Ο Γιόχαν , η Κριστίν και ο... Ηράκλες

Δημήτρης Καρατζάνης
Δημήτρης Καρατζάνης

Παρά τα χρόνια του, το Δουκικό Ανάκτορο φαίνεται, να διατηρεί κάποιο.... φιλότιμο, αφού καταγκρεμίστηκε πάνω στην άσφαλτο και δεν ήπεσε σε καμιά κεφαλή!

Του Δημήτρη Καρατζάνη

Βαριεστημένος από τις τηλεοπτικές κοκορομαχίες'' για  τα ''μέτρα'' και τα ''αντίμετρα''χθες το πρωί, έκλεισα νευριασμένος την τηλεόραση και πήρα τον κατήφορο για το κέντρο. Ας πάω, σκιας, να... αποθαυμάσω το Δουκικό ανάκτορο- σκέφτηκα- που από προχθές ποζάρει ''ολοχάσκωτο'' καταμεσής στην ιστορική πλατεία των Λιονταριών. 

Παρά τα χρόνια του πάντως, φαίνεται, να διατηρεί κάποιο.... φιλότιμο, αφού καταγκρεμίστηκε πάνω στην άσφαλτο και δεν ήπεσε σε καμιά κεφαλή για, να τρέχουνε και να μη προλαβαίνουνε οι κάθε λογής  ''αρμόδιοι''...

Βρέθηκα έτσι, προς το μεσημέρι, να κατεβαίνω τη Δαιδάλου  ,καθόλου εύκολη υπόθεση ,ας σημειωθεί, καθώς,σχεδόν διαγκωνιζόμουν, με τους κοπαδιαστούς τουρίστες που κινούνταν και προς τις  δυο κατευθύνσεις του πολυσύχναστου πλακοστρωμένου δρόμου.

''Μπήκαμε πια γεμάτα στην τουριστική περίοδο''σκέφτηκα και χωρίς να το θέλω αρχισα να γελώ ,καθώς το μυαλό μου γύρισε πολλά χρόνια πίσω στην ιστορία του Γιόχαν και της Κριστιν ,όπως μου την είχε διηγηθεί τότε, φίλος γνωστός καλαμπουρτζής..

Ο Γιόχαν λοιπόν ήταν ένας μεγαλόσωμος εξηντάρης Γερμανός,. καλόκαρδος και  χαμογελαστός . Δούλευε,όπως έλεγε, απ όσο  θυμόταν τον εαυτό του,σ ένα εργοστάσιο ελαστικών κοντά στο Μόναχο κι είχε δύο αγάπες .Τη μπύρα και την Κριστιν.Στα  πενήντα τόσα του χρόνια  μάλιστα, αποφάσισε να παντρευτεί την τελευταία..Μια πληθωρική .ξανθιά κομμώτρια ,αρκετά χρόνια μικρότερη του η οποία όμως-προς μεγάλη του απογοήτευση - δεν μπόρεσε να του χαρίσει παιδιά, παρά τις... φιλότιμες προσπάθειες του ίδιου αλλά και της επιστήμης .

Με τα χρόνια το πήραν και οι δυο απόφαση, πως ''δεν ηταν γραφτό' 'να  ακούσουν παιδικό κλάμα και στράφηκαν σε άλλες χαρές της ζωής, με πρώτη στη λίστα τον τουρισμό και τα ταξίδια /

Για αρκετά χρόνια προτιμούσαν ως τόπο διακοπών τους την Ιβηρική χερσόνησο,, μέχρι που ένας φίλος τους -αρχές της δεκαετίας του 90-τους έφερε στην Ελλάδα, με την οποία, κυριολεκτικά, ενθουσιάστηκαν.Ήταν μάλιστα τέτοιος ο ενθουσιασμός τους για τον τόπο μας, που αγόρασαν ένα λιόφυτο στο ορεινό Μαλεβίζι με προοπτική να χτίσουν   ένα σπιτάκι εκεί και να εγκατασταθούν μόνιμα , μόλις ο Γιόχαν έβγαινε στη σύνταξη

Εν τω μεταξύ, συνέχιζαν όμως να πηγαινοέρχονται στην Κρήτη δυο και τρεις φορές το χρόνο και δεν άργησαν ,,γελαστοί κι ανοιχτόκαρδοι καθώς ήταν κι οι δυό, να ενσωματωθούν΄ στις τοπικες παρέες

Ιδιαίτερα ικανοποιημένος από την παρουσία των Γερμανών ήταν ο καφετζής του χωριού ο Καψομανώλης, που ,εκτός από την κατανάλωση στα ποτά και στο φαί που του κάνανε  ,είχε ένα καλό έσοδο και από τη διαμονή τους στο ''αθαίρετο''πούχε σηκώσει πάνω απ το καφενείο με την πινακίδα ''rooms for rent'' . Ασε βέβαια που η παρουσία της πληθωρικής Κριστιν, με τα βαθιά ''ντεκολτε'' και τα τολμηρά ''μίνι'', είχε αυξ'ησει κατακόρυφα την ανδρική πελατεία του καφενείου, αλλά και την κατανάλωση  με τον πολλαπλασιασμό των κερασμάτων.

Ανάμεσα στους όψιμους θαμώνες του καφενείου,που έκαναν την εμφάνιση τους με τον ερχομό των Γερμανών,  ήταν και ο Ηρακλής. Ενας σαρανταπεντάρης βοσκός,ψηλός, ξερακιανός, γεροδεμένος με μάτια στο χρώμα της ώριμης σταφιδολιάς και δυνατός τόσο, πού σήκωνε με τόνα χέρι ολοκληρη στάμνα   για πιει νερό κι ήτανε σα να σήκωνε... νεροπότηρο. 

Αυτός λοιπόν ο ''ακατέργαστος ''ορεσίβιος,που δεν είχε μυρίσει άλλο γυναικείο κόρφο εκτός από κείνο της μάνας του, έτρεμε σαν κοπέλι, όταν τον πλησίαζε η Γερμανίδα ή όταν τα πόδια της, εντελώς  ''τυχαία'',.σκουντούσαν.τα δικά του κάτω απ το τραπέζι.

Με τον καιρό όμως, αυτή η ''δειλία'' σιγά -σιγά υποχωρησε και δεν άργησε η ώρα που ο Ηρακλής, όχι μόνο δεν κοκκίνιζε στην παρουσία της Γερμανίδας ,αλλά   έγνε κι αχώριστος με το ζεύγος... Κάποιες  φορές μάλιστα, το ''παρεάκι'' στο καφενείο  τραβούσε  μέχρι τις μικρές ώρες και η κατανάλωση της τσικουδιάς έφτανε τα διψήφια νούμερα καραφακιών..

Ένα βράδυ ο Γερμανός, νοιώθοντας προφανώς υποχρεωμένος από τα κεράσματα των ντόπιων, πρότεινε στα μέλη της  παρέας να κατεβούνε ένα βράδυ όλοι μαζί στο Ηράκλειο και  να  κεράσει  εκείνος.

Οι λεπτομέρειες της πρότασης , όπως η μέρα ,η  ώρα, τα μέσα κίνησης κλπ  ρυθμίστηκαν στο ''άψε -σβήσε''και όλοι πια περίμεναν με ανυπομονησία το γεγονός.

Φαίνεται όμως πως κάποιος από την παρέα ήταν ''κατσικοπόδαρος''.Γιατί από το πρωί της μέρας που είχαν καθορίσει να κατεβούν στην πόλη, ξεκίνησαν οι ''στραβές''. Κάποια ζώα του Ηρακλή αρρώστησαν ξαφνικά, ενώ και η Κριστίν  εμφάνισε  συμπτώματα έντονης αδιαθεσίας με  στομαχόπονο,' 'ανακατωσούρες'' κλπ.

Καποιος έκανε την πρόταση να αναβληθεί το ''βολταράκι ''στο Ηράκλειο για άλλο  βραδυ ,άλλά  οι δυο ''κωλυόμενοι'', δεν αποδέχτηκαν τη θυσία .''Να πάτε και να πιείτε κι ένα ποτήρι για πάρτη μας'' τους προέτρεψαν'',όπως και τελικά ,με μισή όμως καρδιά, αποδέχτηκαν εκείνοι.

Παρα τις μεγαλοστομίες  όμως, και την εκπεφρασμένη πρόθεση της παρέας να ''το κάψει'', έμεινε νωρίς από κέφι  και πολύ πριν το ρολόι δείξει 12,αποφάσισε να πάρει  το δρόμο του γυρισμού. Ο Γιόχαν κατέβηκε μπρος στο καφενείο ,πέταξε μια γρήγορη '' καληνύχτα'' στον Καψομανώλη και στον παλιό κοινοτάρχη που έπιναν κείνη την ώρα την  τελευταία τους ρακή και αρχισε ν ανεβαίνει αεράτος τη σκάλα ,αδημονώντας να βρεθεί το συντομότερο δίπλα στην άρρωστη  Κριστίν που είχε αφήσει ολομόναχη ολόκληρο βράδυ.

Δε θα'χε περάσει ούτε λεπτό αφότου πάτησε το κεφαλόσκαλο, όταν η ησυχία της νύχτας έγινε κομμάτια.,Φωνές , βρισιες -γερμανικές κι ελληνικές-χτύποι και  μοιυγκριτά αγρια πλημμυρισαν το νυχτερινό αέρα, ενώ ένα σύμπλεγμα από δυο αγκαλιασμένα κορμιά κατέβαινε κουτρουβαλώντας τη τσιμεντένια σκάλα και προσγειωνόταν με πάταγο μπροστά στην πόρτα του καφενείου.Ο ένας απ τους δυό ήταν ο Ηρακλής,που με ευλυγισία αίλουρου πρτάχτηκε ολόρθος και με μεγάλες δρασκελιές εξαφανίστηκε  κατά το ''εβγα'' του χωριού και ο άλλος ο ταλαίπωρος  Γιόχαν , που, κρατώντας τη ματωμένη μύτη δουκτου κραύγαζε σαν τρελλός' 'Ηράκλες, φικ-φικ Κριστίν.

Ο Καψομανώλης πετάχτηκε στην πόρτα αλαφιασμένος.''Θα μου διώξει  την πελατεία ο κερατάς'' σκέφτηκε κι άρχισε να βρίζει φωναχτά το συγχωριανό του που ...μαγάρισε το καφενείο του 
''Γιάντα τονε βρίζεις'', τον έκοψε ο παλιός κοινοτάρχης Δε γατέεις, πως ''όταν ο βασιλευς των σκελών εξεγείρεται,ο νους του ανδρός αποκρυσταλούται''είπε΄παίρνοντας ύφος και θαυμάζοντας προφανώς και ο ίδιος τον εαυτό του για τη ''σοφία'' πού είχε βγάλει από το στόμα του.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ