Οι μάνιασες* ο Στιβανογιώργης και η ζωοκλοπή

Γιώργος Μηλιαράς
Γιώργος Μηλιαράς

Η ιστορία είναι αληθινή με αρκετές παραλλαγές και ονόματα φανταστικά, «λογοτεχνική αδεία»

Του Γιώργου Μηλιαρά


Στο πέρα διάσελο*  τση Κουδουμαλιάς, είχε το τσαγκαράδικο ο Στιβανογιώργης κι αγνάντευε στ´αριστερά ντου  τον Αη Γιώργη και δεξά ντου το στρατούλι που πήγαινε  στον Αβρακόντε. Απ´αλάργο* εθώριε κι εγνώριζε  τσοι πελάτες του, βοσκοί οι πιο πολλοί ,   να ανηφορίζουνε κατά τη μπάντα ντου και ήπαιρνε τα μέτρα ντου... Έξυνε τη κεφαλή ντου να θυμηθεί του κάθε ενούς τη παραγγελιά κι εστέλιωνε ανάλογα τη δικαιολογία ντου για τη καθυστέρηση που συνήθως είχε στην  εκτέλεση τζη. Τη μιά δεν επρόλαβε να κατέβει στη Χώρα να πάρει δέρματα, την άλλη τούπεφτε πολύ δουλειά, καλή ώρα σαν τέτοιες εποχές με τα όλόφωτα φεγγάρια που δεν εσταματούσανε καθόλου οι νυχτερινές αμυντικές και επιθετικές περιπολίες των ζωοκλεπτών και άλλοτε πάλι από σκοπούμενη καθυστέρηση όντε ν´ είχε να κάμει με κακοπληρωτές...
Γνώστης βαθύς ο Στιβανογιώργης των ανθρώπων  τση περιοχής, εγνώριζε καλύτερα   ήντα δουλειά ήκανε ο κάθα εις, από την ώρα που νύχτωνε μέχρι απού βασίλευγε το φεγγάρι, από τα παπούτσια που καταλιούσε... Εθώριε τα στιβάνια που του πηγαίνανε οι βοσκοί καταξεσκισμένα από τη μια μέρα στην άλλη και κούναγε με νόημα τη κεφαλή ντου...
-Ποιός κακομοίρης δα κλαίει πάλι απόψε τα ωζά ντου...συλλογιζόταν...
Με τα χρόνια έκανε κι άλλους συσχετισμούς και είχε βγάλει τα συμπεράσματά ντου, για το ποιά φαμελιά τση περιοχής είχε τα πρωτεία στη ζωοκλοπή, από τα στιβάνια  που τους έφτιαχνε ή επισκεύαζε, τη μια με  πεδούλια στα μουζάκια* την άλλη με μάνιασες* και πότε-πότε και με καινούργια  καλάμια*...Δεν είχε τη παραμικρή αμφιβολία: οι Τρυπαλούδηδες ήτανε ο φόβος και ο τρόμος τση περιοχής. Ήτανε όμως αλλονών δουλειά να τσ´ ανεμαζώξουνε....
-Ήντα με γνοιάζει εμένα, δικά μου είναι; Εγώ μαι τσαγκάρης , ας τσοι ζυγώνουνε* εκείνοι που τάχουνε. Ήντα δα μου πάρουνε εμένα τα καλαπόδια;*...συλλογιζόταν και εσώπαινε.
Καλόβολος, καλαμπουρτζής, ρακοπότης μα και καλός τεχνίτης ο Στιβανογιώργης, τα είχε με όλους καλά και με όλους έπινε μια δυό ρακές για το ζεύκι*, κάθε φορά που μπαίνανε στο τσαγκαράδικο να παραγγείλουνε παπούτσια ή στιβάνια ή άλλη κερδοφόρα δουλειά .
Μια προσαργατινή του Πρωτόλη του πήγε ο Τρυπαλουδογιάννης τα στιβάνια ντου σε κακό χάλι και γύρεψε να του τα συμαζώξει...
    -    Δε σάζουνε αυτά Γιάννη μπλειό , απεφάνθη με αδιαμφισβήτητο ύφος ο Στιβανογιώργης. Δεν έχουνε τόπο ούτε πεδούλι να τως σε βάλω. Μουζάκια και μάνιασες θες καινούργια. Μόνο τα καλάμια στέκονται. Ανέ θες να σου τα μανιάσω και να σου κάμω και καινούργια μουζάκια αλλιώς πάρε τα να τα πας αλλού . Δεν ανεμαζώνουνται...                                                     
    -    Και ήντα ναι τα προυκιά ντος αυτά που λες ; ερώτηξε ο Τρυπαλουδογιάννης.
    -    Γιάννη, εβδομήντα δραχμές παίρνω, αλλά εσύ δα μου δώσεις πενήντα κι οντέ δα νάρθεις να τα πάρεις δα μου κρατείς ένα τυρί και δυο-τρεις μεζέδες φουριάρικο...
    -    Εντάξει Γιώργη, πάρε μου τα μέτρα ...
    -    Στάσου να πιούμε ομπρός δυό ρακές για το ζεύκι* τση παραγγελιάς, του λέει ο Γιώργης.
Μα οι δυό γίνανε σκιάς δέκα γιατί χε και μεζέ στη βούργια* ο Τρυπαλουδογιάννης κι οντέ τον ήστεσε να του πάρει μέτρα επαραπατούσανε κι οι δυό.... Ούτε που κατάλαβε ο υποδηματοποιός πως του πήρε μέτρα δυό φορές στον δεξί πόδα...
Επεράσανε οι μέρες και παραμονή του Προφήτη Ηλία, επήε ο Τρυπαλουδογιάννης να πάρει τα  καινούργια, κατά το ήμισυ,  στιβάνια ντου, να τα φορέσει την επόμενη στο πανηγύρι του χωριού.
Είδε ντονε απ αλάργο ο τσαγκάρης κι ανεγογύρεψε τη παραγγελιά ντου. Με τρόμο ανακάλυψε πως τούχε σασμένα δυό δεξά στιβάνια και τον ήπιασε πανικός. Μα κράτησε τη ψυχραιμία ντου.
    -    Καλώστονε. Επαέ σούχω τη παραγγελιά. Μπρόβαρέ*τα να  δούμε ανέ σου κάνουνε...
Πιάνει  ο Τρυπαλουδογιάννης το ένα στιβάνι και βάνει το στο δεξί πόδα και τούρχεται γάντι . Πιάνει το άλλο, δεξί κι αυτό, μα που να μπει στο ζερβό ντου πόδα... κι αρχίζει τη γκρίνια στο τσαγκάρη... -Μωρέ συ Γιώργη, δυό δεξά στιβάνια μούκαμες ; -Ότι μου παράγγειλες σου έκαμα μόνο λίγανε τη τραβάγια*...Βάλε το και σώπα . Ανέ θες άλλο δα ξαναπλερώσεις..., τον αποστόμωσε ο τσαγκάρης .
Μπώθει* ο Τρυπαλουδογιάννης, βοηθά κι ο κατασκευαστής και βάνει με χίλια ζόρια τον αριστερό πόδα σε δεξί στιβάνι. Ήτανε και πανηγύρι την επόμενη, κάτι καινούργιο ήπρεπε να φορεί  κι αυτός να πάει στην εκκλησά ... Επήρε ύστερα κάτω  διαολισμένος το χυματερό στρατούλι να πα τα βάλει με τη γυναίκα ντου να ξεθυμάνει... Μα δεν υπολόγισε καλά τα πράματα . Αλλού ήθελε να πάει κι αλλού τον επηγαίνανε τα στιβάνια...Στη προσπάθειά ντου να μην τονε ξεστρατίσουνε τα στιβάνια προς τα δεξά απού ξαμώνανε*, έκοβε όλο «αριστερά τιμόνι» και κόντευε να τσουρλήξει κάτω τη δετάδα* με  κίνδυνο να κατασκοτωθεί... Από τη πόρτα του τσαγκαράδικου, τον εξάνοιγε ο Στιβανογιώργης και μουρμούρισε ανάμεσα στα δόντια ντου:
    -    Ανέ καταφέρω να καλυκώσω* όλους τσοι Τρυπαλούδηδες, δα κόψω τη ζωοκλοπή από το Λασίθι.......                

 


            
Λεξάρι :

Μάνιασες=το τμήμα δέρματος του στιβανιού( μπότας) που συνδέει τα καλάμια με τα μουζάκια. Καλάμια= το πάνω μέρος της μπότας. Μουζάκια= το κάτω μέρος της μπότας . ( περισσότερα στο λεξικό του Μανώλη Πιτυκάκη από τη Βουλισμένη- Ιδιωματισμοί της ανατολικής Κρήτης)
διάσελο= αυχένας λόφου . αλάργο=μακρυά. ζυγώνουνε=κυνηγούνε. ζεύκι=κέφι . βούργια= υφαντό σακίδιο. μπρόβαρέ=δοκίμασε. ξαμώνω=κατευθύνω. δετάδα=πρανές, απότομη πλαγιά. τραβάγια= φασαρία. μπώθει= σπρώχνει. καλυκώσω= να τους φτιάξω παπούτσια.

Η ιστορία είναι αληθινή με αρκετές παραλλαγές και ονόματα φανταστικά, «λογοτεχνική αδεία».
Συμβαίνει στα μέσα του περασμένου αιώνα και οι πρωταγωνιστές δεν υπάρχουν πια.
Μου την αφηγήθηκε ο Ι. Στραταντωνάκης και η παραποίηση της είναι δικό μου «κατόρθωμα».

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ