Καλοκαίρι σε γραμμή πλεύσης

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Μα και τον έρωτα τολμήσαμε και βάλαμε στο περιθώριο αυτή την εποχή, ενόψει πολιτικών debate και παθών; Πόσο αποπροσανατολιστήκαμε πια; Τον έρωτα;

της Μαρίας Λιονάκη

«Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους Της γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά σιγά Και πλάι απ' το νερό που στάζει συλλαβίζοντας Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο! (…)

Ω σώμα του καλοκαιριού γυμνό καμένο Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!» Οδυσσέας Ελύτης

Καλοκαίρι σε γραμμή πλεύσης. Που γεννήθηκε, δηλώθηκε στο ληξιαρχείο, όπου να ‘ναι θα σαραντίσει, μα κανείς δεν του έδωσε σημασία. Κανένας δεν έδωσε μπαξίσι στη μαία, κανένας δεν το νταντεύει, δεν το κανακίζει, δεν του νανουρίζει τις νύχτες. Τις φεγγαρόλουστες, με το ασημί νιογέννητο φως. Με το φεγγάρι καρφίτσα στο πέτο του ουρανού. Συλλαβή στο νανούρισμά του. Κλαίει, ξανακλαίει το άμοιρο, κουνά και ματακουνά τα αλαβάστρινα χεράκια, τα αγαλματένια ποδαράκια, σουφρώνει τη μυτίτσα, τρεμοπαίζει τα χειλάκια-φυλλαράκια , να βυζάξει λίγη αγάπη, στοργή λαχταρά, στην ανατολή της ζωής του. Μα οικείοι, συγγενείς και φίλοι, ανοίκειοι αποδεικνύονται. Περί άλλα τυρβάζουν. Άλλα με πάθος κουβεντιάζουν. Τη γλώσσα της Βαβέλ, την πολιτική. Κι είναι το παράπονο του θάλασσα μαβιά χειμωνιάτικης μέρας. Κι είναι το παράπονο του νύχτα. Κι άγριο πουλί. Λουλούδι που δεν άνθισε. Κι αέρας… Αφήνει για να μας δελεάσει λίγη θάλασσα, λίγη άμμο το νιογέννητο καλοκαίρι στα σκαλοπάτια μας, κρύβει τα βράχια, τα βουνά μη φοβηθούμε, λιποψυχήσουμε να τα ανεβούμε, ζωγραφίζει τα πιο όμορφα, μενεξεδιά ηλιοβασιλέματα στο πίνακα της φύσης, του ουρανού τα απογεύματα, μα τίποτα εμείς. Σπρώχνει τον ήλιο ολόλαμπρο σε πρώτο πλάνο, με τις ηλιαχτίδες χρυσά κοσμήματα στο λαιμό του, τον ήλιο μαρκίζα ξέγνοιαστης ζωής, τάζει διακοπές, γεμίζει τα βάζα με λουλούδια, στρώνει τα εμπριμέ κλινοσκεπάσματα στους αγρούς, τα δροσερά αστροκεντημένα σεντόνια τις νύχτες, μα το φρούριο της καρδιάς μας παραμένει απόρθητο. Περιχαρακωμένο. Βράχος, βουνό. Γιατί; Τόση περιφρόνηση και καταφρόνια γιατί; Κουβεντιάζουν στις βεγγέρες τους, τις πράσινες αγρύπνιες, τα λευκά γιασεμιά. Που θεωρούν μάταιο να μοσχομυρίσουν. Τα αθώα, ανυστερόβουλα, αληθινά γιασεμιά. Τα μη πολιτικοποιημένα. Μα και τα τριζόνια στα χωράφια του ουρανού το ίδιο θέμα συζητάνε. Ανόρεξα κι αυτά να ηχήσουν. Κι οι γλάροι στα χωράφια της θάλασσας και του ουρανού. Τον βαρύ κι ασήκωτο χαρακτήρα μας κρίνουν. Τον εγωισμό μας. Πως είμαστε ακατάδεχτοι λένε. Αγνώμονες. Να δεις που, ως και τα τζιτζίκια τα μεσημέρια που ξελαρυγγίζονται με μας τα έχουν. Πορεία διαμαρτυρίας πραγματοποιούν. Για το καλοκαίρι που δεν πρωταγωνιστεί στη ζωή. Πως μάταια εργάζονται. Απλήρωτος ο κόπος τους.

Κι ο άγιος Υάκινθος παραπονεμένος είναι. Αυτός που ήταν αρχικά θεός της βλάστησης και τις γονιμότητας , που είναι πρωταγωνιστής στα Υακίνθεια, που εξελίχτηκε και διευρύνθηκε σε θεό της ανάμνησης των ερωτικών αισθημάτων και της προσδοκίας τους, της μοναξιάς και του συγκρατημένου πάθους. Είχε που μας είχε άχτι που δεν τηρούμε τις παραδόσεις, που δεν υποστηρίζουμε τον πολιτισμό μας, την εθνική μας ταυτότητα, που κάνουμε τσαλίμια, δωράκια, λουλουδάκια στις δεκατέσσερις Φεβρουαρίου, που προτιμάμε τον ξενόφερτο, Άγιο Βαλεντίνο απ’ αυτόν (Που και τι καλύτερο έχει ; Που σιγά και το όνομα… ) Τώρα είναι πιότερο θυμωμένος. Εγώ αμφιβάλλω αν ξανάρθει. Μα και τον έρωτα τολμήσαμε και βάλαμε στο περιθώριο αυτή την εποχή, ενόψει πολιτικών debate και παθών; Πόσο αποπροσανατολιστήκαμε πια; Τον έρωτα; Που είναι το καλύτερο debate; Γι’ αυτό έγινε ο σεισμός. Μπας και αφυπνιστούμε, επανέλθουμε, θυμηθούμε…

« Έτσι μιλώ για σένα και για μένα…

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο

Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά

Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά

Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες

Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει

Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει

Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ

Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ

Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει.» Οδυσσέας Ελύτης

Καλοκαίρι σε γραμμή πλεύσης. Εκεί πλέει το τρελοβάπορο η Ελλάδα. Χρόνια τώρα, με χίλιους καπεταναίους…

«Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα-μάινα»

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο

Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε

κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα. » Οδυσσέας Ελύτης

Κι όπως το καλοκαίρι αισθάνεται ακυρωμένο, κι όπως πολλοί νιώθουν ακυρωμένοι, διαψευσμένοι, μπερδεμένοι από τις λογής λογής πολιτικές θεωρίες, εξαγγελίες κι ενώ το θερμόμετρο το πολιτικό κοντεύει να σπάσει κι οι συζητήσεις, οι όχι πάντα ήπιες έχουν κορυφωθεί, ας διατηρήσουμε όλοι ψυχραιμία και νηφαλιότητα, ας κουβεντιάσουμε ήρεμα κι απλά, αδερφέ μου. Ας αποφύγουμε διαπληκτισμούς, αντιδικίες, διαξιφισμούς. Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών το καράβι Ελλάδα δε βουλιάζει. Γιατί έχει μάθει να στηρίζεται στους ναύτες του. Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, ας δουλέψουμε όλοι μαζί την επομένη, με σύμπνοια κι αλληλεγγύη για της κοινωνίας μας, της πολύπαθης χώρας μας την προκοπή. Το χρωστάμε σε μας, μα κυρίως στους νέους μας, στα παιδιά μας.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ