε πάνε πολύ πέρα μακριά. Έκαμε απόπειρα αυτός τότε να φύγει και τόνε σκοτώσανε. Δεν εστάθηκε να τόνε εκτελέσουνε έπαιξε πήδο να φύγει και τόνε σκοτώσανε. Όταν ήταν κοντά και τον έβλεπα πριν τον απομακρύνουνε μου φαίνουντουνε ψύχραιμος πολύ.Δεν ξέρω αν είπε τίποτα, εγώ πάντως δεν άκουσα. Ίσως και να είπε μα δεν θυμάμαι κάτι συγκεκριμένα. Δυο ώρες ήτανε όλη η δουλειά από ντε τόνε πιάσανε μέχρι και την εκτέλεση του.”

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΤΟ 1945-ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΑΝΩΓΕΙΑ

“Επόθανε η μάνα μου το 1945. Είχε χρόνια πρόβλημα με το άσμα και ο πόλεμος το κάμε χειρότερο.Τη θάψανε εκεί πέρα που είχε πάει μετά το Ολοκαύτωμα, στα Φαμπριανά. Η μάνα μου επόθανε λίγους μήνες μετά που ετελείωσε ο πόλεμος.Επήγα εκεί και τη θάψαμε τη μάνα.

Όταν ετελειώσαμε μετά και τσι διανομές με τα τρόφιμα του Ερυθρού Σταυρού στο Ηράκλειο, εσκέφτηκα τα αδέρφια μου και τον πατέρα μου που ήτανε άρρωστος και έρχομαι στα Ανώγεια. Εμένανε τρεις τέσσερις οικογένειες εδώ πέρα πέρα σε ένα σπίτι του Βιτωρομανώλη εκεί ήτανε και οι δικοί μου. Και έρχομαι και μου φέρνουνε καλάμι και πλατανόφουντα εδώ σε μια στέρνα που είναι κάτω κάτω και κάνω μια μεγάλη καλύβα και γερή! Και εκεί μέσα στη καλύβα την εβγάλαμε μέχρι τον Σεπτέμβρη περίπου του 1945. Από κει και μετά άρχισα το εμπόριο. Είχα ένα καλάθι και είχα ότι ψιλικό υπήρχε μέσα και το έδινα.

Το 1945 ντελόγο μετά το πόλεμο είχε επιστρέψει ένα μεγάλο μέρος των Ανωγειανών και εχτίζανε από το πάτο. Αμέσως! Το χωριό είχε και πολλούς πρακτικούς κτίστες και αυτό το γεγονός εβοήθησε πολύ. Από το Κράτος δεν υπήρχε τίποτα, καμιά βοήθεια. Κάτι σαπιόξυλα και πράμα άλλο! Από τσι ξένους ήτανε ο Ερυθρός Σταυρός τσι Σουηδίας που εδιοργάνωσε μαζί με τσι γιατρούς των Ανωγείων, τον Νταγιαντά, το Μπογιατζή, το Κουνάλη και το Μανούσο και εφέρανε τρόφιμα και τα μοιράζανε στο κόσμο. Αυτή ήτανε μια καλή ενέργεια τότε.

Εγώ έτρεξα προς τσι δικούς μου. Εσάσαμε τα αμπέλια και τα περβόλια με τα αδέρφια και τον πατέρα μου. Μια μέρα αγόρασα από έναν εδώ 50 οκάδες τυρί και φορτώνω το τυρί σε ένα γάιδαρο και πάω με το πατέρα μου στο Γενί Γκαβέ. Από εκεί μπαίνω σε ένα αμάξι και πάω στο Ηράκλειο και μεταπουλώ το τυρί. Από εκεί εξεκίνησε το εμπόριο για μένα.”

ΔΕΚΑΕΤΙΑ 50-Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

“Το 1951 που απολύθηκα από το στρατό εφεύγανε τότε σωρηδόν από παντού οι ανθρώποι για τη Γερμανία.Και μου λέει ο πατέρας μου, σήκω να φύγεις και εσύ για τη Γερμανία να γλιτώσεις. Και του λέω:”Πατέρα, στσι Γερμανούς πάλι θες να με ξαναστείλεις; Εγώ στη Γερμανία του λέω δε πάω! Το χαράκι θα το κάμω χρυσάφι, μα στσι Γερμανούς δε πάω!”. Και δόξα τω Θεώ επέτυχε η δουλειά.”

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ-ΤΟ ΣΗΜΑΔΙΑΚΟ 1962

“Το μυαλό μου ως άνθρωπος ήτανε στην εκκλησία και στην οικογένεια. Εφόσον ήθελα οικογένεια έπρεπε και να τη κάμω, έτσι δεν είναι: Μου κάνανε προξενιά πολλά. Τότε είχα κάποιους συγγενείς στσι Γούρνες που ήρθανε οι Αμερικάνοι και είχανε πολλά λεφτά και μου λένε εδώ είναι μια κοπέλα και έχει 300.000 σε ένα μαξιλάρι! Εμάς μου λέγανε δε μας ε θέλει γιατί ήμαστε βοσκοί μονό ευκαιρία να τη πάρω εγώ. Εμένα όμως η κοπελιά δε μου άρεσε και δε τη πήρα. Δε θέλω εγώ χιλιάδες εγώ θέλω μια γυναίκα να μου αρέσει!

Το 1962 επαντρεύτηκα τη γυναίκα μου. Έλεγα με αυτή τη γυναίκα ταιριάζω με αυτή θα τη βγάλουμε μαζί. Όπως και εγίνηκε! Την αγαπούσα και με αγαπούσε. Σε 42 Ελληνικές πόλεις επήγαμε μαζί. Και ίντα δεν εκάμαμε μαζί;Παναγία μου. Η γυναίκα μου όχι μόνο δε με διάψευσε αλλά με δικαίωσε 1000%. Χρυσός άνθρωπος, άγιο πράγμα. Και εδά ακόμη την αναζητούνε. Που είναι η Βαγγελιώ:Έφυγε κι αυτή κι ο μερακλής ο αδερφός τσι ο Μιλτιάδης του Ξυδάκη μαζί.(σ.σ συγκινημένος ζητά ένα μικρό διάλειμμα από τη συνέντευξη..).

Το 1962 ήτανε καλή χρονιά γιατί το χωριό είχε τη τύχη εκείνη τη χρονιά να διοριστεί εδώ ως δάσκαλος ένας σπουδαίος άνθρωπος και επιστήμονας ο Γιώργης ο Σμπώκος. Τότε είχαμε πολλά κοπέλια εδώ στα σχολεία και εθέλαμε κι άλλα κτίρια και εφτιάξαμε το Περαχωριανό σχολειό. Εκείνα τα οικόπεδα 7 δραχμές το μέτρο και το χρηματοδότησε το έργο ο Γέρος της Δημοκρατίας ο Παπανδρέου με 1 εκατομμύριο και το εγκαινιάσαμε το 1963 με 180 μαθητές!”

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΡΑΧΩΡΙ-ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ

“Ήμουνε και εκκλησιαστικός σύμβουλος όταν ήμουν αρραβωνιασμένος. Εγώ ένας, ο Γιάγκος του Μάνωλα, ο Δαμιανός ο Μανόλης ο Χαιρέτης και ο Βαγγέλης ο Σταυρακάκης.Και ήταν ο παπά Νικόλας εδώ στην ενορία τσι Παναγίας και θέλα φύγει να πάει στον Αί Γιάννη και έμενε κενή η θέση. Το Πάσχα ερχόταν σε δυο εβδομάδες και δε θέλα έχουμε παπά. Και μιλήσαμε στο συμβούλιο και αποφασίσαμε και πήγα στο Ρέθυμνο. Πήγαινε εσύ μου πάνε μα πια καλά θα τα καταφέρεις. Επήγα ντελόγο στο Ρέθυμνο στη Μητρόπολη στα γραφεία. Και μίλησα με το Μητροπολίτη σε ένα μικρό δωμάτιο και εκράθιε ένα κομπολογάκι, ήτανε  έτσιε διπλογόνατος και έχει και ένα μπουκάλι ρακί. Και μου λέει στα Ανώγεια κλέφτουνε. Και του λέω σεβασμιώτατε δε κλέφτουνε αυτά έχουνε εξαλοιφθεί τελείως! Χαίρομαι μου λέει που το ακούω αυτό.Πήγαινε και σε 10 μέρες θα είναι ο παπάς εκεί. Έτσι και έγινε και σε 10 μέρες ήρθε ο παπά Μιχάλης ο Καμαρίτης και πήγε καλά η εκκλησία και μετά που ήρθε ο παπά Κώστας που είναι μέχρι σήμερα.Αυτή η στραθιά στο Ρέθυμνο και τη Μητρόπολη ήτανε και η πρώτη μου εξόρμηση ως αρραβωνιασμένος!”

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΝΩΓΕΙΩΝ-ΙΔΡΥΤΙΚΟ ΜΕΛΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΤΟ 1963

“Όπως σου είπα ο δάσκαλος ο Σμπώκος ήταν ένα δαιμόνιο πνεύμα τότε. Και ιδρύουμε τον Πολιτιστικό σύλλογο Ανωγείων το 1963. Είχαμε κάμει με το Σμπώκο μια επιλογή από όλο το χωριό τσι καλύτερους ανεξαρτήτως κομμάτων και τέθοια και φτιάξαμε τον Πολιτιστικό σύλλογο. Δε θυμούμαι εδά όλα τα ονόματα των ανθρώπων αλλά τότε ξεκινήσαμε το σύλλογο που υπάρχει μέχρι σήμερο.Ο δάσκαλος είναι ένα ανεπανάληπτο μυαλό. Μαζί κάμαμε το σχολειό, τον Πολιτιστικό σύλλογο. 30 χρόνια ήμουν ταμίας και πρόεδρος της σχολικής επιτροπής του δημοτικού σχολείου. Μια φορά σε μια μεγάλη παρέα είπε ο Σμπώκος για μένα:”Μα αυτός ο άνθρωπος ο Γιώργης. Να μη του λείπει μια φορά ένα τάληρο, τίποτα:”

Η ΤΑΒΕΡΝΑ “ΠΡΑΣΙΝΗ ΦΩΛΙΑ”

“Το μαγαζί με τη γυναίκα μου το ξεκινήσαμε τσι 10 Ιουλίου του 1963.Είχε 30 καρέκλες και πέντε τραπεζάκια, αλλά το μυαλό μου δεν ήταν στο να γίνει καφενείο αλλά κάτι πιο μεγάλο και έτσι έγινε στη πορεία ταβέρνα και ερχόντουσαν στην αρχή όλοι οι αρχοντοφαγάδες του Ηρακλείου και αρχινά η γυναίκα μου τη μακαρονάδα και εγώ το οφτό κρέας σε κάρβουνο και σε ξύλο.Δεν υπήρχε άλλο παρόμοιο μαγαζί τότε. Φέραμε και ένα τζουκ-μπόξ τότε που το είχε ο Μαχαιρογιώργης και το φέραμε στη ταβέρνα και έπαιζε μουσική.Σιγά σιγά το μαγαζί μεγάλωνε.

Αρχές του 1967 άρχισε το μαγαζί να έχει μεγάλη φήμη και να έρχεται πάρα πολύς κόσμος.Το μάτι μου έπαιζε και έψαχνα πάντα το καλύτερο για το μαγαζί. Μου τηλεφωνεί μια μέρα ο κορυφαίος ταξιδιωτικός πράκτορας τσι Κρήτης, ο Ρασσιδάκης Γιάννης. Και λέει σε μένα και στο Δήμο ότι θέλουμε να φέρνουμε τουρίστες στα Ανώγεια κάπου στο 1969. Ο Δήμος απάντησε ότι δε μπορεί να προσφέρει βοήθεια μονό να βρούνε εμένα και ίσως βρείτε αυτό που θέλετε. Τότε άρπαξα εγώ την ευκαιρία. Έρχεται στα Ανώγεια ο Ρασσιδάκης και του άρεσε το μέρος, αλλά μου λέει αυτά που θέμε μπορείς να τα ετοιμάσεις; Εθέλανε από την επόμενη σαιζόν τον Απρίλη μια αίθουσα να χωράει 150 άτομα με όλες τις νόμιμες άδειες. Οπότε ξεκινήσαμε να το φτιάχνουμε. Ο τουρισμός θα ερχόταν και εκατοντάδες κοπελιές που επηγαίνανε στα χωριά λιομαζώχτρες και επαίρνανε σε απάνθρωπες συνθήκες μια οκά λάδι μεροκάματο, επαντονιάρανε τα λιόφυτα και επιάσανε τσι αργαλειούς. Και εγέμισε το χωριό όμορφα υφαντά παραδοσιακά για τον τουρισμό!

Και τα κατάφερα το λοιπόν και τον Απρίλη ήταν όλα έτοιμα όπως τα θέλανε. Και είχαμε και χορευτές και εχορεύανε για αυτούς, τέσσερις άντρες και τέσσερις γυναίκες με τσι παραδοσιακές φορεσιές.Όταν ήταν στο χωριό έπαιζε ο Ψαραντώνης λύρα και έβγαινε απάνω και ήτανε σαν το Μπετόβεν απού λένε! Τότε ήταν αυστηρά τα πράματα ακόμη και δεν ήταν εύκολο να βρω κοπελιές να χορένε στα μαγαζιά. Αλλά εσκέφτηκα και βρήκα τη λύση και έβαλα το Νικηφόρο με την αδερφή του και τον Γιώργη του Δρακονικολή που είναι τώρα στη Ρόδο με την αδερφή ντου την Ελευθερία του Ροδίτη! Και πραγματικά επέτυχε η ιδέα. λύρα επαίξανε πολλοί, εκτός του Ψαραντώνη και του Νικηφόρο, έπαιξε ο Κουρκούτης, ο Μηναδομανώλης, ο Πλουσοβαγγέλης και άλλοι πολλοί!”

ΟΙ ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΤΗΣ ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΦΩΛΙΑΣ

“Από το 1970 μέχρι το 1985 πραγματικά το μαγαζί ήτανε γεμάτο συνέχεια. Πούλμαν συνέχεια με τουρίστες αλλά και αυτοκίνητα με Έλληνες ερχόντουσαν εδώ. Τα μακαρόνια τσι Βαγγελιώς και το οφτό του Γιώργη και το ψωμί που φτιάχναμε και το θέλανε όλοι. Η γυναίκα μου έφτιαχνε το ψωμί, το ζύμωνε στσι δυο ξυλόφούρνους που είχαμε στο Περαχώρι του Σκουλαδονικόλα και του Κατρινοδημητράκη και εβγάναμε ψωμερές κριθαρένιες, μιγαδένιες. Θραύση έκανε εκείνο το ψωμί το θέλανε όλοι.Μάλιστα όταν έκανε ένας Γερμανός Υπουργός τα εγκαίνια του Αστεροσκοπείου στο Σκίνακα, έστειλε στο δήμο μια επιστολή που απευθυνότανε σε μένα και έλεγε για το ψωμί!

Μια μέρα έρχεται εδώ ο δήμαρχος ο Κλάδος με τον Μάνο Χατζιδάκι ο οποίος έμεινε εδώ στα δωμάτια μερικές βραδιές. Και ήτανε τότε που ξεκινήσανε τσι εκδηλώσεις τον Αύγουστο του 1978 και εθέλανε πάνω από 100 μερίδες φαγητό κάθε μεσημέρι. Εκτός από αυτό είχα και το μαγαζί γεμάτο  κάθε μέρα όλη μέρα. Τότε τροφοδοτούσαμε και το Αστεροσκοπείο του ΣκίνακαΟ Κλάδος μου έλεγε ότι ήταν για το καλό του χωριού και του λέω κάτσε δήμαρχε μα θα κάμω κουμάντο. Πολύς κόσμος. Όλους τσι πάλευα, όλους τσι περιποιούμουνε

Μια Αμερικανίδα ήτανε φίλη με το Ρασούλη και ερχόταν και πιάναν την κιθάρα και τραγουδούσανε όλη νύχτα. Ερχόταν πολλοί καλλιτέχνες. Πολύ συχνά ο Κώστας Μουντάκης με τη γυναίκα του αλλά και ο Θανάσης ο Σκορδαλός Ο Ψαρονίκος ερχόταν με την Άννα Βίσση με τη Τζένη Καρέζη, τον Κώστα Καζάκο και κάνανε ατελείωτα γλέντια εδώ πέρα. Συχνές επισκέψεις έκανε και ο μεγάλος Έλληνας ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης.”

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ

“Είχαμε ένα γκρουπ με Σουηδούς. 150 άτομα κάθε εβδομάδα. Αλλά αυτοί ήταν μαθημένοι και τα θέλανε όλα μέσα στο πρόγραμμα. Καμιά στροφή. Και εγλάκουνε απάνω και εξύπνουνα το Νικηφόρο τον Αεράκη. Αλλά ήπρεπε να μουνε και στη ταβέρνα.Και έφηνα το Νικηφόρο στο κρεββάτι με το παντελόνι και μέχρι να ρθω στη ταβέρνα αυτός εγύριζε και εξανακοιμούντουνε(σ.σ γελάει). Και εγλάκουνα πάλι και τον επέτουνα από το κρεββάτι για να ρθεί να γλεντήσει το γκρουπ των ανθρώπων! Τότεσας τον είχα χορευτή το Νικηφόρο.

Αυτό που υπηρέτησα εγώ σε όλη μου τη ζωή είναι να μη κούσω ότι ήρθε στα Ανώγεια άνθρωπος και δεν εβρήκε να φάει. Μα γίνεται αυτό; Παράπονο από συνεργάτη μου δεν άκουσα ποτέ και για αυτό πολεμούσα συνέχεια, να μην υπάρχει παράπονο ούτε από τσι ξένους, ούτε από τσι συνοδούς τόνε.”

Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ-ΑΝΩΓΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ 1982

“Σε μια συνάντηση που είχαμε κάνει πολλοί φορείς κάπου στο 1982 ο τότε δήμαρχος Γιώργης Κλάδος είχε προτείνει να ζητήσουν δρόμο από τσι Σίσσες να πηγαίνει στα Βορίζια. Όταν επήρα το λόγο του είπα:”Κύριε δήμαρχε, εδώ πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις να κρατήσομε το τουρισμό και να τον αυξήσουμε και να επικεντρώσουμε τη φωνή μας για το δρόμο Ηράκλειο-Ανώγεια. “Αλλά πιστεύω ότι ο Κλάδος τότε πιεζόταν από πολλές δυνάμεις και δεν έγινε κάτι και ακόμη δεν εγίνηκε!”

ΟΙ 3 Ανωγειανοί και η Μικρασιατική καταστροφή

“Το 1920 εδώ στο Περαχώρι ήτανε 3 παλικάρια. Ο Τζαβελομύρος, ο Ντουλγκερογιώργης αδερφός του πατέρα μου και το Γκρανάκη του Σπυριδογιάννη από τσι Βρέντζηδες. Αυτοί οι τρεις ήτανε αδερφοχτοί. Σε μια από τσι πολλές παρέες απού εκάμανε είπανε να πάρει ο Ντουλγκερογιώργης την Αγάπη του Σπυριδογιάννη την κόρη. Ο αδερφοχτός δηλαδή να δώσει την αδερφή του στον αδερφοχτό ντου.Εντάξει, εντάξει και εσυμφωνήσανε. Αλλά μιας στιγμής κηρύσσεται ο πόλεμος, ο οποίος πόλεμος δεν είχε καμιά δικαιολογία για να γενεί και να χαθούνε τόσοι ανθρώποι.Και ο πατέρας μου και ο αδερφός του επήγανε στον πόλεμο. Εκεί τον βρήκε τον πατέρα μου ο αδερφός του και του πε αν σκοτωθεί να πάρει αυτός την Αγάπη, την αδερφή του φίλου του που είχαν συμφωνήσει την παντρειά. Όπως και εγίνηκε. Ο Ντουλγκερογιώργης σκοτώθηκε στη Μικρά Ασία και την Αγάπη του Σπυριδογιάννη τη πήρε ο πατέρας μου ο Γιάννης..”

ΟΙ ΑΝΩΓΕΙΑΝΟΙ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

“Τα παλιά χρόνια ήταν δύσκολα. Πολύ σκληρή δουλειά και για τους αγρότες και για τους κτηνοτρόφους που δεν είχανε τσι ζωοτροφές αλλά όπως σου ‘πα ότι έβγαζε χόρτο η γης. Η γυναίκα η ανωγειανή παλιά επήγαινε στη ξερολίμνη και έβγανε ασκουρδουλάκες, εγέμιζε τσουβάλια με γούλεςΟι σημερινοί νέοι ξεφεύγουνε λίγο. Κάπως πρέπει όλοι να συμμαζευτούνε. Άμα θένε οικογένεια να προσέχουν για την οικογένεια και όχι για τσι καφετέριες. Με ενοχλεί γιατί στα Πάνω Αμπέλια ήπρεπε να ΄χει 20 περβόλια ακόμη. Οι νέοι πρέπει να δουλέψουνε περισσότερο και τη γη και την οικογένεια τους. Περισσότερη δουλειά, περισσότερη συμμάζευση και πιο πολύ αγάπη για τον τόπο γιατί αυτός ο τόπος αξίζει πολλά. Ευχαριστώ όλη την Ανωγειανή κοινωνία που με αγάπησε. Εγώ δε για έναν Ανωγειανό και ο τελευταίος να είναι μπορεί να κάνω τα πάντα. Ανώγεια μου καλό χωριό. Εκεί τελειώνει όλη η ιστορία. Τα Ανώγεια δε τα βρίνεις πουθενά αλλού αλλά θένε δήμαρχους που να μη τσι νοιάζει ανέ βγούνε την επόμενη τετραετία, αλλά να λένε “θα εφαρμόσω αυτό” και ας μη βγω. Άμα η δουλειά γίνεται μόνο για τσι ψήφους τότε το χωριό δε μπορεί να πάει μπροστά όπως πρέπει.”

Πηγή: anogi.gr

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ