Καζαντζάκης και ψυχανάλυση

Δημήτρης Μιμής
Δημήτρης Μιμής

Με την Ψυχανάλυση ο Καζαντζάκης πρωτοήρθε σε επαφή το 1922 σε ηλικία 39 ετών, όταν εγκαταστάθηκε στη Βιέννη για μερικούς μήνες.

Του Δημήτρη Μιμή *

                                                                                  

Με την ευκαιρία, της ημέρας γέννησης του μεγάλου κρητικού συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη, το Σάββατο 18 Φεβρουαρίου, επιθυμώ να γράψω ελάχιστα λόγια, όχι γενικά για το έργο του, αλλά ειδικά για ένα μέρος αυτού που δεν έχει ακόμα μελετηθεί επαρκώς  και αυτό  είναι η σχέση του με την επιστήμη της ψυχανάλυσης.
 Πέρα από τις υπαρξιακές και Θείες αναζητήσεις του, που μέχρι σήμερα έχουν μελετηθεί από φιλοσόφους, φιλολόγους, θεολόγους, ο Νίκος Καζαντζάκης έχει μελετήσει και εμπλέξει στα έργα του και την ψυχανάλυση. Σαφώς επηρεασμένος από την τότε νέα επιστήμη, στις αρχές του περασμένου αιώνα, όπως  και άλλοι μεγάλοι συγγραφείς σαν τον Thomas Mann, τoν Arthur Schnitzler, τoν Herman Hess κ.ά., ο  Καζαντζάκης μας έδωσε θαυμαστά έργα, όπως “ O Χριστός Ξανασταυρώνεται” ,”Το Συμπόσιον” , η “Ασκητική”,  “ο Τελευταίος Πειρασμός” κ.ά.
Με την Ψυχανάλυση ο Καζαντζάκης πρωτοήρθε σε επαφή το 1922 σε ηλικία 39 ετών, όταν εγκαταστάθηκε στη Βιέννη για μερικούς μήνες.  

Στη Βιέννη, λόγω του εκζέματος που εμφανίστηκε στο πρόσωπό του, λόγω των ενδοψυχικών συγκρούσεων που του παρουσιάστηκαν   κατά  τη γνωριμία του σε κινηματογράφο της πόλης με τη Φρίντα, επισκέπτεται τον γνωστό ψυχαναλυτή Wilhelm Stekel αφού προηγουμένως είχε επισκεφτεί άλλους γιατρούς διαφορετικών ειδικοτήτων και δε βρήκε θεραπεία. Γρήγορα γοητεύεται από την ψυχανάλυση και την ασπάζεται και αυτό μάς γίνεται γνωστό από τις επιστολές προς την πρώτη του γυναίκα του Γαλάτεια, όπου περιγράφει τις επισκέψεις του στον ψυχαναλυτή αλλά και τη μελέτη που πραγματοποίησε σε ψυχαναλυτικά κείμενα του S.Freud και W.Stekel και άλλων επιφανών ψυχαναλυτών. Πλήρη περιγραφή για την επίσκεψη αυτή υπάρχει στο “Αναφορά στον Γκρέκο”. 
Αργότερα, το 1955 και προς το τέλος της ζωής του θα γνωριστεί με τη Μαρία Βοναπάρτη, ψυχαναλύτρια, μαθήτρια του S.  Freud, η οποία μάλιστα θα του δωρίσει έναν ντορβά έργα της όπως αναφέρει η δεύτερη γυναίκα του Ελένη Σαμίου στον "Ασυμβίβαστο", όταν τον επισκέφτηκε στο σπίτι του στην Antibes της νότιας Γαλλίας από όπου δέχτηκε νέους ψυχαναλυτικούς επηρεασμούς.
 Τα έργα  που δώρισε η Μαρία Βοναπάρτη στον Καζαντζάκη βρίσκονται  σήμερα στην αίθουσα Καζαντζάκη στο Ιστορικό Μουσείο Ηρακλείου και είναι τα κάτωθι :  “ A _la  Memoire  de Disparus “, “ De la Mort et des Fleurs “, “ Chronos, Eros, Thanatos “,  “ Monologues devant la Vie et la Mort “,” Printemps sur mon jardin “ και άλλα πολλά. (Η Μαρία Βοναπάρτη ήταν εκείνη που με μια μικρή ομάδα Ελλήνων ψυχαναλυτών δημιούργησε το 1950 την πρώτη ψυχαναλυτική οργάνωση στην Ελλάδα).
Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι ο Καζαντζάκης ουδέποτε σταμάτησε να παρακολουθεί, και να  μελετά την επιστήμη της ψυχανάλυσης.
Ο αναγνώστης που έχει μελετήσει Ψυχανάλυση και έχει διαβάσει προσεκτικά τα έργα του Καζαντζάκη θα διαπιστώσει ότι μέσα σ’ αυτά βρίσκεται πληθώρα ψυχαναλυτικών εννοιών που έντεχνα ο συγγραφέας προσαρμόζει στα λογοτεχνικά του κείμενα και είναι άξια μελέτης από επιστήμονες ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών.
Την εποχή αυτήν που ο Καζαντζάκης μελετά ψυχανάλυση, στην Ελλάδα δεν έχει αναπτυχθεί ακόμα κανένα ψυχαναλυτικό κίνημα. Το κλίμα είναι αρνητικό για τη νέα επιστήμη  και τον  πατέρα της (τον S. Freud)   και δεν είναι έτοιμο να δεχθεί πρωτοβουλίες σ’ αυτό το θέμα.
Φαίνεται ότι η σχέση της Ελλάδας με την ψυχανάλυση ξεκίνησε παράλληλα με τη γνωριμία του Καζαντζάκη με την επιστήμη αυτή.
Στην Ελλάδα δεν είχε υπάρξει ακόμα καμία κίνηση σχετικά με τη νέα επιστήμη παρά μονάχα μεμονωμένες διαλέξεις και άρθρα που την φέρνουν στην επικαιρότητα. Πέρασαν αρκετά χρόνια έως ότου εμφανιστεί η πρώτη ομάδα εργασίας στην ψυχανάλυση. Φυσικά ο Καζαντζάκης δεν ήταν μέλος της ομάδας αυτής, αλλά ούτε είχε σκοπό να ενταχθεί σ΄ αυτή,  η οποία προσπάθησε να αναγνωριστεί με τη βοήθεια της Μ. Βοναπάρτη από τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση.
 Όμως, λόγω της  πληθώρας ψυχαναλυτικών εννοιών, που εμπεριέχονται στα κείμενα του Καζαντζάκη, μπορούμε να τον  τοποθετήσουμε χρονικά ως τον πρώτο Έλληνα λογοτέχνη που έντεχνα ενέπλεξε την ψυχανάλυση στα έργα του.
Φαίνεται, ότι με τον επηρεασμό της ψυχανάλυσης,  ο λόγος του Καζαντζάκη έγινε  πολύ ισχυρός και όταν μάλιστα, μέσω αυτού, προωθεί ιδέες που το περιβάλλον  δεν είναι ακόμα ώριμο να τις δεχτεί, ιδέες όπως αυτές της ψυχανάλυσης, τότε το 1955, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος θα ζητήσει από την Εισαγγελία Αθηνών ν’  απαγορευτούν ορισμένα έργα του Καζαντζάκη, ειδικά “ O Τελευταίος Πειρασμός “, γιατί θεωρεί  ότι είναι συντεταγμένα με τις εμπνεύσεις του S. Freud. Τότε με παρέμβαση της φίλης του Μαρίας Βοναπάρτη, η απαγόρευση αυτή δεν επετεύχθη. 
Στο έργο του “ Αναφορά στον Γκρέκο “ στο κεφάλαo   “Ο Ζορμπάς “ στη σελίδα 441,  αναφέρει  ανθρώπους που άφησαν βαθειά τα χνάρια τους στην ψυχή του. Ξεχωρίζει τον Όμηρο, τον Βούδα, τον Νίτσε, τον Μπέρξον  και τον Ζορμπά. Σε άλλα κείμενα αναφέρει ακόμα, τον Χριστό και τον Λένιν. Όλοι αυτοί θα συμβάλουν στη διαμόρφωση των γνώσεων , της προσωπικότητας αλλά και στο περιεχόμενο των έργων του όσον αφορά στην ύπαρξη του ανθρώπου  και του Θεού. 
Θεωρώ ότι o Καζαντζάκης,  πέρα από  τα πρόσωπα που αναφέρει ότι τον επηρέασαν στη ζωή και στο έργο του, τον επηρέασε αντίστοιχα και ο ψυχαναλυτής S. Freud. Την επιρροή αυτή δε μας την αναφέρει, παρά μονάχα στις επιστολές του προς την πρώτη του γυναίκα τη Γαλάτεια,  κάνει αναφορές σχετικά με την ψυχανάλυση. Μέσα στα έργα του όμως βρίσκουμε,  σε πρωτόλεια  μορφή, αρκετές ψυχαναλυτικές έννοιες και τεχνικές ομαδικής ψυχοθεραπείας, που ο ειδικός μπορεί να μας τις αποκαλύψει. Να σημειώσουμε ότι η επαφή του Καζαντζάκη με την ψυχανάλυση πραγματοποιήθηκε το 1922, τέσσερα χρόνια πριν την επαφή του  ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου  το 1926 στο Παρίσι. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ποιητής για όσους δεν γνωρίζουν, γοητεύτηκε από το κλίμα των ιδεών της ψυχανάλυσης και οδηγήθηκε σε προσωπική ανάλυση. Το 1935 ξεκίνησε την άσκηση του ψυχαναλυτικού επαγγέλματος. Αργότερα το 1950 μαζί με τη Μαρία Βοναπάρτη και άλλους  κάνουν μία απόπειρα να συστήσουν  την πρώτη ψυχαναλυτική εταιρία στην Ελλάδα χωρίς η προσπάθεια αυτή να ολοκληρωθεί, όμως  αναγνωρίστηκε  ως ομάδα εργασίας. 
Ας δούμε τώρα μερικά στοιχεία που μας οδηγούν στην διαπίστωση που κάναμε για τη σχέση του Καζαντζάκη με την ψυχανάλυση αλλά και αυτά που χρησιμοποιεί στα έργα του.  
Στην αρχή της έρευνάς του για την ψυχανάλυση, ο Καζαντζάκης ήταν αρνητικός για τη θεωρία αυτή, πάντα βέβαια με μαρτυρίες δικές του ( Αναφορά στον Γκρέκο ).  Στη  συνάντηση με τον ψυχαναλυτή W. Stekel για τη θεραπεία του εκζέματος που αντιμετώπιζε στο πρόσωπο ήταν απορριπτικός στη θεωρία του, τον μίσησε όπως γράφει και δεν του επέτρεψε να εισχωρήσει στο ασυνείδητό του. Ο Καζαντζάκης χρησιμοποίησε τις αμυντικές λειτουργίες του έτσι που να μην επιτρέψει στον θεραπευτή του να μάθει  τα μυστικά του,  παραβιάζοντας  τις  “μανταλωμένες πόρτες “ και να εισχωρήσει μέσα του.
Σ΄ αυτήν τη συνεδρία, ο Καζαντζάκης δε θα τα πει όλα, κυρίως δε θα πει τα τρέχοντα θέματα, δηλαδή την επιθυμία του για τη Φρίντα.
O ψυχαναλυτής όμως οφείλει να βγάλει συμπεράσματα από τα κατάλοιπα αναμνήσεων, τους συνειρμούς και τις εξωτερικεύσεις του αναλυόμενου. Έτσι πίεσε τον Καζαντζάκη.
“ Μα δεν τελειώσατε˙ κάτι μου κρύβετε ακόμα, ομολογήστε τα όλα “. ( Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 350)
Ο γνώστης της ψυχαναλυτικής διαδικασίας αμέσως αντιλαμβάνεται τον όρο και την έννοια   της αντίστασης, όπως  μας την  εισάγει ο  Καζαντζάκης.  Μας δίνει αυτό το κλινικό  δεδομένο, περιγράφοντας την αντίθεσή του ως προς την πρόσβαση στο ασυνείδητό του εκ μέρους του  ψυχαναλυτή. Αυτό θα μπορούσε να ήταν  ένα εμπόδιο στη θεραπευτική διαδικασία. Αντίθετα είναι μια εξέλιξη σ΄ αυτήν. Εδώ ο αναλυόμενος Καζαντζάκης μάς περιγράφει την επιμονή αλλά και την πειθώ  του θεραπευτή του, να ξεπεραστεί  το εμπόδιο της αντίστασης,  για να έχει πρόοδο η αγωγή του.
Ένα άλλο συστατικό στοιχείο, χαρακτηριστικό της ψυχαναλυτικής τεχνικής που μας παρουσιάζει ο Καζαντζάκης μέσα από την ανάλυσή του από τον W. Stekel, είναι αυτό του  Ελεύθερου Συνειρμού, κατά τον οποίο, ο αναλυόμενος, αφού ξεπεραστούν οι αντιστάσεις του, εκφράζει χωρίς καμία διάκριση τις σκέψεις που περνούν από τον νου του, είτε με αφορμή ένα στοιχείο, είτε αυθόρμητα.
“ Ο σοφός καθηγητής άρχισε να με ξομολογάει˙ του στόρησα τη ζωή μου, πως από την εφηβική μου ηλικία ζητούσα ένα δρόμο λύτρωσης, πως χρόνια ακολουθούσα το Χριστό, μα τώρα τελευταία η θρησκεία του μου φάνηκε πολλά απλοϊκή, πολλά αισιόδοξη, τον αφήκα και πήρα το δρόμο του Βούδα...” (Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 350).
Σ’ άλλο έργο του, το “Συμπόσιον “ διακρίνουμε αυτήν την εξομολογητική διάθεση, όπως στον ελεύθερο συνειρμό, και ως Άρπαγος λέει:
“ Αρχίζω την ξομολόγηση. Θα μιλήσω χωρίς φανερή σειρά, μέσα μου μόνο ακλουθώντας το ρυθμό που με σπρώχνει….αφήνω την καρδιά μου να φωνάζει……..”  (“Συμπόσιον” σελ.45)
Μετά την πρώτη συνεδρία με τον καθηγητή W. Stekel, ο  Καζαντζάκης έφυγε από το γραφείο του πεισματωμένος. Όταν πια, μετά από μέρες και τη μύησή του στην ψυχανάλυση,   πήρε την απόφαση να φύγει από τη Βιέννη, όπως του πρότεινε ο ψυχαναλυτής και να ξεχάσει την κοπέλα που γνώρισε σε κινηματογράφο, είδε την αλλαγή στο πρόσωπό του.
Ο Καζαντζάκης πολύ γρήγορα κατάλαβε και τον ρόλο της επιθετικότητας κατά την ψυχαναλυτική διαδικασία. Κατάλαβε ότι όλες οι διακινήσεις, ακόμα και οι εχθρικές πρέπει να αφυπνιστούν και να χρησιμοποιηθούν από την ανάλυση, αφού γίνουν συνειδητές. Το στοιχείο αυτό το συναντάμε σε αρκετά έργα του, κυρίως στο «Συμπόσιον» και στο «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» .
Από τ’ ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο Καζαντζάκης γνώριζε ορισμένα από τα τεχνικά χαρακτηριστικά  της ψυχαναλυτικής διαδικασίας.
Όπως ο Freud, έτσι και ο Καζαντζάκης, επιχείρησε πρώτα να ερμηνεύσει τον ίδιο του τον εαυτό. Το έργο του «Συμπόσιον» είναι μία ημιτελής προσπάθεια δικής του αυτο-ανάλυσης αλλά και αργότερα το αυτοβιογραφικό του έργο  «Αναφορά στον Γκρέκο» είναι και αυτό της ίδιας προσπάθειας.
Θα μπορούσε ο γνώστης της ψυχαναλυτικής τεχνικής να βρει μέσα στα έργα του Καζαντζάκη πληθώρα ψυχαναλυτικών εννοιών και να τον τοποθετήσει στην κορυφή της πυραμίδας των λογοτεχνών που έχουν επιτυχώς εμπλέξει την ψυχανάλυση στα έργα τους.   


* Ο Δημήτρης Μιμής είναι Ψυχολόγος

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ