Κοίτα τα καράβια...

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Κλείσε σε παρακαλώ την τηλεόραση. Δεν αντέχω άλλο να ακούω τόσες μαζεμένες κακές ειδήσεις. Το κομπολόι αυτό με τις μαύρες χάντρες δεν έχει τελειωμό.


της Μαρίας Λιονάκη


Μπορεί ο Αύγουστος να μην είναι μήνας του καλοκαιριού, αλλά του χειμώνα; Να ξημερώνει η Ηώ τη μέρα και να είναι η μέρα μουντή, ο ουρανός  αγέλαστος, συννεφιασμένος,   μολυβής;  Ο ήλιος άφαντος,  διωγμένος, κρυμμένος,  το φως θαμπό, η σκιά νικητής; Το κρύο δριμύ, διαπεραστικό τέτοια εποχή, ο  ορίζοντας να είναι δυσδιάκριτος, το τοπίο θολό;  Η πάχνη, η ομίχλη γίνεται  να έχει παγιδεύσει  στα δίχτυα της σαν ψάρι  όλη τη γη;  

Τα δέντρα, τα λουλούδια  γίνεται ξαφνικά,  στο απόγειο της βλάστησης, της άνθησης, μέσα σε λίγες μέρες να μαράθηκαν;  Οι γλάστρες να σήκωσαν μπαϊράκι, να ανατράπηκαν,  να ξεφορτώθηκαν  τους βασιλικούς, να σκόρπισαν θρύψαλα τα  χώματά  τους; Τα τζιτζίκια  κουρασμένα, να σιώπησαν, να βουβάθηκαν ; Οι γλάροι να σταμάτησαν να πετούν πάνω από τις θάλασσες και  απόμαχοι, ηλικιωμένοι να άραξαν στη στεριά; Οι φάροι να γκρεμίστηκαν;  

Γίνεται η μέρα να άρχισε ξαφνικά, ενώ θα έπρεπε να είναι θαλερή, να συρρικνώνεται,  να μικραίνει,  να γίνεται τοσοδούλα , μια σταλιά και να κρύβεται μελαγχολική, φοβισμένη στο τσεπάκι της νύχτας; Μέσα στον Αύγουστο;  Γίνεται το χρωματιστό της φόρεμα, ποιο σατέν, ποιο μετάξι, το γερό, καινουργιοραμμένο, λαμπερό  της ρούχο να τρίφτηκε, να ξεθώριασε, να τρύπησε, να γέμισε κόμπους και ξέφτια;  Να γδάρθηκαν , να πάλιωσαν  τα λουστρινένια της γοβάκια κι έτσι να τριγυρνάει ξυπόλυτη;  Η μέρα, η  ζωή;  

Το μαύρο σαν χρώμα γίνεται να κάκιωσε τόσο, να κήρυξε  βάρβαρο, ανηλεή πόλεμο στο άσπρο και στα άλλα χρώματα κι αυτά να παραδόθηκαν, να ξέβαψαν, να αφομοιώθηκαν, να έγιναν όλα ένα ηττημένο γκρι; Στην ακμή της νιότης τους τα φρούτα του Αυγούστου, τα σύκα, τα σταφύλια, τα ευτραφή καρπούζια γίνεται να ρυτίδιασαν , να μαράθηκαν, να σάπισαν;   

Κλείσε σε παρακαλώ την τηλεόραση. Δεν αντέχω άλλο να ακούω τόσες μαζεμένες κακές ειδήσεις. Το κομπολόι αυτό με τις μαύρες χάντρες δεν έχει τελειωμό. Οι στάλες αυτής της μπόρας είναι αμέτρητες. Τροχαίοι θάνατοι, νέοι θάνατοι, πνιγμοί,  σεισμοί, φωτιές, βία, τρομοκρατία, φανατισμός, ανασφαλής ζωή, τόσα άδικα, οξύμωρα, αναίτια, απρόσμενα. Τόσος πόνος, τόσος φόβος, τόση  αγωνία, ανασφάλεια, τόση πίκρα… Δυο πιθάρια έχει η ψυχή μου. Το ένα είναι μαύρο απ’ έξω, το άλλο άσπρο. Το μαύρο έχει γεμίσει, έχει ξεχειλίσει χρόνια πριν.  Το άσπρο προσπαθώ να γεμίσω. Χρόνια τώρα. Άδικα. Το ξεχειλισμένο μαύρο ακουμπά πάνω του, το σπρώχνει, το ανατρέπει, το αδειάζει. Κι εγώ προσπαθώ  όλο κι απ’ την αρχή.  

Βάλε ένα χαρούμενο τραγούδι στο ραδιόφωνο,  δυνατά. Πιάσε μου το χέρι, κράτησε το σφιχτά και πάμε.  Να περπατήσουμε στην ακτή… Δες εκεί ψηλά στον ουρανό, μια αχτίδα ζαβολιάρικη, επίμονη, προκομμένη, έσκισε  τα σύννεφα και φωτίζει  τη γη. Δες το δίχτυ της ομίχλης το  τρύπησε ένα ανυπότακτο, γοργοφτέρουγο πουλί. Ο ήλιος θα ζεστάνει πάλι τη γη.  Το νιώθω. Κι αυτή  θα ξανανθίσει. Ο βασιλικός θα ξαναφυτευτεί.    Το άσπρο, το κόκκινο, το μπλε, το κίτρινο θα μπογιαντίσουν πάλι τη ζωή.  Δε γίνεται αλλιώς.   Κοίτα τα καράβια… Έχουν σαρακοφαγωμένα ξύλα, σκουριασμένες  λαμαρίνες, πληγωμένες ψυχές, κουρασμένα σώματα… Κι όμως αφήνουν τα λιμάνια, το κρεβάτι τους, κάθε πρωί, σαλπάρουν, ξανοίγονται στα πέλαγα και ταξιδεύουν…

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ