Ηράκλειο, Χρόνια σου πολλά!

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Νοέμβρης μήνας ταξιδεύει...


της Μαρίας Λιονάκη

Οι δύο πρώτοι μήνες του φθινοπώρου κύλησαν φέτος με εμφανή επίδραση στην τεχνοτροπία τους από το καλοκαίρι. Στη ζωγραφική της φύσης, οι πίνακες, οι εικόνες, οι φωτογραφίες απεικόνιζαν, φωτογράφιζαν  ένα κόσμο βασικά καλοκαιρινό.  Γαληνεμένη η θάλασσα, γαληνεμένος και ο ουρανός!  Τη μέρα ντυνόταν τον ήλιο, το έντονο χρώμα, το φως  και κάθε σούρουπο ρόδινα  χρώματα άναβαν φωτιά στη θάλασσα, στον  ουρανό.  Το ημερολόγιο έμοιαζε να τρέχει προς τα μπρος,  μα όχι κι ο καιρός.  Αυτός έμοιαζε σα να ξεχάστηκε  σε τραγούδι αγαπημένο, σε   χώρο, σε πρόσωπο, σε σχέση που αγάπησε  πολύ και δεν ήθελε  να  αποχωριστεί.  Σα να επισκέφτηκε  σπίτι φίλων, βρήκε  μυρωδάτο καφέ,  κουλουράκια,  κέικ σπιτικό,  γλυκιά κουβεντούλα,  φως ζεστό κεριών, θαλπωρή, μαξιλάρι στον καναπέ μαλακό, βολικό κι έμεινε  εκεί…. Για πάντα να κρατήσει αυτή η ευωχία σκέφτηκε…

Άνθρωποι κάθε ηλικίας  κοίταζαν  στο διάβα του φετινού φθινοπώρου   τον καιρό.   Σκεφτικοί και  παραπονεμένοι.  Από τη μια η φύση ξελόγιαζε, από την άλλη φώναζε το αφεντικό. Από τη μια η θάλασσα, γυναίκα γόησσα,  έκανε νάζια, μη μπορώντας τη μοναξιά, καλούσε τον κόσμο να επιστρέψει,  να μην την απαρνηθεί,   από την άλλη οι υποχρεώσεις ήταν ένας ολόκληρος στρατός. Μετέωρο το μικρό παιδί ανάμεσα  στο έξω , στην αυλή με τα λουλούδια, την άπλα, τον αέρα, το παιχνίδι και στο μέσα, στο  βιβλίο, το διάβασμα, το σχολειό παρακαλεί… Λίγο ακόμα… Μετέωροι  κι οι μεγάλοι ανάμεσα στο παιδί που υπάρχει μέσα τους κι ανάμεσα στον  μεγάλο, τον υπεύθυνο, τον  οργανωτικό… Ανάμεσα στο θέλω και το πρέπει  του καιρού, το δικό τους  , στην πιο δύσκολη πλάστιγγα που γέννησε ποτέ ο κόσμος αυτός…

 Συνοριακά με το μήνα Νοέμβριο άλλαξε ο καιρός.  Φορτώθηκε ξαφνικά με ένα βαρύ φορτίο, χρέος.  Έπρεπε να βρέξει!  Επιτακτικά και σύντομα. Ο  κόσμος διαμαρτυρόταν, ο πατέρας χρόνος τον πίεζε , να ακολουθήσει την παράδοση του έλεγε, πώς αλλιώς…  Η φύση περνούσε το μαρτύριο του Ταντάλου, βασανιζόταν από απίστευτη δίψα,  μιας και δεν έβρισκε επικοινωνία, συνεννόηση με   τον καιρό. Δέντρα, λουλούδια, φυτά υπέφεραν, ξεραίνονταν εδώ και καιρό. Τα χελιδόνια έκπληκτα, αναποφάσιστα  συζητούσαν στον ουρανό. Να φύγουν ή να μείνουν εδώ…  Αγρότες, φυσιολάτρες, ρομαντικοί έκαναν εκκλήσεις προς το Θεό… Κάποιοι  αστειευόμενοι ετοιμάζονταν  να χορέψουν κάποιας φυλής αρχαίας, ινδιάνικο,   θρησκευτικό   χορό που θα έφερνε  στον κόσμο,  μέσα από  τελετουργίες μαγείας,   βρόχινο νερό…

  Έτσι  ο καιρός   αναγκασμένος,  ανακάλεσε την άδεια στα σύννεφα, τα επέταξε,  τα κάλεσε μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία να παρουσιαστούν,  να εργαστούν , μετά από αργία μηνών. Ως εκ τούτου  πριν από λίγες ημέρες  άνοιξε ξαφνικά ο ουρανός…  Έβρεχε… επιτέλους!  Άνοιξαν οι αποθήκες   και   το συσσωρευμένο εδώ και μήνες   νερό,  το αποθηκευμένο στις δεξαμενές του ουρανού ξεχύθηκε ορμητικό…

 Η φύση διψασμένη ρουφούσε αχόρταγα με γερές,  απολίτιστες, ξεδιάντροπες  γουλιές το  λαχταριστό, ζωογόνο, δροσερό,  ευλογημένο  νερό να χορτάσει  τη δίψα μηνών. Ο ουρανός αγέλαστος, μελαγχολικός , κατά παραγγελία σοβαρός ,  έβγαλε από τη ναφθαλίνη και φόρεσε το κουστούμι το σκούρο, το παλιομοδίτικο, το ξεχασμένο στη ντουλάπα εδώ και καιρό.   Η θάλασσα προσάρμοσε χρώμα και συμπεριφορά   στο νέο καθεστώς , άφησε νικημένη, προσβεβλημένη  στην άκρη κουνήματα  και σκέρτσα.  Στην άκρη των φύλλων, των πράσινων, των κίτρινων,  φώλιασαν οι σταγόνες την ίδια στιγμή που πετούμενα και ζώα έψαχναν αιφνιδιασμένα φωλιά,   καταφύγιο, σπίτι στεγνό.

Σύγκαιρα  όλος ο κόσμος πάγωνε εργασία, ασχολίες ,  νικημένος, υποταγμένος κι αυτός από  ένα νιόφερτο νοσταλγικό   ρομαντισμό. Γερτό το κεφάλι στο τζάμι του παραθύρου  με βλέμμα ίδιο με του Οδυσσέα, όταν κοιτούσε  το πέλαγος,  απ’ το νησί της Καλυψώς  παρατηρεί τους  δρόμους  που χαράσσει το νερό, μετράει σταγόνες, σα να μετρά όνειρα, προσδοκίες, επιθυμίες… Στα κάγκελα του μπαλκονιού   οι σταγόνες πιασμένες χέρι χέρι  μοιάζουν με παιδάκια σε σειρά  παιχνιδιού  ή σε χορό, μοιάζουν με   κρίκους αλυσίδας δεμένες στον ίδιο ζυγό….

Κι όμως μέσα σε λίγες μέρες, στα μονοπάτια του Νοέμβρη πια,   έχει ανατραπεί εντελώς αυτό το σκηνικό… Την ίδια ώρα που κυβερνητικός αέρας σήκωσε από τη θέση τους υπουργούς  για να καθίσει άλλους στα υπουργεία της χώρας , την ίδια ώρα που στη χώρα που ανακάλυψε ο Κολόμβος έπνεε αέρας  προεκλογικός , ο καιρός  αποδείχτηκε   απείθαρχος, επαναστατικός ανατρεπτικός!  Σα να μην άντεχε αυτός  τα πρέπει, τις καθ’ υπαγόρευσιν εντολές,  σα να του έπεσε βαρύ το κουστούμι το χειμωνιάτικο, το σοβαρό.  Βγήκε από τις ράγες της συνήθειας και επέστρεψε σε ένα τοπίο ανοιξιάτικο ή καλοκαιρινό, δήλωσε πιστός σε ένα αρχαίο  θεό που… « Τους δρόμους παίρνει  νυχτωμένος, ξένιος παλιά και τώρα ξένος . Βρίσκει χαμένους  Μινωίτες και κάτι χούφταλα Κουρήτες .  Για φίλους και γνωστούς ρωτάει μόνο γι’ αγάπες δε μιλάει. Κι είναι το μόνο που τον σώνει  μια δοξαριά του Ψαραντώνη ... Στήνει τη βίγλα του στο Κάστρο  και του νοτιά ανάβει τ` άστρο…»  (Μιλτιάδης Πασχαλίδης )


 « Θυελλώδεις νοτιάδες πνέουν  στις θάλασσες με το λιμεναρχείο να ζητά να προσδεθούν ασφαλέστερα τα πλοιάρια στο λιμάνι του Ηρακλείου. Οι άνεμοι  σε συνδυασμό με τις αυξημένες θερμοκρασίες  καθιστούν  αυξημένο τον  κίνδυνο εμφάνισης  πυρκαγιάς…» ανακοινώνει   βαρυσήμαντα, με σοβαρή   χροιά στη φωνή  η παρουσιάστρια  στο δελτίο ειδήσεων το ραδιοφωνικό, θέλοντας  να προειδοποιήσει  τον κόσμο για την αλλαγή αυτή στου καιρού το σκηνικό…

Στο τραγούδι της φύσης   τώρα  κυριαρχούν αλλιώτικοι στίχοι … Ο ουρανός θολός,  σκονισμένος,  κλείνει τα μάτια  για να μη δακρύσει, μην  κλάψει,   ο ορίζοντας  αναζητεί ευκρίνεια, το τοπίο δεν είναι ορατό.   Ξερά φύλλα αποχωρίζονται από  δέντρα συγγενείς και ταξιδεύουν σαν μικρά αερόστατα στον ουρανό. Μοιάζουν  με ευχές  εγκάρδιες, μυστικές  που ταξιδεύουν με συγκεκριμένο προορισμό     ή με όνειρα που δε συνάντησαν  ακόμα  ούριο καιρό… Τα κλαδιά των δέντρων  κάνουν μετάνοιες,  υποκλίνονται ευλαβικά στην ανώτατη εξουσία που τα εξουσιάζει, στη δύναμη που διαιωνίζει στον κόσμο αυτό τη ζωή… Ο  δυνατός αέρας, ο θυελλώδης νοτιάς,  εγωιστής  παρενοχλεί τη θάλασσα, αλλάζει θέση στα ελαφριά αντικείμενα, κόμμωση στην πράσινη γη. Φέρνει στην ποδιά μας,   ως δώρα,  λουλούδια βουκαμβίλιας ,  κόκκινα , ελαφριά και  σπρώχνει τους ανθρώπους να  συναντηθούν, να αγαπηθούν, να έρθουν επιτέλους πιο κοντά.   

Υψηλές θερμοκρασίες έσπασαν το ημερολογιακό κοντέρ  την ίδια ώρα που ο γυναικείος, επιφορτισμένος περισσότερο  με τα πρέπει του σπιτιού  πληθυσμός ,κοίταζε τα  νεοεγκατεστημένα χαλάκια σκεπτικός...

 «Νοέμβρης μήνας με καράβι ταξιδεύει ,  Χανιά-Ηράκλειο και κόλπο Μιραμπέλου, του Μεθυστή τα πανηγύρια μνημονεύει , Αγίου Μηνά και Μιχαήλ του Αρχαγγέλου…»τραγουδά ο Παντελής Θαλασσινός για  το Νοέμβρη που περπατά …Το Νοέμβρη   που στροβιλίζει στον αέρα ξεραμένα φύλλα και  ζωντανά, φρέσκα   όνειρα.  Το Νοέμβρη  που εξακολουθεί να είναι ζεστός, φιλικός.  Που εγκαινιάζει ένα κλίμα προσμονής,  χριστουγεννιάτικο, εορταστικό , αταίριαστο  σχεδόν κλίμα… 

Που φέρνει άμεσα  τη γιορτή του Αγίου Μηνά, του πολιούχου προστάτη αυτής της πόλης, της πόλης που γιορτάζει … Ηράκλειο Χρόνια  σου πολλά!

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ