Η ελληνική σημαία και το "σκανδαλάκι"

Γιώργος Κουμάκης
Γιώργος Κουμάκης

Το προσωρινό δικαίωμα στους άριστους μαθητές να κρατήσουν τη σημαία κατά τη συγκεκριμένη αυτή στιγμή τους απονεμήθηκε από την Πολιτεία κατ’ αξία ως αμοιβή και έπαθλο για την εξαίρετη επίδοσή στα μαθήματά τους.

του Γεωργίου Χ. Κουμάκη  


 

            Μεγάλη αναστάτωση και έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις  μεταξύ των κομμάτων και άλλων εξωθεσμικών παραγόντων έχει προκληθεί στις μέρες μας  με αφορμή το νομοσχέδιο, που έφερε προς ψήφιση ο Υπουργός Παιδείας κ. Κ. Γαβρόγλου, με το οποίο καταργείται το πατροπαράδοτο έθιμο σημαιοφόροι στις παρελάσεις των μαθητών των   Δημοτικών Σχολείων κατά τις εθνικές επετείους  να είναι οι άριστοι μαθητές. Αντ’ αυτού θεσμοθετήθηκε η αντικατάσταση των αρίστων με εκείνους, που αναδεικνύονται δια κλήρου, με το σκεπτικό ότι όλοι οι Έλληνες έχουν ίσο δικαίωμα και καθήκον να κρατούν τη σημαία ως εθνικό σύμβολο στις επάλξεις όλων των αγώνων του έθνους.

            Η επισήμανση αυτή είναι όντως ορθή, αν στο παγιωμένο αυτό έθιμο αποδοθεί  ειδικό νόημα, ότι δηλαδή μόνον οι άριστοι μαθητές  έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να φέρουν τη σημαία, ενώ οι υπόλοιποι μαθητές στερούνται αυτό το δικαίωμα. Είναι όμως αυτό το νόημα του εθίμου και έτσι το έχει εκλάβει ο ελληνικός λαός;  Κατά τη γνώμη μου η απάντηση είναι παντελώς αρνητική, αφού πρόκειται για παρερμηνεία και διαστρέβλωση του σκοπού του εθίμου αυτού. Όλοι κατανοούν ότι φυσικά κάθε Έλληνας και κάθε Ελληνίδα έχει όχι μόνον το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να κρατά τη σημαία από τα παιδικά του χρόνια μέχρι τέλους της ζωής του όπως συνέβη και  στο παρελθόν και μάλιστα σε χαλεπούς για την πατρίδα μας καιρούς. Ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί ο ασύγκριτος ηρωισμός  και αυταπάρνηση του βουλευτή Μ. Γλέζου, ο οποίος κατά την επάρατη γερμανική κατοχή ύψωσε την ελληνική σημαία στην Ακρόπολη αψηφώντας τον κίνδυνο, που προερχόταν από τη μανία των ορδών του δικτάτορα Χίτλερ. Ίσως ο κ. Γλέζος να μην υπήρξε ποτέ σημαιοφόρος κατά τη μαθητική του περίοδο. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να αναρτήσει περήφανα την ελληνική σημαία και μάλιστα χωρίς να προσδοκά οποιαδήποτε αμοιβή. Το πνεύμα του νόμου είναι ότι ο άριστος μαθητής, που καλείται να κρατήσει τη σημαία λειτουργεί ως εκπρόσωπος και εκφραστής της θέλησης όλων των συμμαθητών του, κατά τον ίδιο τρόπο που ο αρχηγός ή ο εκπρόσωπος κόμματος αποτυπώνει τη γνώμη ολόκληρου του κόμματος και όχι του συγκεκριμένου ατόμου που λέγει όσα λέγει.

            Το προσωρινό δικαίωμα στους άριστους μαθητές να κρατήσουν τη σημαία κατά τη συγκεκριμένη αυτή στιγμή τους απονεμήθηκε από την  Πολιτεία κατ’ αξία ως αμοιβή και έπαθλο για την εξαίρετη επίδοσή στα μαθήματά τους. Σε όλα τα αγωνίσματα σε όλους σχεδόν τους τομείς της επιστήμης και της τέχνης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα συνηθίζεται να δίδονται έπαθλα. Στους Ολυμπιακούς αγώνες για παράδειγμα διδόταν ως έπαθλο ένα κλαδί ελιάς. Σήμερα τόσο στον κλασικό αθλητισμό όσο και στους ποδοσφαιρικούς αγώνες δίδονται κύπελλα. Η ενέργεια αυτή έχει ως υπόβαθρο την ευγενή άμιλλα για την πνευματική ανάπτυξη και την πρόοδο ατόμων και λαών. Λειτουργεί δηλαδή ως παιδαγωγική αρχή και κίνητρο για την καλύτερη επίδοση του ατόμου προς το καλό. Σε αντίθετη περίπτωση σημειώνεται μαρασμός και αποτελμάτωση.

            Πρέπει ωστόσο να διερευνηθεί αν το έπαθλο της κράτησης της σημαίας έχει κάποια ιδιαιτερότητα και ένα ειδικό βάρος, το οποίο δεν υπάρχει σε κανένα άλλο είδος επάθλου. Θα μπορούσε ίσως να υποστηριχτεί ότι η ιδιαιτερότητα αυτή συνίσταται κυρίως σε δύο πράγματα: 1) είναι η μέγιστη αμοιβή σε σχέση με όλες τις άλλες, διότι με τη  σημαία συμβολίζεται ολόκληρη η πατρίδα, δηλαδή οι πόθοι και οι ελπίδες κάθε έθνους. 2) στην έπαρση της  σημαίας έχουν δικαίωμα και υποχρέωση όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, πράγμα που δεν συμβαίνει στα άλλα είδη επάθλων. Αυτό είναι ένα σοβαρό επιχείρημα υπέρ της θεσμικής αυτής αλλαγής, ότι δηλαδή οι σημαιοφόροι θα καθορίζονται με την κλήρωση , και κατά συνέπεια με βάση την αριθμητική ισότητα και όχι την αξία δηλαδή τη γεωμετρική ισότητα, τουτέστιν την αναλογία. Αυτό παραπέμπει σε ένα είδος δημοκρατίας στην αρχαία Αθήνα, κατά την οποία οι αρχές αναδεικνύονταν δια κλήρου και όχι κατ’ αξία, δηλαδή με εκλογές από τον λαό. Η δημοκρατία αυτή επικρίθηκε σφόδρα τόσο από τον Πλάτωνα όσο και τον Αριστοτέλη.

            Εδώ όμως πρέπει να τεθεί το ερώτημα αν με την κατάργηση των αρίστων ως σημαιοφόρων καταργείται από την Κυβέρνηση και ο θεσμός της αριστείας στις παρελάσεις των δημοτικών σχολείων με την αντικατάσταση των αρίστων από τους κληρωτούς όπως διατείνεται η αντιπολίτευση και ορισμένοι μεγαλοσχήμονες όπως πρώην πρυτάνεις. Ο μόνος αρμόδιος να απαντήσει στο ερώτημα αυτό είναι ο ίδιος ο Υπουργός και η Κυβέρνηση και οφείλουν να το δηλώσουν καθαρά στον ελληνικό λαό. Γεγονός είναι πάντως ότι υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι απονομής επάθλων στους αρίστους. Θα μπορούσε για παράδειγμα να τους απονέμεται γραπτός έπαινος όπως γίνεται στα Γυμνάσια και στα Λύκεια. Το να γίνεται κάποιος άριστος  είναι ένα αξίωμα, για το οποίο δεν υπάρχει αμφισβήτηση στην ιστορία του  φιλοσοφικού στοχασμού από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Αρκεί να αναφερθούν μόνον ο Όμηρος, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Ο Όμηρος είχε δώσει την προτροπή πάντοτε να αριστεύομε και να υπερέχομε από τους άλλους( Ιλιάδα, Ζ 208). Ο Πλάτων( Φαίδ., 99a- b) και ο Αριστοτέλης( Πολιτικά, Α6,1255a19-21)  είχαν πει ότι ο άνθρωπος πρέπει πάντα να προσπαθεί να γίνει καλύτερος. Αυτό είναι κάτι το αυτονόητο. Στο ερώτημα ωστόσο αν πρέπει ή είναι καλύτερο να αποδίδονται έπαθλα στους άριστους δεν υπάρχει ομοφωνία , παρόλο που η συντριπτική πλειοψηφία απαντά θετικά. Ο Θουκυδίδης για παράδειγμα λέγει ότι εκεί, που απονέμονται έπαθλα αρετής, εκεί πολιτεύονται άριστοι άνδρες(Ιστοριών 2, 46, 1,5-6). Ο δε Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι πρέπει να υπάρχουν έπαθλα στους δούλους, ώστε να ελευθερωθούν κατ’ αξίαν(Πολιτικά, Η 10, 1330a32-33).

 Αντίθετα, Ο Νίκος Καζαντζάκης υποστηρίζει στην Αναφορά στον Γκρέκο(580)ότι δεν πρέπει να υπάρχει αμοιβή,  διότι μας «κόβει τα ήπατα», δηλαδή την ορμή για δημιουργία. Η ρήση αυτή του Κρητικού στοχαστή και λογοτέχνη ίσως να ισχύει όχι για τους πολλούς αλλά για ορισμένους ολίγους μόνον χαρισματικούς ανθρώπους, όπως ήταν για παράδειγμα ο ίδιος και ο Μανώλης Γλέζος. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος περίμεναν κάποια αμοιβή για όσους άθλους έκαμαν. Αν συνέδεαν τα κατορθώματά τους με την προσδοκία της αμοιβής, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα μεγαλουργούσαν. Ο Καζαντζάκης όσο ζούσε όχι μόνον δεν έλαβε αμοιβές ανάλογες με τα έργα του αλλά υπέστη και απηνή διωγμό. Δεν έγινε Καθηγητής Πανεπιστημίου και δεν πήρε το βραβείο Νόμπελ. Η αναγνώριση και η αμοιβή ήλθαν αργότερα μετά θάνατον.

Στο επιχείρημα του Υπουργού, ο οποίος κατήργησε το θεσμό να είναι οι αριστούχοι σημαιοφόροι οι πολιτικοί του αντίπαλοι είδαν μια παραφωνία και δυσαρμονία έργων και λόγων, διότι ο ίδιος με «προσωπική του απόφαση» έκαμε χρήση του νόμου της δικτατορίας  να εξαγοράσει τη στρατιωτική του θητεία και απηλλάγη   από την υποχρέωση της στράτευσης που έχουν όλοι οι Έλληνες. Έτσι στερήθηκε ο ίδιος  το δικαίωμα αυτό, ενώ απαλλάχτηκε  από την υποχρέωση να κρατήσει ως απλός στρατιώτης την ελληνική σημαία. Το θέμα αυτό έχει ευρύτερες αρνητικές επιπτώσεις στο κυβερνών κόμμα, διότι ο προκάτοχός του Υπουργός Παιδείας , όταν ήθελε να κάμει μεταρρυθμίσεις στη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών, κατηγόρησε την Εκκλησία της Ελλάδας με το να τους θέσει το ερώτημα: τι έκαμε ο κλήρος κατά την περίοδο της δικτατορίας. Το ερώτημα αυτό κατά μείζονα λόγο θα μπορούσε να απευθυνθεί στον νυν Υπουργό Παιδείας, ο οποίος έκαμε χρήση του ευεργετικού διατάγματος της χούντας σ’ έναν τόσον ευαίσθητο τομέα  της ηθικής. Εύκολα μπορεί να φαντασθεί κανείς τι θα γινόταν, αν τον δρόμο αυτόν τον ακολουθούσε όλη η σπουδάζουσα νεολαία.

Είναι βέβαια προς τιμήν του που έσπευσε να χαρακτηρίσει την πράξη του αυτήν «σκανδαλάκι», πράγμα που σημαίνει ότι αναγνωρίζει το ατόπημά του και αναλαμβάνει ταυτόχρονα και την ευθύνη της ενέργειάς του αυτής. Ονόμασε ωστόσο την κριτική των αντιπάλων του «δολοφονία χαρακτήρων», πράγμα που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ύβρις. Η ορολογία αυτή αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ το 1930. Πρόκειται για μια εξελιγμένη πολιτική στρατηγική των πολιτικών επιτελείων, που χρησιμοποιούν τα πιο σύγχρονα επιστημονικά μέσα, για να εξοντώσουν ηθικά και πολιτικά τον αντίπαλο. Είναι ένας βρώμικος πόλεμος, κατά τον  οποίο χρησιμοποιούνται από τους απατεώνες και τους μαφιόζους αναπόδεικτες φήμες και λοιδορίες. Χωρίς να εξετάζω   αν αυτό ήταν όντως στις προθέσεις των αντιφρονούντων, θα μπορούσε ανεπιφύλακτα να λεχτεί ότι αν πράγματι συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε αυτό θα ισοδυναμούσε με φίμωση της ελεύθερης γνώμης και ένα είδος φασισμού και ολοκληρωτισμού, κάτι δηλαδή ξένο προς τη δημοκρατία. Με δυο λόγια, θα απαγορευόταν παντελώς η κριτική.

Ενδέχεται όμως να μην ισχύουν οι παραπάνω αναλύσεις και ο Υπουργός Παιδείας να είχε άλλα κατά νούν και άλλα να έλεγε στον ελληνικό λαό. Δεν είναι εντελώς απίθανη η παρακάτω υπόθεση. Με το πρόσχημα δηλαδή ότι η σημαία ανήκει σε όλους τους Έλληνες και δεν είναι προνόμιο μόνον των ολίγων  επέφερε τέτοιες αλλαγές, που ευνοούν κατά κάποιο τρόπο τους ψηφοφόρους του κυβερνώντος κόμματος, χωρίς βέβαια στην πραγματικότητα να τους ωφελεί, αφού παραμένει μια λανθασμένη εκτίμηση. Είναι εύλογο μια αριστερή Κυβέρνηση να θέλει να υποστηρίξει τους αδύναμους , τους φτωχούς και τους παραγκωνισμένους από την αδηφαγία και απληστία των πλουσίων, για τους οποίους δεν γνωρίζομε αν απέκτησαν τα χρήματά τους με τίμιο τρόπο.

Σε έρευνες που έχουν γίνει αλλά και από λογικούς συνειρμούς μπορεί ένας καλός γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας εύκολα να συμπεράνει ότι κατά κανόνα οι άριστοι μαθητές προέρχονται  από πλούσιες, μορφωμένες και ευημερούσες οικογένειες για πολλούς λόγους. Οι μαθητές αυτοί έχουν καθημερινά το πρότυπο του μορφωμένου και την οικονομική άνεση να δέχονται ιδιαίτερα μαθήματα. Στην περίπτωση αυτή οι ανεπαρκείς μαθητές, που προέρχονται κυρίως από φτωχιές οικογένειες μένουν πικραμένοι και στενοχωρημένοι. Ο μόνος τρόπος για να εξισωθούν είναι η κατάργηση της αριστείας. Αυτό όμως πλήττει όλους τους μαθητές, διότι  χάνεται η ευγενής άμιλλα και το κίνητρο για γνώση.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ