Ο Νίκος Κούνδουρος και ο δράκος της μαγικής πόλης

Γεωργία Καρβουνάκη
Γεωργία Καρβουνάκη

Ο διάσημος κρητικός σκηνοθέτης, που πέθανε πριν ένα χρόνο, βρέθηκε τυχαία στον χώρο του κινηματογράφου


της Γεωργίας Καρβουνάκη


Υπάρχει ταινία του «πτωχού πλην τίμιου» ελληνικού κινηματογράφου, μέσα στις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών παγκοσμίως;

Υπάρχει. Είναι «Ο Δράκος», του Νίκου Κούνδουρου που πέθανε σαν σήμερα, πριν από ένα χρόνο, στα 90 του χρόνια.

Παιδί της αστικής τάξης της Κρήτης ο Νίκος Κούνδουρος, γιος δικηγόρου και πολιτικού που διώχθηκε για τις ιδέες του, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926, στην ίδια κλινική που γεννήθηκαν οι βασιλικοί γόνοι της εποχής. Ο λόγος ήταν ότι η μητέρα του, επειδή είχε μια δύσκολη πρώτη γέννα, θέλησε να γεννήσει το δεύτερο παιδί της με την ασφάλεια που παρείχε μια εξοπλισμένη κλινική της Αθήνας. Νεογέννητο επέστρεψε στον Άγιο Νικόλαο όπου μεγάλωσε.

«Η μητέρα μου θυμόταν όλα τα μεγάλα επεισόδια του αιώνα μέσα από την κουζίνα της. Λέει, ας πούμε, ότι την Καταστροφή, το ‘22 που ήρθαν οι πρώτες ειδήσεις, είχα μαγειρέψει γαρίδες με ρύζι και ξέχασα το ρύζι και ήταν ένας πανικός… μετά θυμάται το ‘35 το κίνημα, που ο πατέρας μου ήταν ένας από τους πρωτεργάτες και καταδικάστηκε σε θάνατο, κι είχα στήσει κι έκανα φάβα εκείνη την ημέρα… είχε μια μνήμη κουζίνας, η μάνα μου, φοβερή και μέσα απ’ τη μνήμη της κουζίνας απέκτησα κι εγώ μια συνείδηση των χρόνων που περάσανε πριν γεννηθώ κι αφού γεννήθηκα και μετέπειτα. Έζησα την Ελλάδα από παιδί και την έζησα από μέσα», λέει ο Κούνδουρος.

Σπούδασε αρχιτεκτονική, ζωγραφική και γλυπτική στην ΑΣΚΤ, πράγμα που τον βοήθησε να δουλέψει με τη ματιά του εικαστικού στον κινηματογράφο και να χτίσει σωστά τα πλάνα του: «...η ικανότητά μου με το καδράρισμα οφείλεται στην αγωγή μου ως ζωγράφου. Τους σταματάς όπου θέλεις, κάνεις στοπ, τους βγάζεις φωτογραφία και είναι ένα πλήρες κάδρο». Ο κινηματογράφος, κατά τον ίδιο, έχει την ανάγκη όλων των τεχνών, ζωγραφική, γλυπτική, μουσική.

Πώς βρέθηκε στον κινηματογράφο ο Κούνδουρος; Τυχαία! Σίγουρα είχε την παιδεία, τις ανησυχίες, τη δημιουργικότητα, την επαφή με τον νεορεαλισμό του ιταλικού σινεμά. Την αφορμή, όμως, έδωσε το πέρασμά του από τη Μακρόνησο μέχρι το 1952. Ο άνθρωπος της εικόνας γνώρισε τη δύναμη του λόγου,  «τη δύναμη που έχει η σχέση του ενός με τους πολλούς», με τη συμμετοχή του στο χτίσιμο θεάτρου και στην παραγωγή θεατρικού λόγου. Γνώρισε και τον Άρη Αλεξάνδρου, ο οποίος του έδωσε όταν απολυόταν κάποιες επιστολές να τις παραδώσει στη μητέρα του, που έμενε στο Δουργούτι, μια προσφυγογειτονιά, άθλια παραγκούπολη, στον σημερινό Νέο Κόσμο. Η εμφάνισή του εκεί προκάλεσε υποψίες, τον θεώρησαν πράκτορα της ασφάλειας και αναγκάστηκε να φύγει άρον άρον, χωρίς να δώσει τα γράμματα στη μητέρα του φίλου του, που δούλευε πλύστρα και αργούσε να επιστρέψει στο σπίτι.

Πρόλαβε, όμως, ο αστός Κούνδουρος να δει και να επεξεργαστεί στο μυαλό του την κατάσταση της άγνωστης σε αυτόν γειτονιάς, όπου σε απάνθρωπες συνθήκες ζούσαν Μικρασιάτες πρόσφυγες, τριάντα χρόνια ύστερα από τον βίαιο ερχομό τους στην Ελλάδα. Αποφάσισε να κάνει μια ταινία γι’ αυτό, «...εμπνευσμένη από την προσφυγιά, τη στριμωξιά, τη δυστυχία, από την οδύνη μέσα στην οποία είχε καταδικαστεί ένας ολόκληρος κόσμος, μετά από την ολική καταστροφή που υπέστη η μισή Ελλάδα από τον εμφύλιο πόλεμο». Κατάφερε να καταγράψει τη φτώχεια, την αγωνία, την ανθρωπιά, την αλληλεγγύη, την αυτοοργάνωση των μικρών και μη προνομιούχων κοινωνιών.

Η ταινία «Μαγική πόλις» (εδώ) έγινε με συντελεστές Μακρονησιώτες, εθελοντές οι περισσότεροι, που δεν ζήτησαν αμοιβή. Ένας από τους ηθοποιούς ήταν ο Θανάσης Βέγγος, στην πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο. Η μαγική αυτή πόλη ντύθηκε από την εξαίσια μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, παιδικού του φίλου, που εκείνη την εποχή για να βιοποριστεί δούλευε στου FIX, μετρώντας τα καφάσια μπύρες που φορτώνονταν.

Ακολούθησε ο «Δράκος» (εδώ) τον επόμενο χρόνο, με ολέθρια οικονομικά αποτελέσματα στην Ελλάδα αλλά με τεράστια καλλιτεχνική επιτυχία στο εξωτερικό.

«Η Ελλάδα όλη εδώ εκπροσωπείται. Ο υπόκοσμος, ήταν άλλος με τα ντέρτια, άλλος με καημούς, άλλος με αναστεναγμούς. Αυτή είναι η Ελλάδα που θέλησα να δώσω εγώ. Την άλλη τη χαρίζω στη Βουγιουκλάκη  και στον Φίνο. [...] Την έκανα πεσκέσι στον Φίνο και στη Βουγιουκλάκη την Αθήνα. Βάλε και λίγη θάλασσα, βάλε και λίγη Γλυφάδα και λίγη Βουλιαγμένη και τέλειωσε. Αυτή ήταν η μυθολογία του Φίνου και πούλαγε. Πούλαγε αυτό που δίψαγε η φτώχεια και η δυστυχία και η απελπισία του λαού. Με μια δεκάρα έμπαινε μέσα στην αίθουσα και χαιρότανε πριγκιπόπουλα και πριγκιποπούλες με το τσουβάλι».

Αυτό το «παραμύθι» που καταλύει τη μνήμη και την αίσθηση πραγματικότητας, δεν θέλησε ποτέ να το πουλήσει ο Κούνδουρος. Αυτό εκχώρησε στη Βουγιουκλάκη και τον Φίνο για να «εκπαιδεύσουν» γενιές Ελλήνων που ζούσαν για τη στιγμή και όχι με το όραμα ενός καλύτερου μέλλοντος. Το πλήρωσε με την απαξίωση εκ μέρους του κοινού. Αν ο ρόλος του κινηματογράφου είναι αυτός του φορέα μηνυμάτων, οι ταινίες του Κούνδουρου στάθηκαν ιδεολογικά απέναντι από τις ταινίες του Φίνου -γενικά του εμπορικού σινεμά- και κάτι έχασαν, κάτι κέρδισαν, κάτι έδωσαν στο κοινό που είχε την ικανότητα να πάρει από αυτές.

«Δεν εγεύτηκα ποτέ τη χαρά του πλήθους μέσα στις αίθουσες που με παίζανε. Υπήρξα, χωρίς να το θέλω, ο κινηματογραφιστής των μικρών αιθουσών, του λίγου κόσμου». 

Τη χρηματοδότηση της πρώτης του ταινίας προσπάθησε να εξασφαλίσει από την πολύ ευκατάστατη μητέρα της σεναριογράφου της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, που ήταν και κυρία επί των τιμών της βασίλισσας. Κινδύνευσε, όμως, να τη χάσει λόγω ενός ευτράπελου περιστατικού. Την ώρα που συναντήθηκε μαζί της για πρώτη φορά έξω από κεντρικό ζαχαροπλαστείο της Αθήνας, με σκοπό να της ζητήσει τα χρήματα, ένα ταξί κατέβαζε επιβάτη ακριβώς δίπλα του και ο ταξιτζής άρχισε να του φωνάζει:

«Κούνδουρε! Ρε Κούνδουρε! Δεν με θυμάσαι, ρε; Ο Μανώλης είμαι, ρε, ο Μανώλης από τη Μακρόνησο, που γά@@σα τον πιτσιρικά»!

Πράγματι, ήταν ένας Μακρονησιώτης, που φυλακίστηκε γιατί είχε αποπλανήσει ένα νεαρό αγόρι. Πάγωσε, λοιπόν, ο Κούνδουρος, στην ιδέα ότι με το παρελθόν του πρώην εξόριστου και με τις «εκλεκτές» γνωριμίες που έκανε εκεί θα χάσει τη χρηματοδότηση. Όμως, η κυρία του έδωσε τα χρήματα διότι, όπως αποδείχτηκε τελικά, δεν ήξερε τι σημαίνει η λέξη «γά@@σα», που είπε ο ταξιτζής. Στάθηκε τυχερός που μια κυρία επί των τιμών και κολλητή της βασίλισσας δεν γνώρισε αυτή τη γλώσσα.

Τη δεύτερη ταινία του, τον «Δράκο», εμπνευσμένη από μια συζήτηση με τον γιο του Ηλία Βενέζη για έναν άνθρωπο με διπλή προσωπικότητα, χρηματοδότησε ένας φίλος του που μόλις είχε παντρευτεί και είχε πάρει προίκα χίλιες χρυσές λίρες και, φυσικά, η προίκα χάθηκε λόγω της τεράστιας εισπρακτικής αποτυχίας της ταινίας. Του έμεινε μόνον η δόξα ότι συνέβαλε στη δημιουργία ενός αριστουργήματος, με έναν εκπληκτικό Ντίνο Ηλιόπουλο στον πρώτο ρόλο.

Οι κριτικές ήταν καταπέλτης για την ταινία. «Δεν υπάρχει εισαγγελέας να σταματήσει αυτή την αθλιότητα»;, έγραψε η Αυγή της εποχής για τον «Δράκο». Ο Κούνδουρος, πονηρά σκεπτόμενος και για να τραβήξει κόσμο με τη λέξη «αθλιότητα», το τύπωσε σε αφίσα και το κόλλησε έξω από τους κινηματογράφους και «έτσι μπήκαν δέκα άνθρωποι μέσα». Ένας μεγάλος κριτικός της εποχής, όταν χρόνια αργότερα έβγαλε βιβλίο με τις κριτικές του, δεν συμπεριέλαβε τα όσα έγραψε τότε για τον «Δράκο» γιατί ντράπηκε εκ των υστέρων.  

Είπε ο Κούνδουρος, μεταξύ άλλων:

«Κινηματογράφος είναι να καταλύσεις την αλήθεια και να στήσεις μια δική σου [...] σημασία έχει αυτό που κάνεις να είναι πειστικό, όχι αληθινό, μια απάτη αλλά να είναι πειστική απάτη [...] η τέχνη δεν χρειάζεται να αντιγράφει, χρειάζεται να ανατρέπει και να ξαναφτιάχνει το δικό της όραμα…».

Εξαίρεση ανάμεσα στις εμπορικά αποτυχημένες αποτέλεσε η ταινία «Μικρές Αφροδίτες» (εδώ). Η δωδεκάχρονη -γυμνή- πρωταγωνίστριά της λέει:

«Ο πατέρας μου ήταν ράφτης, στο κέντρο της Αθήνας το μαγαζί του. Ένα βράδυ πήγαμε οικογενειακά στον ετήσιο χορό των Κεφαλληνίων στο Άλσος Παγκρατίου. Μόλις είχα τελειώσει το Δημοτικό και θα πήγαινα Γυμνάσιο. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι χόρεψα με την ψυχή μου κι έναν όμορφο άντρα να μιλάει με τον πατέρα μου. Ήταν ο Κούνδουρος. Δεν τον ήξερα, αλλά νομίζω ότι κανείς από τους γονείς μου δεν τον γνώριζε. Με ήθελε, τους είπε, να παίξω στην ταινία που ετοίμαζε. Όταν αργότερα τον γνώρισα καλά, και είδα το πείσμα του με ό,τι καταπιανόταν, κατάλαβα γιατί είχε πείσει τον πατέρα μου, που γενικώς ήταν αυστηρός και συντηρητικός. Τα λόγια του τον έπεισαν κι όχι τα λεφτά, αφού το συμβόλαιό μου ήταν 2.400 δραχμές, τις οποίες και δεν πήρα ποτέ. […] Τουλάχιστον πέντε χιλιάδες γράμματα είχα πάρει από την Ιαπωνία. Πάντως εγώ τότε την ταινία την είδα μόνο στην πρεμιέρα, δεν μπόρεσα να μπω μετά σε καμιά άλλη αίθουσα γιατί ήμουν ανήλικη και υπήρχε σκηνή βιασμού». (Συνέντευξη στην efsyn το 2017)

« [...] τ’ αρπάξαμε, ό,τι έχουμε τ’ αρπάξαμε. Από τις ταινίες μας μέχρι τις γκόμενές μας. Δεν ήρθε κανείς να μου πει πάρε, Κούνδουρε, όλα αρπάχτηκαν[...] Η συναλλαγή έγινε πιο αποδοτική, εκείνο το δίνω παίρνω μπήκε σε μια ισορροπία. [...]», λέει ο σκηνοθέτης.

Δεν υπάρχει λόγος να παρατεθούν αναλυτικά βιογραφικά στοιχεία του Νίκου Κούνδουρου, γιατί βρίσκονται παντού και τα βραβεία του, και τα φεστιβάλ στα οποία έχει συμμετάσχει και οι τίτλοι των ταινιών του. Περισσότερο έχει σημασία ότι ο άνθρωπος που πέρασε τόσους φόβους -«δεν θυμάμαι μια καλή μέρα στη ζωή μου που να μην είναι μπολιασμένη από τον φόβο»-, που πήρε την πίκρα των διώξεων και από το ίδιο του το κόμμα, που ήταν μέλος της πνευματικής ελίτ μιας σημαντικής εποχής μαζί με τον Χατζιδάκι, τον Ελύτη, τον Γκάτσο και άλλους, έφτιαξε ένα δικό του παραμύθι. Καθόλου μασημένο και εύπεπτο, καθόλου μελό και καθόλου λαμπερό αλλά με τους δικούς του λάτρεις. Οι ταινίες του παίζονται ακόμη στην Ελλάδα και το εξωτερικό και κόπιες τους βρίσκονται στη Γαλλική Ταινιοθήκη, στο Ευρωπαϊκό Μουσείο Κινηματογράφου, στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης.

Δεν είμαι των μνημοσύνων με την κοινή έννοια της λέξης. Αλλά ως οπαδός της μνήμης, της κοινής, συλλογικής μνήμης που μόνο να διδάξει μπορεί, τελώ αυτό το μνημόσυνο σήμερα για δικαίωση -όχι ότι περίμενε εμένα, ευτυχώς- ενός μεγάλου σκηνοθέτη, που έφυγε όχι χωρίς να δικαιωθεί ηθικά -τουλάχιστον από μια μικρή μερίδα κοινού και κριτικών- αλλά χωρίς να τον καταλάβει ο πολύς κόσμος και χωρίς να «σπάσει ταμεία». Αντιστάθηκε μέχρι το τέλος, κάνοντας αντιεμπορικό σινεμά, εκ του αφαλούς πάντα, όπως ο ίδιος παραδέχεται, στηριζόμενος πάντα από την οικογένειά του.

Στις ταινίες του Κούνδουρου πρωταγωνιστεί η εθνική συλλογική μνήμη, η καταγγελία, η αμφισβήτηση, η υπονόμευση της σκληρής πραγματικότητας. Στο κέντρο όλων, αδιαμφισβήτητη σταρ, «διαπρέπει» ό,τι απόμεινε από την Ελλάδα των μικρών και μεγάλων πολέμων, της Μικρασιατικής καταστροφής, του εμφυλίου, των πολιτικών διώξεων, του πόθου για την ευρωπαϊκή προοπτική. «Δεν ανήκουμε στην Ευρώπη, η Ευρώπη είναι ένα στάδιο που το ξεπεράσαμε πριν το ζήσουμε, πριν το κατακτήσουμε», λέει ο ίδιος.

«Αυτά έχει ο κινηματογράφος. Παρεξήγηση. Νά ‘ναι καλά η ψυχή του Εγγονόπουλου, γεννηθήκαμε, ζήσαμε, πεθαίνουμε παρεξηγημένοι», κλείνει την αυλαία ο Νίκος Κούνδουρος.      

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ