Δεν τρώει το σκασμένο;

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Στην ελληνική οικογένεια μια γιαγιά εμφανίζεται στα απρόοπτα, στα δύσκολα, όπως στις αρχαίες τραγωδίες ο από μηχανής θεός


της Μαρίας Λιονάκη


Σε εικονογράφηση παιδικών βιβλίων, παλιών αναγνωστικών, σε αναμνήσεις παιδικές από το βιβλίο της ζωής, σε παραστάσεις λαϊκής τέχνης και αντίληψης, η γιαγιά, πρόσωπο σοφό, ήρεμο και γλυκό, καρτερικό, με φωτοστέφανο τα λευκά της μαλλιά και πρόσωπο αυλακωμένο από δρόμους χρόνων, βάσανα μιας πολυτάραχης, δύσκολης, μα κι όμορφης ζωής, εικονίζεται με απλό ρούχο, ευρύχωρο, ζεστό, να πλέκει, σκεπασμένη με καρό κουβερτούλα, δίπλα στη φωτιά που σιγοκαίει και να διηγείται παραμύθια. Με θεριά, δράκους, μητριές, μα και βασιλόπουλα, πρίγκιπες, άμαξες και χρυσά γοβάκια. Μια φορά κι έναν καιρό… Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Στα εγγόνια της που κρέμονται απ’ τα χείλη της, που λαχταρούν δυο λέξεις, απόσταγμα ζωής και δυο κάστανα ψημένα, δοσμένα με αγάπη απ’ τα ρυτιδιασμένα χέρια. Που ξέρουν μόνο να προσφέρουν. Ενώ έξω ο βοριάς σφυρίζει δαιμονισμένα και τα ζωάκια που αναριγούν παγωμένα ψάχνουν τη δική τους γιαγιά, στην αγκαλιά της να κουρνιάσουν. Να τους πει στη δική τους γλώσσα παραμύθια.

Έτσι εικονίζεται στο διάβα του χρόνου, στην παράδοση και στον πολιτισμό η γιαγιά. Που στην πραγματικότητα της εποχής μας, της πατρίδας μας, της ελληνικής οικογένειας, με τη χειραφέτηση των γυναικών και την κρίση, τις εργασιακές απαιτήσεις, τις πολλές ώρες δουλειάς, εξαντλητικής και χαμηλόμισθης, τις αδυναμίες ανταπόκρισης παιδικών σταθμών, κρατικών μηχανισμών καλείται να παίξει ένα ρόλο αναβαθμισμένο, πολυσήμαντο, πρωταγωνιστικό, απαιτητικό, δυσανάλογο με τα χρόνια της και τις δυνάμεις της. Συνήθως αγόγγυστα.

« Μη νοιάζεσαι παιδάκι μου, εγώ είμαι καλά, πουθενά δεν πονώ, τον εαυτό σου να κοιτάξεις, βλέπω εγώ πως κουράζεσαι…» Κι ας μην έχει η ίδια το βράδυ πως θα βάλει χαλινάρι στη δική της κούραση, πως θα παραμυθιάσει τον πόνο στα πρησμένα απ’ την ορθοστασία πόδια της, τα πονεμένα απ’ το πολύωρο κυνηγητό των παιδιών. Δε σταματάνε τα πουλάκια μου λεπτό, παντού σκαρφαλώνουν. Ευθύνη να είσαι γιαγιά! Η γιαγιά πλάσμα σαν τη μάνα ιερό! Έχει στην ύφανση της ψυχής της, του χαρακτήρα της, μαζί με τη μάνα, στοιχεία που απαντώνται στην Παναγιά στο θρησκευτικό πολιτισμό. Και πρωταγωνιστεί διαχρονικά. Κυρίως όμως Χριστούγεννα, Πάσχα κι ακόμα περισσότερο τα καλοκαίρια…

Την εποχή που το σοβαρό παραμερίζεται λίγο και κυριαρχεί το αστείο . Έτσι και στο δικό μας παραμύθι, μια φορά κι έναν καιρό… Έτσι και στην ακόλουθη εύθυμη προσέγγιση, με αγάπη δοσμένη…

Το καλοκαίρι λοιπόν είναι η περίοδος που έχουν την τιμητική τους τα θαλασσινά, τα καρπούζια, τα πεπόνια, τα παγωτά, τα τζιτζίκια και …οι γιαγιάδες! Η Τασσώ Καββαδία σε αμέτρητες εκδοχές, το ίδιο επίμονες, εξουσιαστικές, οι σύγχρονες Μπουμπουλίνες, Σουλιώτισσες, Μεσολογγίτισσες, οι επτά και όχι μόνο, θανάσιμες πεθερές. Ο εφιάλτης του γαμπρού που αμέσως μετά το μυστήριο του γάμου βλέπει το μυστήριο να έχει παντρευτεί όχι μία, αλλά δύο γυναίκες, που μοιάζουν κιόλας, μάνα και πεθερά. Με τις γνωστές λαϊκές δοξασίες. Ο εφιάλτης της νύφης που ξέρει πως κι ο Πετρετζίκης ο ίδιος να κατέβει από τον ουρανό δε θα το πετύχει σαν την πεθερά της το κοκκινιστό. Γιατί κρατάει η ευλογημένη τα μπαχάρια επτασφράγιστο μυστικό;

Στην ελληνική οικογένεια λοιπόν μια γιαγιά εμφανίζεται στα απρόοπτα, στα δύσκολα, όπως στις αρχαίες τραγωδίες ο από μηχανής θεός. Σαν το Μέγα Αλέξανδρο να λύσει του πυρετού το γόρδιο δεσμό. Με γιατροσόφια, πάππου προς πάππου δοκιμασμένα. Δεν είχαμε εμείς αντιβιώσεις παλιά… Μα ήμασταν σαν ταύροι γεροί. Δεξί χέρι η κάθε γιαγιά, σωτήρας, μπαλαντέρ, άσος στο μανίκι του ελληνικού νοικοκυριού. Παίζει στο ποδόσφαιρο αμυντικός, επιθετικός, κυρίως επιθετικός, μα και τέρμα. Θαρραλέα, σαν έτοιμη από καιρό, όταν κληθεί σαν την άμεση δράση να επέμβει (μα και χωρίς να κληθεί) σε χρόνο ρεκόρ, στο ίδιο ημίχρονο, σκουπίζει, ξεσκονίζει, κατεβάζει τις κουρτίνες, κάνει γενικό, μαγειρεύει έναν μουσακά και φτιάχνει κι ένα σπιτικό γλυκό. Με μπόλικη ζάχαρη. Όχι στέβια, σόγια, κινόα κι άλλες αηδίες. Θαύμα λοιπόν. Δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας, είναι η ατρόμητη, η θρυλική ελληνίδα γιαγιά. Που στην παιδική χαρά, μα και στην παραλία φωνάζει, με φωνή αλώβητη από τα χρόνια και αντιλαλούν οι κάμποι, τα πέλαγα, τα βράχια, μα και τα πίσω βουνά. Πρόσεχε μην πέσεις από την κούνια. Άστο το άλλο παιδάκι, μην το χτυπάς. Μην μπεις πιο μέσα … έχει κύμα! Έχω τυράκι, ψωμάκι, σταφυλάκι (κι άλλα υποκοριστικά) έλα καλύτερα να φας! Κάτσε στη σκιά! Θα ζαλιστείς έτσι που το πας. Δεν ξέρεις εσύ, εμένα να ακούς. Έχουν δει τα μάτια μου εμέναα…

-Φάε, φάε, φάε… φωνάζει και προτάσσει το πιρούνι στο απέναντι μπαλκόνι η θρυλική ελληνίδα γιαγιά. Της γειτονιάς μου. Που ξεδίπλωσε το κουβάρι του σημερινού παραμυθιού. Στο Γιαννάκη τον εξάχρονο φωνάζει, παραγγέλλει, σα λοχίας. Που θα είναι φέτος κοτζάμ μαθητής της πρώτης δημοτικού. Που κάνει στο παρόν προσηλωμένος ποδήλατο, πετάλι. Που αδιαφορεί στο παρόν στις φωνές της γιαγιάς του, αρνείται πεισματικά. Έχουν και τα παιδιά τους λόγους τους, το χαρακτήρα τους. Ο γλυκός μπόμπιρας προσπαθεί στο στενό μπαλκόνι να ξεδιπλώσει το καλοκαίρι του. Με το ποδήλατο να τρέξει στις καυτές πλάκες, σα να τρέχει σε θάλασσες, πεδιάδες και βουνά. Χωράει κοτζάμ καλοκαίρι ενός παιδιού σε στενά μπαλκόνια; Γεμίζει πολύχρωμα μια παιδική ψυχή μόνο με της γιαγιάς τη λαλιά; Της άξιας, μα ηλικιωμένης, κουρασμένης γιαγιάς; Το τραγούδι της θάλασσας, του ανέμου, την ευτυχία της απλοχωριάς τι αντικαθιστά;

-Φάε, φάε, φάε… φωνάζει απ’ το πρωί η γιαγιά. Σε μια μέρα που η ηχορύπανση έχει χτυπήσει κόκκινο. Συνδυασμένη με τους χτύπους της οικοδομής που ανεγείρεται δεξιά. Συνδυασμένη με τα κορναρίσματα από το δρόμο πιο πέρα κι άλλους θορύβους από τα γύρω μπαλκόνια, από παράθυρα ανοιχτά, αποτέλεσμα της φολκλόρ καλοκαιρινής ζωής. Κι όπως κλείνεις το παράθυρο με φόρα, λίγο απηυδισμένα, ιδιωτικά κι ανάβεις το κλιματιστικό, ξεσπάς σαν άνθρωπος κι εσύ για να εκτονωθείς, λες σιγά, με διάθεση σκωπτική και γελάς: « Δεν τρώει το σκασμένο;»

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ