Ο Πατέρας του Καζαντζάκη

Δημήτρης Μιμής
Δημήτρης Μιμής

Προσέγγιση των Παιδικών Αναμνήσεων του Καζαντζάκη

Με την ευκαιρία της ημέρας γέννησης του μεγάλου κρητικού συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη (18-2-1883)    θα ήθελα να γράψω δυο λόγια για τον ίδιο  αλλά και για τον πατέρα του. Ο λόγος είναι ότι ο πατέρας του διαδραμάτισε ένα σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του  που τον επηρέαζε  σ΄  όλη του τη ζωή.

Όλοι   θεωρούμε ότι γνωρίζουμε τον Καζαντζάκη. Τον γνωρίζουμε φυσικά μέσα από τα έργα του από την άποψη της ανάγνωσης αυτών αλλά  και των ιδεών του που εμπεριέχονται μέσα σ’ αυτά.  Χωρίς  όμως τη γνώση του ψυχισμού του συγγραφέα, χωρίς τη γνώση της παιδικής του ηλικίας, τη σχέση με τον πατέρα του,  τις συγκρούσεις και τις προσωπικές του σχέσεις είναι ελάχιστο αυτό που γνωρίζουμε για τον μεγάλο συγγραφέα. 

Μια συστηματική μελέτη της παιδικής του ηλικίας αλλά και μία αναζήτηση των περιγραφών της ηλικίας αυτής στα έργα του, θα μας έδινε εκείνες της πληροφορίες που θα μας οδηγούσαν στην πλήρη κατανόηση  του ψυχισμού του ίδιου αλλά και   των ηρώων  των έργων του. Πολλές είναι οι αναφορές στα έργα του για τον πατέρα του με άμεσο τρόπο ή στις μυθιστορηματικές μορφές των ηρώων του που θα μας βοηθήσουν στην κατανόηση του ψυχισμού του συγγραφέα.

O S. Freud επέμενε συχνά πάνω στο γεγονός ότι το παιδικό παρελθόν του ατόμου και της ανθρωπότητας παραμένει πάντα μέσα μας. Στην περίπτωση του Καζαντζάκη ο οποίος πέρασε  τα πρώτα χρόνια της ζωής του κοντά στον πατέρα του, με τη γνωστή προσωπικότητα του, όπως μας την περιγράφει ο ίδιος, κατά κύριο λόγο στα έργα του “Ο Καπετάν Μιχάλης “ ή με τον αρχικό του τίτλο “Mon Pere “, (ο πατέρας μου), στο “ Αναφορά στον Γκρέκο”, αλλά και στο “ Συμπόσιον “, οι  επιρροές που έλαβε απ’ αυτόν, έχουν ασκήσει καθοριστική επίδραση στην ψυχοσύνθεση του και  θα τον  ακολουθούν σ’ όλη του τη ζωή και κατά προέκταση στα έργα του. Τη σχέση με τον πατέρα του δεν θα πρέπει να τη δούμε κάτω από τη θετική λεγόμενη μορφή όπως στην ιστορία του Οιδίποδος Τυράννου. Στην περίπτωση μας, η πατρική σχέση, όπως ο ίδιος μας την παρουσιάζει, είναι μία ιδιότυπη σχέση, όχι αμφιθυμική αλλά θαυμασμού, αγάπης και επιθυμίας εξύψωσης και μετουσίωσης ενώ παράλληλα δεν υπάρχει το αίσθημα της καταστροφής ή του θανάτου. Ο Καζαντζάκης τα βιώματα του με τους γονείς του, κυρίως με τον πατέρα του, τα ενέπλεξε επιτυχώς και με άριστα αποτελέσματα στη λογοτεχνία. 

Όπως σε κάθε παιδί, έτσι και στον Καζαντζάκη, ο πατέρας  παίζει σημαντικό ρόλο στην ψυχοσύνθεση και στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του. Να τι μας λέει ο ίδιος για τον πατέρα του, με εξομολογητική διάθεση, στη σελίδα 68 του έργο του  “Συμπόσιον” :

“ Σηκώθηκα κ’ έτρεμα νιώθοντας απάνου μου βαρύ τον ίσκιο του κυρού μου. Δε θυμούμαι ποτέ να μου ‘πε λόγο τρυφερό, ποτέ να με χαδέψει˙ μου παρέδινε τη φλόγα της γενεάς αγέλαστος, σκληρός και με πρόσταζε να τους ξεπεράσω όλους σε δύναμη, σε περηφάνια και σε πείσμα….”

Ο πατέρας του Καζαντζάκη παίζει ένα ρόλο δημιουργικό και είναι πηγή έμπνευσης γ’ αυτόν. Παράλληλα του προκαλεί μια διαρκή εσωτερική σύγκρουση που κρατά μέχρι το θάνατό του.  Σ ’όλη του τη ζωή, υποσυνείδητα, θέλει να τον  αντιγράψει αλλά και να τον ξεπεράσει. Ζητά βοήθεια απ’ αυτόν στα προβλήματα του, ενώ παράλληλα επιθυμεί να τον εξυψώσει και να τον μετουσιώσει.                               

Στις μορφές ηρώων στα έργα του, όπως  “ο Καπετάν Μιχάλης” και “ο Αλέξης Ζορμπάς” συναντάμε στοιχεία του  πατέρα του,  όπως αυτός ο ίδιος τον έχει ανάμνηση  και μας τον περιγράφει στο “ Αναφορά στον Γκρέκο “.

Στα έργα του πολλές φορές επαναφέρει, στο φως, αυτό το ξεχασμένο υλικό. Είναι γήινοι ήρωες που επιθυμεί να τους μοιάσει ενώ παράλληλα αισθάνεται ότι τον καθηλώνουν γερά πάνω στη γη και θέλει να τους ξεπεράσει μετουσιώνοντας τους σ’ άλλες μορφές όπως αυτή του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης και του  Αλβέρτου Σβάϊτσερ. “ Ήρωας κι άγιος, να ο τέλειος άνθρωπος “.  (Αναφορά στον Γκρέκο σελ.80)

Στον πρόλογο του έργου του « Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά », λίγο πριν πεθάνει μας αποκαλύπτει την επιθυμία του ν’ ακολουθήσει άλλο δρόμο απ’ αυτόν που ακολούθησε μέχρι τότε, το δρόμο του Ζορμπά  και εκφράζει το παράπονο του ότι στα χέρια του κατάντησε τον Ζορμπά  “ μελάνι και χαρτί “  και αντί να γίνει γι’ αυτόν υψηλό επιταχτικό πρότυπο ζωής, ξέπεσε και έγινε φιλολογικό θέμα. Ο Ζορμπάς τονίζει: ”μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο “.

Ο Ζορμπάς είναι γήινος, επαναστάτης, αρέσει στον Καζαντζάκη και θέλει να του μοιάσει. Ταξιδεύοντας μαζί του για την Κρήτη, στο έργο του « Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά » στην πρώτη τους χειραψία και στα πρώτα του   « περγελαχτά » λόγια, αισθάνθηκε μειονεκτικά και ντροπή και μας αποκαλύπτει τη σκέψη του:

« Ποτέ, εμείς που τόσο αγαπιούμαστε, δεν είχαμε σταυρώσει ένα τρυφερό λόγο˙ παίζαμε και τσαγκρουνιούμαστε σα θεριά.. Αυτός  φίνος, ειρωνικός, πολιτισμένος˙ εγώ βάρβαρος. Αυτός συγκρατημένος, εξαντλώντας άνετα όλα τα  φανερώματα της ψυχής του γύρα από το χαμόγελοֺ εγώ απότομος, ξεσπώντας σε ανάρμοστο απολίτιστο γέλιο. Έκανε να καμουφλάρω κι εγώ μ’ ένα σκληρό λόγο την ταραχή μου, μα ντράπηκα. ‘Όχι , δεν ντράπηκα˙ δεν μπόρεσα. Έσφιξα το χέρι του˙ το κρατούσα και δεν το άφηνα. Με κοίταξε με απορία………»Και στη σελίδα 72 του ίδιου έργου:«Η πρώτη μου λαχτάρα στάθηκε η λευτεριά˙ η δεύτερη, που κρυφά μέσα μου ακόμα αποκρατάει και με βασανίζει, η δίψα της  αγιοσύνης. Ήρωας συνάμα κι άγιος,να το ανώτατο πρότυπο του ανθρώπου˙ από παιδί είχα στερεώσει από πάνω μου, στο γαλάζιο αγέρα, το πρότυπο ετούτο.»

Ο Καζαντζάκης, εσωτερικά, επιθυμεί ως ένα βαθμό και αναζητά την γήινη και ηρωική πλευρά του  πατέρα του,  που όμως επιθυμεί να την αλλάξει και εξυψώσει στο θεό. Πολλές φορές, στις δύσκολες και αδύναμες στιγμές στην  καθημερινότητα του, σκέφτεται τον πατέρα του που κυριαρχεί στις καταστάσεις και τον λυτρώνει από εσωτερικές συγκρούσεις που  δημιουργούνται από την έντονη θρησκευτικότητά του. Έτσι όταν ο Καζαντζάκης βρισκόταν στο Βερολίνο και ένιωθε τη διαμάχη  μεταξύ του Βούδα και των  πατρικών-γήινων επιθυμιών του, μας γράφει: «ένα χτυποκάρδι απόμενε ακόμα κατακόκκινο, που χτυπούσε πεισματωμένα και δεν άφηνε το Βούδα να με κάμει αλάκερο κατοχή. Μέσα μου ένας Κρητικός σήκωσε κεφάλι κι αρνιόταν να δώσει στο γαληνό καταχτητή ψωμί κι αλάτι» (Αναφορά στον Γκρέκο σελ.355)

Και στη σελίδα 360 του ίδιου έργου, αφού έχει επισκεφτεί μετά από ασκητική νηστεία μια σάλα χορού, όπου θέλησε να ξεμουδιάσει και να χαρεί το κορμί, το μυαλό και η ψυχή του, γράφει: «Καινούργια ρωτήματα ανέβαιναν μέσα μου, ο αποψινός χορός είχε ανοίξει στο σπλάχνο μου τις παλιές, που θαρρούσα στειρεμένες, πηγές κι ένιωθα πως δεν αδειάζουν εύκολα τα σωθικά του Κρητικού. Φοβεροί πρόγονοι μέσα μου, που δεν έφαγαν όσο κρέας μήτε ήπιαν όσο κρασί λαχτάρισαν, μήτε φίλησαν όσες γυναίκες πεθύμησαν, και τώρα τινάζουνταν αγριεμένοι και δεν αφήναν να πεθάνω, για να μην πεθάνουν. Αλήθεια, τί γυρεύει ο Βούδας, τί μπορεί να ελπίζει ο Βούδας στην Κρήτη;»

Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου ο ίδιος ο συγγραφέας μας παρουσιάζει την αναπήδηση των προγονικών-πατρικών ενστίκτων και επιθυμιών που αντιστέκονται απέναντι στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και αυτό δεν πρέπει να εκληφθεί ως μία παλινδρόμηση στην παιδική ηλικία ή σε πρωτόγονες καταστάσεις, αλλά ως μία αναζήτηση των ηρωϊκών αναμνήσεων   της ηλικίας αυτής.

O ίδιος ο Καζαντζάκης επηρεασμένος από την ψυχανάλυση δίνει μεγάλη σημασία στην παιδική του ηλικία: «…Στορώ με λεπτομέρειες την παιδική μου ηλικία, όχι γιατί είναι μεγάλη η γοητεία από τις πρώτες θύμησες, παρά γιατί στην ηλικία αυτή, όπως και στα ονείρατα, ένα ασήμαντο φαινομενικά περιστατικό ξεσκεπάζει, όσο καμιά αργότερα ψυχολογική ανάλυση, χωρίς φτιασίδια, το αληθινό πρόσωπο της ψυχής. Κι επειδή  τα εκφραστικά μέσα στην παιδική ηλικία ή στ’ όνειρο είναι πολύ απλά γι’ αυτό και το πιο πολύπλοκο εσωτερικό πλούτος απαλλάσσεται απ’ όλα τα περιττά κι απομένει μονάχα η ουσία.» (Αναφορά στον Γκρέκο σελ.45)

Οι παιδικές αναμνήσεις του Καζαντζάκη από τον πατέρα του τον ακολούθησαν και κατά την ώριμη ηλικία.. Ανέβηκαν στην μνήμη του και μπήκαν στην υπηρεσία  μεταγενέστερων γεγονότων και γνωριμιών. Έτσι ο Καζαντζάκης νιώθει την ανάγκη γνωρίζοντας την καταγωγή του να μας δώσει θαυμάσια έργα  όπως « Ο Καπετάν Μιχάλης» και «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»  αλλά και το τελευταίο έργο του « Αναφορά στον Γκρέκο « .

Όσα θυμάται ο Καζαντζάκης από τα παιδικά του χρόνια είναι ανεκτίμητες  μαρτυρίες για τα έργα του και έχουν άμεση σχέση με την ψυχοσυναισθηματική  του ανάπτυξη: «Ο πατέρας μου σπάνια μιλούσε, δε γελούσε, δε μάλωνε˙ κάποτε μονάχα έτριζε τα δόντια του ή έσφιγγε τη γροθιά του, κι αν τύχαινε να κρατάει κανένα πετραμύγδαλο, έστριβε τα δάκτυλά του και το’κανε σκόνη.» (Αναφορά στον Γκρέκο σελ. 32 ).  Έτσι ξεκινά ο Καζαντζάκης στο κεφάλαιο « Ο κύρης » στο βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο» όπου στη συνέχεια στο κεφάλαιο « Η μάνα »  γράφει: Η μάνα μου ήταν μια αγία γυναίκα. Πώς μπόρεσε πενήντα χρόνια, χωρίς να σπάσει η καρδιά της, να νιώθει πλάϊ της την αναπνοή και το χνότο του λιόντα; (Αναφορά στον Γκρέκο σελ. 350).

Στ’ ανωτέρω αποσπάσματα από το κείμενο του, ο Καζαντζάκης μας παρουσιάζει τον πατέρα του ως ένα πρωτόγονο άνθρωπο ενώ τη μητέρα του ως μία αγία γυναίκα.  Αποδέχεται έτσι την παρουσία και των δύο γονέων του σ’ όλη του τη ζωή που καθορίζει το δυϊκό στοιχείο που υπάρχει μέσα του.

«Κυκλοφορούν κι οι δυό γονέοι στο αίμα μου, ο ένας άγριος , σκληρός, αγέλαστος, η μάνα μου τρυφερή, αγαθή, άγια· σε  όλη μου τη ζωή τους κουβαλώ, κανένας τους δεν πέθανε· όσο ζω θα ζουν κι αυτοί μέσα μου και θα μάχουνται, καθένας τους αντίθετα, να κυβερνήσουν τη σκέψη και την πράξη. Και σε όλη μου τη ζωή ετούτοι είναι ο αγώνας μου: να τους φιλιώσω, να μου δώσει ο ένας τη δύναμη του, ο άλλος την τρυφεράδα…».(Αναφορά στον Γκρέκο σελ. 50).

Στο ίδιο έργο, σελίδα 68, μας δίνει μια άλλη διάσταση για τους επηρεασμούς από τα παιδικά του χρόνια που απετέλεσαν στη διαμόρφωση  της προσωπικότητας και των αναζητήσεων του.  Είναι οι αγώνες ανάμεσα στην Κρήτη και στην Τουρκιά:

«Χωρίς τον αγώνα αυτό, η ζωή μου θα ‘παιρνε άλλο δρόμο κι ο Θεός, σίγουρα, άλλο πρόσωπο.»

Παραδέχεται την ύπαρξη μιας εσωτερικής ανώτερης δύναμης, που αναπηδά από την παιδική του ηλικία, από τους γονέους και από τους αγώνες των Κρητών ενάντια της Τουρκιάς,  που δεν είναι δικιά του και τον κυβερνά όταν είναι έτοιμος να ξεπέσει και που η δύναμη αυτή δεν τον άφηνε και αυτή είναι η Κρήτη.

Θυμάται τα λόγια του καπετάνιου, φίλου του πατέρα του: «Παλικάρι είναι ο κύρης σου, παλικάρι θα γενείς κι εσύ, θές δε θές! » (Αναφορά στον Γκρέκο σελ 70).

Ο Καζαντζάκης  στο έργο του “ Αναφορά στον Γκρέκο “  παρουσιάζει πλήρως όλες τις παιδικές του εμπειρίες που σαν αναμνήσεις τον ακολούθησαν  σ΄ όλη του τη ζωή. Θα τις συναντήσουμε και σε άλλα έργα του, γεγονός που αποδεικνύει τον επηρεασμό του από την ηλικία αυτή και την μεταφορά τους στα έργα του.

Το πόσο  πολύ  έχει επηρεαστεί από την παιδική του ηλικία,  στη ζωή του αλλά και στην συγγραφή των έργων του μας το περιγράφει ο ίδιος στη σελίδα 50 του έργου “ Αναφορά στον Γκρέκο “ : “ Όταν, γράφοντας , θέλω να μιλήσω για τη θάλασσα, για τη γυναίκα, για το Θεό, σκύβω απάνω στο στήθος μου κι αφουκράζουμαι τί λέει το παιδί μέσα μου, αυτό μου υπαγορεύει, κι αν τύχει κάπως να ζυγώσω με λόγια και να στορίσω τις  μεγάλες ετούτες δυνάμεις – τη θάλασσα, τη γυναίκα, το Θεό – στο παιδί που ζει ακόμα μέσα μου το χρωστώ. Ξαναγίνουμε παιδί για να μπορώ να βλέπω με μάτια παρθένα, για πρώτη πάντα φορά, τον κόσμο.”

Στις επόμενες σελίδες του έργου του “ Αναφορά στον Γκρέκο “  λαμβάνουμε πληθώρα  άλλων πληροφοριών για τον εαυτό του, τους γονείς του, την περίοδο των μαθητικών του χρόνων, τον πρώτο του έρωτα με την Εμινέ, που σαν όνομα  το συναντήσαμε και στο “ Καπετάν Μιχάλη “, ως και τις εφηβικές του  αναζητήσεις, τους φόβους,  την θρησκευτικότητα του αλλά και την επανάσταση των Κρητικών.

Αλλά και  στις τελευταίες σειρές του κεφαλαίου του “ Η Κρητική Ματιά “, στο έργο του “ Αναφορά στον Γκρέκο “ , σελίδα 487, γράφει: “ Δεν πειράζει πατέρα˙ τέλεψες το χρέος σου: γέννησες γιο ανώτερο σου˙ στάσου εδώ σημαδούρα˙ εγώ θα πάω πιο πέρα. “

Τα τελευταία αυτά λόγια αποδεικνύουν την μάχη που διατηρούσε μέσα του ο συγγραφέας με τον πατέρα του αλλά που στο τέλος σαν φυσιολογική κατάληξη  τον ξεπερνά και τον εγκαταλείπει.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ