Καλές διακοπές κι...ευτυχισμένο το νέο έτος!

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

«Φεγγάρι πόσα μυστικά δε σου ‘χω ειπωμένα. Να μη σ’ ακούσω μια φορά να μολογήσεις ένα;»

της Μαρίας Λιονάκη

-Μπορείς να μου πεις πού ήσουν, τι έκανες και δεν σήκωνες το τηλέφωνο τόση ώρα; Κακόβαλα, νόμιζα ότι έπαθες κάτι…

-Σε δεξίωση  ήμουν, γιόρταζα!
- Γιόρταζες;  Τι ακριβώς  κοπέλα μου; Το μετάλλιο σου σε αγώνες, υποτροφία για το Χαρβαρντ  ή διευθυντική θέση σε εταιρεία κολοσσό; ‘Η μήπως πήρες το Oscar για την καινούργια σου ταινία και δεν το ξέρω  κι ετοιμάζεσαι, έμπλεη ευτυχίας και συγκίνησης, να ανέβεις στη σκηνή και να ευχαριστήσεις τη μαμά  σου, τον μπαμπά  σου,  τον παραγωγό της ταινίας και μένα;
-Χρόνια πολλά φιλενάδα.  Καλή χρονιά! Ευτυχισμένο το νέο έτος. Υγεία, προκοπή και  αγάπη.  Κυρίως αγάπη. Για όλο τον κόσμο. Εδώ, εκεί, παραπέρα, ολούθε. 
-Αα, είναι σοβαρό! Δε νιώθω καλά… Δεν την βλέπω την υγεία, ούτε την προκοπή με σένα. Αρχές Αυγούστου, με το καλοκαίρι και την Πανσέληνο να μεσουρανεί, καταμεσής καύσωνα, με τα τζιτζίκια να έχουν πάθει ντελίριο, τι είναι αυτά που μου εύχεσαι; Σημάδι για αλτσχάιμερ είναι όλο αυτό, η μήπως σε επισκέφτηκε η άνοια η γεροντική;
-Ποια; Η άνοια; Από τώρα; Η κυρία Τούλα η γειτόνισσα με επισκέφτηκε. Μου έφερε, να είναι καλά η γυναίκα, δροσερό γλυκό ψυγείου, με ζελέ φράουλα και μπισκότα. Το έχω φάει ήδη! Μούρλια ήταν.
-Όχι που δε  θα το είχες φάει...Αφού δε σου έφερε κουραμπιέδες και μελομακάρονα  η γυναίκα πάλι καλά. Θα μου πεις τώρα,  τι ήταν όλα αυτά που μου ευχήθηκες πριν,  για την καινούργια χρονιά και προς τι τόσο  κέφι και  γιορτή; Άντε γιατί ανησυχώ…
-Αφού μου διέκοψες στη μέση το «Πάει ο παλιός ο χρόνος»,  τόσο επίμονα, άντε να σου πω. ‘Έβλεπα τηλεόραση, γλυκιά μου κοπέλα,  πριν με θυμηθείς  νυχτιάτικα. Την αγαπημένη μου σειρά, τη χειμωνιάτικη. Σε επανάληψη. Οι ήρωες είχαν φορέσει τα καλά τους ρούχα, από διαλεχτά υφάσματα φτιαγμένα. Οι γυναίκες φορούσαν φορέματα από βελούδο ή μετάξι, μακριές τουαλέτες που τόνιζαν τη μέση και το μπούστο. Τις είχαν συνδυάσει με ψηλοτάκουνα παπούτσια, κυρίως από λουστρίνι, κοσμήματα που ακτινοβολούσαν φως και λάμψη, όμορφα χτενίσματα και άψογο μακιγιάζ. Κάποιες  φορούσαν και επίσημα καπέλα. Οι άντρες  ήταν ντυμένοι πιο απλά. Φορούσαν ακριβά κοστούμια, καλοσιδερωμένα πουκάμισα, καλογυαλισμένα παπούτσια, γραβάτες ή παπιγιόν. 
-Κι εσύ τη πυτζάμα σου να φανταστώ…
-Σταμάτα να ειρωνεύεσαι και να διακόπτεις. Ήταν  μια κατεξοχήν χειμωνιάτικη νύχτα. Τελευταία του Δεκέμβρη. Η βροχή που μαστίγωνε τα δέντρα, που  έπεφτε καταιγιστικά λίγο πριν,  είχε σταματήσει. Ο αέρας, ο θυμωμένος βοριάς  είχε κοπάσει. Μια ομίχλη διάφανη,  μια πάχνη  αραιή  πλανιόταν σαν μετάξι  πάνω από την φωταγωγημένη πόλη.  Ένα κρύο δριμύ, διαπεραστικό, ανελέητο, ίδιο με της βραδιάς των Χριστουγέννων που γεννήθηκε  ο Χριστός έκανε τα σώματα των βιαστικών περαστικών, στους δρόμους  να ανατριχιάζουν και να σφίγγονται σε ζεστά παλτά και κασκόλ. 
-Θεέ μου τι ακούω με τέτοια ζέστη… Και μετά κοκόνα μου, τι έγινε μετά στο έργο σου;
-Οι ήρωες βρέθηκαν σε μια ζεστή αίθουσα δεξιώσεων. Με αστραφτερούς πολυέλαιους, βαριές κουρτίνες, κόκκινα χαλιά, σκαλιστά έπιπλα, μαρμάρινα πατώματα. Γιορτινά στολισμένη. Η ορχήστρα σκόρπιζε αισθησιακές μουσικές, τα σώματα λικνίζονταν ελαφριά , οι ποδόγυροι των φορεμάτων κινούνταν με χάρη, υπακούοντας στις ρομαντικές νότες… Τότε σταμάτησε απότομα η ορχήστρα να παίζει μουσική κι  άρχισαν όλοι να μετράνε αντίστροφα, να αγκαλιάζονται , να εύχονται, να φιλιούνται συγκινημένοι, να τραγουδάνε χαρούμενοι: Πάει ο παλιός ο χρόνος…
-Τώρα κατάλαβα, έτσι εξηγούνται οι ευχές. Χρόνια πολλά αγαπημένη μου, καλοτάξιδο το νέο έτος!   Ειρηνικό, δημιουργικό. Άντε και καλά Φώτα. Και στις επτά που γιορτάζει ο άντρας μου, μην ξεχάσεις να έρθεις και να  κρατάς  και δώρο.
-Ευχαριστώ για τις ευχές,  δε θα  το ξεχάσω.  Έτσι κι αλλιώς είχα σκοπό να του πάρω του άντρα σου  ένα δώρο. Σαν ανταμοιβή, επιβράβευση από μένα, την καλύτερη σου φίλη. Που υπομένει,  βαστάει γερά, σε αντέχει. 
Αύγουστος. Των τηλεοπτικών επαναλήψεων, των αδειών, των διακοπών. Της μεσημεριανής σιέστας,  όταν    ο ήλιος με το κοντάρι του ανελέητα τρυπάει  τη γη. Των απογευματινών ρεμβασμών, όταν οι κόποι μειώνονται,   η δύναμη σώνεται  και  οι σκέψεις σεργιανάνε ελεύθερες, πιασμένες αγκαλιά με τις επιθυμίες και τα  ανεκπλήρωτα πάνω στη γη.  Όταν ο ουρανός και η θάλασσα καταργούν τα σύνορα τους, εξαφανίζουν κάθε διαχωριστική γραμμή, υποκύπτουν  και δίνουν το πιο βαθύ φιλί.  Καθώς ανατέλλει το φεγγάρι  και μέσα στη γιορτή του, την πληρότητά του αστραποβολεί...
 Κομμάτι από ύφασμα βελούδο, δέρμα λουστρινένιο, κόσμημα χρυσό. Νότα ρομαντική, χορός σαγηνευτικός.   Ολοστρόγγυλο το σμίλεψε επιτήδειος μάστορας. Το έξυσε, το σκάλισε, του φύτεψε ανάγλυφα λουλούδια, ξόμπλια. Μια νεράιδα  το περιέλουσε με χρυσόσκονη, το έκανε φεγγάρι μάγο, γητευτή. Τα άστρα,  του φέγγουν  να περπατά στον ουρανό , να σκαρφαλώνει βουνά, να  διασχίζει πεδιάδες, λαγκαδιές, να λούζεται σε λίμνες, να βυθίζεται σε θάλασσες… Στο κέντρο του ανάβουν πόθοι, όνειρα,  ένα πελώριο κερί. Φεγγάρι εχέμυθο,  μπιστικός μάρτυρας ερώτων, σύντροφος της μοναξιάς.  Απαράμιλλο, ασύγκριτο,  συναγωνίζεται τον ήλιο αυτή την εποχή.
 « ‘Ήλιε κι αν είσαι λαμπερός, δεν έχεις άλλη χάρη, γιατί  ο σεβντάς συναλλαγές έχει με το φεγγάρι»
 «Κι ο πιο μεγάλος έρωτας με το φεγγάρι μοιάζει, κάνει κι αυτός τον κύκλο του, γεμίζει και αδειάζει.»
«Φεγγάρι πόσα μυστικά δε σου ‘χω ειπωμένα. Να μη σ’ ακούσω μια φορά να μολογήσεις ένα;»

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ