Χριστουγεννιάτικο ''καφενείο''

Δημήτρης Καρατζάνης
Δημήτρης Καρατζάνης

Τα παιδικά παιχνίδια και ... τα σπασμένα φλιτζάνια!

Του Δημήτρη Καρατζάνη

Ήταν τέτοιες μέρες ,αρχές της δεκαετίας του 50 . Η λεωφόρος Ιωνίας ,από την Παρασκευοπούλου μέχρι την πλατεία Σινάνη, ήταν ακόμη χωμάτινη και μετατρεπόταν κάθε απόγευμα σε παιδική χαρά  από το ''παιδομάνι'' που την πλημμύριζε, μια και τ αυτοκίνητα που πέρναγαν τότε από κει, ήταν τόσο λίγα, που μόνο η εμφάνιση  κάποιου ήταν γεγονός, που τράβαγε πίσω του , ολόκληρο τσούρμο, τον παιδόκοσμο.

Η χρονιά εκείνη, θυμούμαι, σημαδεύτηκε ,από μια ασυνήθιστη βαρυχειμωνιά με ασταμάτητη βροχή και κρύο ολόκληρο το Δεκέμβρη. Αυτό στην πράξη σήμαινε για τα παιδιά,''απαγορευτικό εξόδου''  ,όχι μόνο από τις μανάδες ,αλλά κι από τις καιρικές συνθήκες, αφου το κρύο, η βροχή και πιο πολύ οι λάσπες, καθιστούσαν αδύνατο, όχι μόνο το κλώτσημα της μπάλας ,αλλά και το ''ξυλίκι'', τις ''αμάδες'' ,τη ''μακριά γαιδούρα''κι όλες τις άλλες υπαίθριες δραστηριότητες που αποτελούσαν τα καθημερινά παιδικά  ''παιχνίδια'' της εποχής.

Μόνη ...νησίδα εκτόνωσης, παντός καιρού μάλιστα, για τα παιδιά της γειτονιάς, ήταν το ''σπίτι του Ιορδάνη'', κοντά στο πιατάδικο  του Καβάλη.

Επρόκειτο για ένα ...αιώνιο γιαπί, που βρισκόταν χρόνια ολόκληρα  ''στα τούβλα'' και αποτελούσε το  καταφύγιο  του παιδόκοσμου της περιοχής, τις ζόρικες μέρες του Χειμώνα .Εκεί τα παιδιά εύρισκαν προστασία από τη βροχή και  το κρύο, ενώ στις παγωνιές υπήρχε και η λύση της φωτιάς, με τα λιόκλαδα  από το κοντινό λιόφυτο του μπάρμπα "Χατζή''.

Το μειονέκτημα του  βέβαια  ήταν, πως ο χώρος του ήτανε πολύ περιορισμένος, και εκτός από το''βεζύρη''και του ''Σαντούρη τα κουκιά'', άλλο παιχνίδι άπό τα γνωστά της εποχής, ήταν αδύνατο να παιχτεί εκεί μέσα. Αυτό ήταν και το κύριο πρόβλημα που απασχολούσε τα παιδια κείνη τη χρονιά,  με τη συνεχιζόμενη κακοκαιρία, από την πρώτη κι όλας  μέρα  που κλείσανε  τα  σχολεία για τα Χριστούγεννα . Δηλαδή ,ποιο άλλο  παιχνίδι,  θα μπορούσε  να παιχτεί σ αυτό τον  περιορισμένο χώρο, ώστε  να σπάει η μονοτονία.

-Ρε σεις ,είπε  στην πρώτη μάζωξη της ομήγυρης ο Γιάννης ο ''χοντρός'' ,που ήταν- τρόπο τινά- και ο ατυπος αρχηγός της. Δε βαρεθήκατε πια ,να παίζετε κάθε μέρα   ''βεζύρη'' και  ''Σαντούρη κουκιά''. Σκέφτομαι , τώρα τις διακοπές, ν αλλάξομε λίγο τροπάρι. Να κάνομε κάτι άλλο .Καινούργιο. Τι θα λέγατε, τις μέρες των γιορτών, ν ανοίξομε ...καφενείο. Μόνο για μας βέβαια.

Το μέρος τό'χουμε -το σπίτι του Ιορδάνη-λεφτά θά χομε όλοι απ τα κάλαντα και τη ''καλή χέρα'' ,καφέ  θα φέρω γω  απ τη γιαγιά μου ...
''Κι εγώ θα φέρω τράπουλες , να παίζουμε ''ξερή'' και ''κολτσίνα'' ,πετάχτηκε ο Νικολής ο ψείρας, πού χε πατέρα καφετζή .
Εγώ θα κουτρουβαλήσω τα άδεια καρούλια της ΔΕΗ ,απ τη πλατεία, να τα κάνομε τραπεζια ,ειπε ο Τάσος ,ένα γεροδεμένο παιδί πού δειχνε πολύ πιο  μεγάλο από την ηλικία του. 

Εγώ θα φέρω τη ζάχαρη .είπε ο Γιώργης, ο ''ντοές'', όπως ήταν το παρανόμι του ,που χε μεγάλη αδυναμια στη λευκή λιχουδιά ,και την καταβρόχθιζε  ,συνήθως  απλωμένη  σε βρεγμένο ''χάσικο''ψωμί.

Ακολούθησαν κι άλλες προσφορές και σε λίγο συμπληρώθηκαν όλα, πάνω -κάτω, τα χρειαζούμενα για ν αρχίξει να ρολάρει η δουλειά του ...καφενείου.To μόνο που έμενε μετέωρο ήταν τα πιατοφλύτζανα ,που κανείς δεν έπαιρνε το ρίσκο να δεσμευτεί  πως θα τα φέρει. Βλέπεις  εκείνη την εποχή οι μανάδες,αυτά τα είχαν λίγα και τυχόν  ''εξαφάνιση'' τους από το σπίτι , ήταν αδύνατο να περάσει απαρατήρητη.

Θα τα βρούμε κι αυτά, τους καθησύχασε ο ''χοντρός'' .Θα τα κλέψομε, στο κάτω -κάτω,απ το πιατάδικο του Καβάλη.  ''Θα πηδήξουμε , εγώ κι ο Τάκης, είπε στρεφόμενος στον ...υπαρχηγό του, το φράχτη  της περίφραξης απ τη πίσω μεριά, που δεν υπάρχει ψυχή ,θα μπούμε στην αυλή ,θα σκαρφαλώσει εκείνος στην πλάτη μου για να μπει στην αποθήκη απ το παραθύρι  ,γιατί η πόρτα το βράδυ  είναι κλειστή ,θα τ αρπάξει γρήγορα -γρήγορα ,και μέχρι να πεις κίμινο, θα την έχομε κοπανήσει , με όλη την  πραμάτεια  του καφενείου

-Και που θα  βάλω ,ρε, τα πιατοφλύτζανα, που πρέπει νάναι  τα χέρια μου εύκαιρα, για να μην γκρεμοτσακιστώ κατεβαίνοντας απ τον τοίχο; ρώτησε με απορία ο άλλος
-Θα σου φέρω γω μια... μαξιλαροθήκη . Θα τα βάλλεις μέσα , θα μου τη δώσεις μόλις τη γεμίσεις κι ύστερα θα κατέβεις κι εσύ σιγά-σιγά , πατώντας στην πλάτη μου.
-Και γιατί πρέπει να κάνω γω, την πιο δύσκολη δουλειά; ξαναρώτησε εκείνος

Γιατί είσαι αδύνατος σαν ''τσιλιβίθρα'' και σε σηκώνω άνετα στην πλάτη. Κι ακόμα, γιατί, αν πέσεις ,με τσι αυτάρες πούχεις ,θα... προσγειωθείς στο χώμα σαν ...αλεξιπτωτιστής, είπε γελώντας και γέλασαν μαζί του όλοι.

Την επόμενη κιόλας μέρα -προπαραμονή των Χριστουγέννων - και με την ομήγυρη σε απόλυτη απαρτία,  το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή .Ο ''χοντρός'' έφερε τη μαξιλαροθήκη ,ο Τάκης φόρεσε τα ''ελβιέλα'' του για να σκαρφαλώσει εύκολα και να μην κάνει θόρυβο και σε λίγο και οι δυο πέρναγαν πάνω απ το αγκαθωτό σύρμα της περίφραξης κι έφθαναν στο τοίχο του εργοστασίου.

Δεν έβρεχε ,αλλά το σκοτάδι ήταν πηχτό σαν πίσσα κι όλοι οι υπόλοιποι  που είχαν μείνει  έξω απ το φράχτη ,προσπαθούσαν με τεντωμένα αυτιά να παρακολουθήσουν την εξέλιξη της ''επιχείρησης''

-Εντάξει; ακούστηκε κάποια στιγμή η φωνή του ''χοντρού''.
'-Εντάξει, πάνω είμαι, ήρθε ψιθυριστά η απάντηση του άλλου.
-Γέμισε τη μαξιλαροθήκη στα γρήγορα, ήρθε η εντολή απ τον πρώτο. Δέσε την καλά και δωσ μου τη, για να κατέβεις μετά και συ,δίχως φορτίο. 
-Δε μου λές ρε ''χοντρέ'',πόσο θα πουλάμε τον καφέ; ρώτησε τη  στιγμή που ετοιμαζόταν να  του περάσει την καργαριστή μαξιλαροθήκη ο Τάκης.
-Τι θα πουλάμε ,ρε μ...Εγώ θα πουλάω .Εσύ άντε να πίνεις κάνα καφέ τζάμπα.
-Τι λες ρε .Εγώ βγήκα δω πάνω και δε θα χω μερδικό στα ...κέρδη ,ακούστηκε όλοτσάτιστη η φωνή του πρώτου
-Ρε δεν πας στο διάλο ,εγώ τα σκέφτηκα όλα, εγώ τά  βαλα  όλα μπρος και θα σου δίνω και μερδικό .Δε σφάξανε..
-Ναι, αλλά εγώ βγήκα δω πάνω 
Καλά έκανες. Άντε, κατέβα τώρα ,πριν πλακώσει ,ο Σταμάτης ο φύλακας και μας κάνει τσακωτούς
-Δηλαδή, δε θα μου δίνεις μερίδιο ,επέμεινε εκείνος
Όχι ,είπε κοφτά ο ''χοντρός''

Ε, τότε πάρε τα  φλυτζάνια σου ,είπε κείνος και η φωνή του πνίγηκε μέσα στον κρότο των σπασμένων γυαλικών, καθώς η καργαρισμένη με πιατοφλύτζανα  μαξιλαροθήκη, προσγειώθηκε με δύναμη στο έδαφος

Την ίδια σχεδόν στιγμή άνοιγε η πόρτα του φύλακα ,κι ο μπάρμπα Σταμάτης μ ένα φακό στο ένα χέρι και μια μαγκούρα στο άλλο, έσπευδε δρομαίως προς την κατεύθυνση του θορύβου, ενώ ο χοντρός εξαφανιζόταν όσο πιο γρήγορα μπορούσε, προς τη  μεριά του συρματοπλέγματος.

Ο δύστυχος ο Τάκης πιάστηκε στη φάκα κι έφαγε της χρονιάς του. Και από το Σταμάτη και από τη μάνα του, που δε χάριζε κάστανα.
Τη λέξη ''καφενείο'' πάντως, δεν την ξανανέφερε κανείς, όλες τις μέρες των Χριστουγεννιάτικων διακοπών.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ