Χρόνια τα δύο σπίτια γειτονεύουν…

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Η σιωπή σα γκρίζα θάλασσα απλώνεται στον κόσμο

της Μαρίας Λιονάκη

Η γιορτή της μητέρας τιμήθηκε και φέτος,  όπως της πρέπει.  Γιορτάστηκε με  πράξεις καρδιάς, με ευχετήριες καρτούλες, γραμμένες   κρυφά, συνωμοτικά,   με ξεδιαλεγμένα με αγάπη  δωράκια. Γιορτάστηκε με λουλούδια,   κομμένα από τον κήπο του σπιτιού, της  παιδικής ψυχής. Με  άρθρα,   κείμενα τιμητικά... Και  πέρασε. Άρτι…

Αυτό το λουλουδάτο μήνα, που ήρθε  πολλά υποσχόμενος μετά τη βαρυχειμωνιά, αλλά τις τελευταίες μέρες  είναι κάπως  μελαγχολικός, κατηφής… Σκέφτεται τα εισερχόμενα και τα εξερχόμενα, τον  προσωπικό  του  ισολογισμό,   τα δάκρυα και τη χαρά του, τα όνειρα,  τις προσδοκίες του, προσωπικά, εθνικά   και  το παράπονο του Ελύτη, του Έθνους… Τόσες φορές αγαπήθηκε,  γέλασε, ενθαρρύνθηκε, στηρίχτηκε,    μα και τόσες παραπάνω κοροϊδεύτηκε, προσβλήθηκε, απατήθηκε, προδόθηκε. Αυτά είδε, άκουσε, έμαθε, αυτά συμβαίνουν  σε αυτόν, γύρω του.

 Η σιωπή σα γκρίζα  θάλασσα απλώνεται στον κόσμο.  Τις μέρες   κάνει   αντιπολίτευση στον ήλιο και τα βράδια φυσάει σαν ψυχρό αεράκι.  Φέρνει σύννεφα, κάθεται σα δάκρυ βροχής πάνω στα  κλαδιά δέντρων,  στα φύλλα  λουλουδιών. Λουλουδιών  που δεν κατάφεραν να  ανθίσουν.   Ακόμη… Λουλουδιών  που  έχουν  χειμώνα. Ακόμη…

Χρόνια τα δύο σπίτια γειτονεύουν… Γερό, καλοχτισμένο, με σχέδιο μοντέρνο, καύχημα αρχιτεκτονικής , μεζονέτα το ένα.  Πλακάκια εισαγωγής,  φρεσκοβαμμένοι τοίχοι, με τεχνοτροπία, βαριά έπιπλα από ξύλο καρυδιάς, μασίφ,  πίνακες, πολυέλαιοι, όλα  ακριβά, γυαλισμένα, καθαρά,   αστραφτερά. Φροντισμένοι και οι  κήποι… Η μικρούλα   ξέγνοιαστη παίζει στον κήπο με τα φουντωτά δέντρα και τα ανθισμένα λουλούδια.  Μόλις γύρισε από το σχολείο. Την έφερε ο μπαμπάς της. Σκουπίζει από τα χειλάκια  της τη σοκολάτα από το ζουμερό, σοκολατένιο κέικ, που μόλις γεύτηκε. Πάντα το πετυχαίνει η μαμά της . Παίζει  με τα παιχνίδια της,  περιμένει να ετοιμαστεί το φαγάκι της, να της το σερβίρει η μανούλα της και να τη φωνάξει.  Φοράει τη ζακέτα της. Που της φοράει πάντα  η μαμά της.  Και στη ζέστη!  Ανησυχεί μην κρυώσει… Έχει καλοχτενισμένα μαλλάκια. Πάντα τη χτενίζει η μαμά της.  Με λογής λογής  χτενάκια, τσιμπιδάκια, πανέμορφα λαστιχάκια. Καβαλάει το καινούργιο ποδήλατο, που της αγόρασε ο μπαμπάς της, που τόσο  την αγαπάει κι αυτός , που  ό,τι θέλει της το  αγοράζει, που κάθε βράδυ γυρνώντας απ’ τη δουλειά του,  της λέει παραμύθι για να κοιμηθεί. Η μικρούλα παίζει  και ξέγνοιαστη τραγουδάει,   χαμογελάει … Στον κόσμο, στη ζωή… που ζει, που την προσμένει.

Το διπλανό σπίτι πάλι, αν και είναι στην ίδια γειτονιά, στον  ίδιο δρόμο, αν και διαφέρει ένα νούμερο στη διεύθυνση  είναι αλλιώς. ‘Ισα ίσα κρατιέται στα πόδια του. Παλιό, μικρό και βασανισμένο, με ξεφλουδισμένους τοίχους, γεμάτους υγρασία,  δάκρυα, ρωγμές,  ρυτίδες. Θέλει βάψιμο, θέλει συντήρηση…  Όλα μέσα είναι πολυκαιρισμένα,  φθαρμένα.  Τα έπιπλα  παλαιικά, ξεφτισμένα, οι κουρτίνες ξεβαμμένες, από το φωτιστικό λείπουν λάμπες, το φως  που φέγγει είναι  λιγοστό, θλιμμένο, ο κήπος του απεριποίητος…

Η Ελένη  έχει μόλις γυρίσει από το σχολείο. Μόνη, κανείς δεν την περίμενε. Με τα πόδια.  Ξαφνικά, απρόσμενα, άρχισε να βρέχει… Τέτοια εποχή… Επιτάχυνε το βήμα της, έτρεξε λίγο  μη βραχεί, μα δεν πρόλαβε. Η  βροχή την έφτασε. Πάντα την έφτανε η βροχή...Ζακέτα  δε φορούσε. Δεν είχε, δε  χρειαζόταν άλλωστε… Έβλεπε τις φίλες της στο σχολείο ντυμένες,  κυρίως το χειμώνα, σαν κουνουπίδια, λάχανα,  ντολμάδες, φασκιωμένες, με πολλές στρώσεις ρούχα, με ζακέτες, με  μπουφάν, μοντέρνα,  μάρκες,  όλα καθαρά,  καινούργια  και γελούσε κρυφά … Κανένα μαμμόθρεφτο είναι αυτή… να φοράει ζακέτα, μπουφάν…

Δεν την ένοιαζε που ήρθε με τα πόδια, δεν την ένοιαζε που δεν είχε μπουφάν, ακριβά πράγματα,  ρούχα, παπούτσια  μάρκες, όμορφο  σπίτι, δωμάτιο με ωραία έπιπλα,  βιβλιοθήκη, γραφείο καινούργιο...Δεν την ένοιαζε που δεν υπήρχε σοκολατένιο κέικ στο τραπέζι, ούτε ζεστό φαγητό  στο φούρνο.  Που πεινούσε λίγο… Δεν την ένοιαζε που τόσο μικρή έπρεπε μόνη της να βρει τι θα φάει, πώς  θα πάει σχολείο,  πώς θα αγοράσει τετράδια, πώς θα  ντυθεί, τι θα σπουδάσει μετά, πώς θα βρει  δρόμο στη ζωή, χωρίς βροχή να τον περπατήσει...  Δεν την ένοιαζε που  τακτοποιούσε  μόνη το σπίτι, γιατί η μαμά της, πάλι δεν είχε τα κέφια της,  όρεξη, πάλι έψαχνε για  δουλειά.  Ένα την ένοιαζε μόνο. Που οι γονείς της  μάλωναν συνεχώς… Μεταξύ τους, με τα αδέρφια της, με αυτήν…  Συνεχώς έφταιγε… για τούτο, για κείνο, για όλα!  Ακόμα κι όταν έκαναν αταξίες τα αδέρφια της, που ήταν πιο μικρά και τα πρόσεχε, τα  φρόντιζε, αυτή έφταιγε… Και  κάθε μέρα, με το παραμικρό κι ένας καβγάς…

Δεν ήθελε σοκολατένιο κέικ, πλούσιο φαγητό. Να βρουν επιτέλους οι γονείς της μια  δουλειά, ένα εισόδημα. Να  σταματήσουν  να  στενοχωριούνται,   να γκρινιάζουν, να  μαλώνουν, να  φωνάζουν, να  ξεσπούν πάνω  στα αδέρφια της, σ’ αυτήν  με το παραμικρό… Να μη φταίει συνέχεια, να μην  τη θεωρούν υπεύθυνη για όλα. Να μην τη θεωρούν μεγάλη. Να την καταλαβαίνουν, να τη στηρίζουν, να τη συμβουλεύουν, να διώχνουν τους φόβους της. Να την προσέχουν, να τη φροντίζουν, να την αγαπούν.     Ένα χάδι, μια αγκαλιά, αγάπη ήθελε …  Αυτή είναι  το πιο νόστιμο κέικ, γλυκό, φαγητό.  Παλιά οι γονείς της δεν ήταν έτσι. Ξέρει πως  η φτώχεια, η ανεργία τους άλλαξε… Πως αλλιώς  τα είχαν υπολογίσει , αλλιώς η ζωή τους τα έφερε…  Ακούει να μιλάνε για την κρίση, για την κυβέρνηση, τους πολιτικούς που φταίνε, όλους τους πολιτικούς, ακούει να μιλάνε για μνημόνια κι άλλα μνημόνια, φόρους, λογαριασμούς,  μα δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει απ’ αυτά… Το μόνο που ξέρει είναι   πως  αυτή δεν έκανε κάτι κακό, δε φταίει, ούτε τα αδέρφια της φταίνε…

Δεν πάει  άλλο! Πρέπει να αντιδράσει, να κάνει κάτι. Να βρει μια λύση. Ας έβρισκε μια δουλειά…  Θα πάρει μετεγγραφή. Θα  πάει σε σχολείο, Νυχτερινό! Και μετά θα ψάξει  να βρει δουλειά!  Να τους στηρίξει οικονομικά. Θα βάλει αγγελία… Θα ζητήσει μια τίμια δουλειά. Να προσέχει παιδιά, που ξέρει καλά από τα αδερφάκια της,  να φυλάει παιδιά… Τα αγαπάει τόσο τα παιδιά… Όταν μεγαλώσει θα φτιάξει μια όμορφη οικογένεια.  Θα κάνει πολλά παιδιά… Θα μένουν  σε ένα  όμορφο σπίτι με μεγάλο κήπο, με ολάνθιστα  λουλούδια, με πολλά παιχνίδια  και όλο θα παίζουν, θα γελάνε, δε θα μαλώνουν ποτέ…

Ναι θα βάλει αγγελία και θα γυρεύει δουλειά!  Κάποιος θα της προσφέρει δουλειά, θα την εμπιστευτεί… Είναι δυνατόν να βρεθεί κάποιος να της πει πώς είναι μικρή; Μικρή κι ανεύθυνη; Αυτή; Τώρα;

   

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ