«…Δεν πεθαίνει κανείς παρά μόνο μια φορά και είναι για τόσο πολύ καιρό...!»

Μολιέρος: Ένας ηθοποιός,συγγραφέας, ποιητής και διευθυντής θεάτρου!

Ο Ταρτούφος, ο Κατά Φαντασίαν Ασθενής, ο Αρχοντοχωριάτης, Γάμος με το στανιό,ο Φιλάργυρος, είναι μερικά από τα  έργα του που αν κι έχουν περάσει πάνω από 350 χρόνια που γράφτηκαν, συνεχίζουν  να διασκεδάζουν τους θεατρόφιλους ανά τον κόσμο.

«Δεν είμαστε υπεύθυνοι μόνο γι’ αυτό που κάνουμε αλλά και γι’ αυτό που δεν κάνουμε».

Ζωή παράξενη ίσως και αυτή σαν παραμύθι με ένα τέλος συγκλονιστικό που έγινε θρύλος και  που ίσως και μην άρμοζε στον « κατά φαντασίαν ασθενή» του . Γεννήθηκε στο Παρίσι στις 15 Ιανουαρίου 1622 και έφυγε από την ζωή  στις  17 Φεβρουαρίου 1673 στην πόλη που τόσο αγάπησε.

 Οι Γάλλοι τον θεωρούν ως τον καλύτερο κλασσικό ποιητή τους, ενώ για πολλούς είναι και ο καλύτερος Γάλλος λογοτέχνης. Μπόρεσε και έφερε την κωμωδία σε ίση θέση με την τραγωδία, και αυτό είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμά του.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή .Ο Μολιέρος ήταν ο μεγαλύτερος γιος ενός έμπορου υφασμάτων στο Παρίσι, ο οποίος έγινε το 1631 βασιλικός διακοσμητής. Έτσι, ο πατέρας του Μολιέρου τον προόριζε να γίνει θαλαμηπόλος του βασιλιά. Φοίτησε σε ένα Ιησουητικό κολέγιο στο Παρίσι. Την πρώτη του επαφή με το θέατρο την έκανε μαζί με τον παππού του, ο οποίος αγαπούσε το θέατρο. Στα 16 του χρόνια έφυγε να σπουδάσει νομική στην Ορλεάνη. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι έγινε δικηγόρος. Το 1642 γνώρισε μία ηθοποιό, την Μαντλέν Μπεζάρ (Madeleine Bejart), η οποία ενίσχυσε την αγάπη του για το θέατρο. Ο πατέρας του όμως ήταν αντίθετος προς το θέατρο. Έτσι, το 1643 ο Μολιέρος αναγκάστηκε να παρατήσει το επάγγελμα του δικηγόρου και ίδρυσε μαζί με τους αδερφούς της ερωμένης του και μαζί με μερικούς άλλους κωμικούς έναν θεατρικό θίασο. Αυτός ο θίασος μετά από τις πρώτες αποτυχίες που έφτασε μέχρι και την χρεοκοπία άρχισε να παρουσιάζει επιτυχίες στην Δυτική και στην Νότια Γαλλία. Ο Μολιέρος όμως άρχισε μόλις το 1665 να γράφει δικά του θεατρικά έργα.

Το 1658 ο Μολιέρος επέστρεψε στο Παρίσι και άρχισε να έχει επαφές με τον αδερφό του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄. Προσκλήθηκε να παρουσιάσει μερικά έργα στην βασιλική αυλή. Την ίδια περίοδο άρχισε να γίνεται σιγά σιγά διάσημος. Το 1659 εμφανίστηκε το έργο του "Οι γελοίες κομψές κυρίες", το οποίο έκανε θραύση και κέρδισε αμέσως την εμπιστοσύνη του βασιλιά.

«Η μόνη φιλοδοξία της γυναίκας είναι να εμπνέει τον έρωτα… », Μολιέρος

Η επόμενη πολύ μεγάλη επιτυχία ήταν το 1662 το θεατρικό έργο "Το σχολείο των γυναικών". Ο βασιλιάς, βλέποντας την μεγάλη επιτυχία του Μολιέρου, άρχισε να τον ενισχύει οικονομικά. Σε προσωπικό επίπεδο η ζωή του Μολιέρου ήταν πολύ καλή και απέκτησε μαζί με την μνηστή του και παιδί, το οποίο όμως πέθανε σε μικρή ηλικία.

Τον Μάιο του 1664 ο Μολιέρος, που είχε γίνει διευθυντής του θεατρικού θιάσου του βασιλιά, διοργάνωσε μια φαντασμαγορική γιορτή στους κήπους των Βερσαλλιών, όπου παρουσίασε 4 νέα θεατρικά κομμάτια: την Πριγκίπισσα της Ελίδας (La Princesse d'Élide), τον Γάμο με το στανιό, τους Εκνευριστικούς και τον Ταρτούφο (Le Tartuffe). Η τελευταία αυτή κωμωδία, ο Ταρτούφος, είχε ήδη αρχίσει να προκαλεί την έντονη κριτική και τις αντιδράσεις μερικών ευγενών της Αυλής πριν ακόμη γίνει η πρώτη επίσημη παρουσίαση.

Ο Μολιέρος γράφει τον Ταρτούφο το 1664, σε ηλικία 43 χρονών. Προτού τον τελειώσει, ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ τον επιστρατεύει για να συνεργαστεί με τον συνθέτη Ζαν Μπατίστ Λυλί και τον σκηνογράφο Βιγκαρίνι σε μια φαντασμαγορική φιέστα στις Βερσαλλίες. Ο ίδιος ο Μολιέρος υποδύεται το θεό Πάνα, σκαρφαλωμένος σ΄ ένα τεράστιο μαγικό βουνό. Τη στερνή μέρα της γιορτής παρουσιάζει, σαν επίλογο, τις τρεις πρώτες πράξεις από τον Ταρτούφο. Ο βασιλιάς τον έχει ωστόσο προειδοποιήσει: «Μην τα βάζεις με τους θρησκόληπτους. Θα σε φάνε». Η κωμωδία είχε ως βασικό πρωταγωνιστή έναν επιφανειακά πολύ θρησκομανή άνθρωπο, ο οποίος όμως στην πραγματικότητα ήταν ένας απατεώνας που επιδίωκε δύναμη.


Μετά την παρουσίαση ξέσπασε μεγάλη αγανάκτηση στην "παλαιά αυλή", στους ευγενείς δηλαδή που ήταν μεγάλη σε ηλικία και αναπολούσαν τις μέρες πριν το 1661, πριν αναλάβει την εξουσία ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, τότε δηλαδή που είχαν πολιτική δύναμη. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, αν και κατηγορηματικός απέναντι στην στάση των ευγενών αυτών, κάτω από την μεγάλη πίεση τους αναγκάστηκε να απαγορεύσει επίσημα κάθε παρουσίαση του θεατρικού αυτού έργου.

Τα επόμενα χρόνια του Μολιέρου πέρασαν με τον διαρκή και επίμονο αγώνα του για τον Ταρτούφο. Παρολ' αυτά ο βασιλιάς συνέχισε να υποστηρίζει τον Μολιέρο και μάλιστα το καλοκαίρι του 1665 αύξησε το επίδομα του προς αυτόν από τις 1000 στις 6000 λίβρες, ενώ ο θεατρικός θίασος του οποίου ηγούνταν ο Μολιέρος μετονομάστηκε στον επίσημο θεατρικό θίασο του βασιλιά.

Αυτά τα δύο ευχάριστα γεγονότα συνέβησαν αμέσως μετά την γέννηση της κόρης του, η οποία έμελλε να είναι η μόνη που θα επιζούσε από τα παιδιά του Μολιέρου.

« Όταν ξέρει κανείς ν’ ακούει, μιλάει πάντα καλά»,Μολιέρος

Το καλοκαίρι του 1667 ο Μολιέρος ανέλαβε μια επεξεργασμένη έκδοση του Ταρτούφου, την οποία μετονόμασε Ο Απατεώνας. Όμως, ο πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου του Παρισιού αντέδρασε άμεσα με μία απαγόρευση του κομματιού, ενώ ο αρχιεπίσκοπος του Παρισιού απείλησε τον Μολιέρο ακόμη και με αφορισμό. Ο βασιλιάς όμως επέτρεψε να γίνει η παρουσίαση του θεατρικού έργου ιδιωτικά από τον αδελφό του.

Μόλις στις 5 Φεβρουαρίου 1669, όταν η "παλιά Αυλή" είχε αποδυναμωθεί τελείως και ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ κρατούσε στα χέρια του γερά τα ηνία της γαλλικής κυβέρνησης, μπόρεσε ο Μολιέρος χωρίς κανένα πρόβλημα πλέον και χωρίς αντιδράσεις, κριτικές και αφορισμούς, να παρουσιάσει επίσημα την θεατρική κωμωδία Ταρτούφος ή ο απατεώνας(Tartuffe, ou l'Imposteur), με τεράστια επιτυχία.

Εν τω μεταξύ ασχολήθηκε πάλι με το θέμα της υποκρισίας: στα τέλη του 1664,μετά την πρώτη απαγόρευση του Ταρτούφου, συνέγραψε τον Δον Ζουάν, μία κωμωδία με θέμα έναν αριστοκράτη απατεώνα γυναικών, που στο τέλος καταλήγει στην κόλαση. Τον Ιούνιο του 1666 ο Μολιέρος εξέδωσε την κωμωδία Ο Μισάνθρωπος (Le Misanthrope), μία σάτιρα σχετικά με την υποκριτική ευγένεια και την ανέντιμη κολακεία στην βασιλική αυλή αλλά και στα σαλόνια του Παρισιού. Η ασυνήθιστα έντονα αυτοβιογραφικά αποτυπωμένη φιγούρα του Άλκεστου, του πρωταγωνιστή του Μισάνθρωπου, αντικατοπτρίζει την απέχθεια του Μολιέρου και την μη θέληση του να ενταχθεί στη ζωή της βασιλικής αυλής, όπου κυριαρχούσε το ψεύδος, η υποκρισία, οι ίντριγκες και η κολακεία.

Μια από τις πιο γνωστές στιγμές της ζωής του Μολιέρου είναι και η τελευταία του η οποία έγινε θρύλος. Ο Μολιέρος δεν πέθανε, όπως πιστεύεται, πάνω στη σκηνή. Κατά τη διάρκεια στης παράστασης «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» το τελευταίο δημιούργημα του διάσημου συγγραφέα που παίχτηκε για πρώτη φορά στο Παλαί-Ρουαγιάλ, στις 10 Φεβρουαρίου του 1673, λένε πως κατέρρευσε στην σκηνή βήχοντας και αιμορραγώντας και παρά τις πιέσεις του βασιλιά Λουδοβίκου XIV για ξεκούραση, εκείνος συνέχισε να παίζει μέχρι το τέλος του έργου. Ύστερα από αυτό κατέρρευσε ξανά έχοντας μεγαλύτερη αιμορραγία αυτή τη φορά και πέθανε λίγες ώρες αργότερα στο σπίτι του. Ενταφιάστηκε χωρίς χριστιανική κηδεία και όντας ηθοποιός απαγορευόταν εκ νόμου να ταφεί στο ιερό χώμα ενός νεκροταφείου. Η σύζυγός του ζήτησε από το βασιλιά Λουδοβίκο XIV να επιτρέψει μια απλή τελετή αργά τη νύχτα. Εκείνος δέχτηκε και ο Μολιέρος τοποθετήθηκε στο μέρος του νεκροταφείου που προοριζόταν για τα αβάπτιστα βρέφη. Σε εκείνη την μυστική κηδεία παραβρέθηκαν πάνω από 800 άτομα. Το 1792 τα οστά του μεταφέρθηκαν στο μουσείο μνημείων της Γαλλίας και το 1817 μεταφέρθηκαν στο νεκροταφείο Le Père Lachaise. Λέγεται πως τη νύχτα που πέθανε, ο Μολιέρος φορούσε πράσινα ρούχα και έκτοτε υπάρχει η προκατάληψη πως το πράσινο χρώμα φέρνει κακοτυχία στους ηθοποιούς.

Για το τελευταίο του έργο το «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» αποτελείται από τρεις πράξεις και στην αυθεντική του εκδοχή περιελάμβανε χορευτικά νούμερα και μουσικά ιντερλούδια που συνέθεσε ο Γάλλος συνθέτης Μαρκ-Αντουάν Σαρπαντιέ. Η υπόθεση του είναι  :

Ο Αργκάν είναι ένας υποχόνδριος και φιλάργυρος ηλικιωμένος. Αισθάνεται συνεχώς άρρωστος, αν και στ' αλήθεια δεν έχει τίποτα. Αδυνατεί να ακολουθήσει τις υποδείξεις των γιατρών και εκείνοι τον εκμεταλλεύονται. Θέλει να παντρέψει την κόρη του, Αγγελική, με ένα γιατρό προκειμένου να έχει δωρεάν ιατρική φροντίδα, αλλά εκείνη είναι ερωτευμένη με τον Κλεάνθη.Ο αδελφός του, Βεράλδος, σε συνεργασία με την υπηρέτρια του Αργκάν, Τουανέττα, θα προσπαθήσει να τον "θεραπεύσει" από τις φαντασιοπληξίες του. Τον πείθουν να παραστήσει το νεκρό ώστε να ανακαλύψει ποιος πραγματικά τον αγαπάει και του είναι πιστός. Θα αποδειχθεί τελικά ότι η δεύτερη σύζυγός του, Βελίνα, κυνηγούσε μόνο την περιουσία του ενώ η κόρη του τον αγαπούσε πραγματικά. Μετά τη "νεκρανάστασή" του, ο Αργκάν θα επιτρέψει στην Αγγελική να παντρευτεί τον άντρα που θα επιλέξει εκείνη.

Ο Μολιέρος πέθανε τελικά στις 17 Φεβρουαρίου του 1673, μόλις 51 ετών γνωρίζοντας δόξα, φθόνο ακόμα και αφορισμό από τον Πάπα. Μια από τις μεγάλες φράσεις που είπε ή καλύτερα έγραψε ήταν :

«...Δεν πεθαίνει κανείς παρά μόνο μια φορά και είναι για τόσο πολύ καιρό…»

 

ΠΗΓΕΣ:

Wikipedia.org

Olive Classe, encyclopedia

zhtunteanagnostes.blogspot.gr

theatre-classique.fr

gutenberg.org

Cretalive.gr

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ