Στις χαραυγές ξεχνιέμαι...

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Οι στιγμές μαλωμένες μοιάζουν η μια με την άλλη, προσπαθούν να ταιριάξουν ανόμοια κομμάτια στο παζλ της ζωής, νότες διαφορετικές στο τραγούδι της, σε ένα άλλοτε ευχάριστο κι άλλοτε μελαγχολικό σκοπό

της Μαρίας Λιονάκη

Από το πρωί κάτι  θέλω να γράψω, κάτι θέλω να πω κι όμως δεν μπορώ να βρω τις λέξεις, να τις δέσω και να κάνω λόγο, αλυσίδα, εικόνα  αυτό που θέλω να πω… Έγραψα μια σελίδα στον υπολογιστή, γεμάτη κόκκινα σημάδια βγήκε. Λέξεις  πρόσφυγες,  χωρίς πατρίδα,  πολυπολιτισμικές,  λέξεις συρφετός. Ανάκατες, σκόρπιες, αταίριαστες, ασύνδετες,  παραμελημένες, αφρόντιστες.  Λέξεις  γκρι ή μαύρες. Λέξεις εχθρικές,  μαλωμένες  μεταξύ τους,  που κοίταζαν αδιάφορα,  καχύποπτα,  με θυμό, λέξεις  χωρίς  ορθογραφία,  σύνταξη και ειρμό.  Λέξεις χτυπημένες στο πληκτρολόγιο με έντονα συναισθήματα, ανεξέλεγκτα, που πήγαζαν βαθιά από ένα παραπονεμένο εγώ.  Τις έσκισα.

Στο ραδιόφωνο μια γνήσια, ατόφια μαλαματένια φωνή  ξεχύνεται στο χώρο και κάνει της ψυχής μου το γιατρό:  «Βάστα το νου, βάστα το νου, να μην γκρινιάξει του καιρού, που’ φτιαξε με τον πόνο κλίκα και τσιγκουνεύεται στη γλύκα…»  τραγουδά ο  Χαρούλης σε ένα τραγούδι που πολύ αγαπώ κι εγώ στη χαραυγή μιας ζεστής φωνής προσπαθώ να ξεχαστώ…

Νιώθω σαν οι λέξεις οι σημερινές, οι ανορθόγραφες, σα να καταλήγουν σε ένα συμπέρασμα   για τη ζωή αληθινό.  Ένα συμπέρασμα διαχρονικό που είχε διατυπώσει ο Ευριπίδης, στο έργο του "Ελένη", μέσα από τα λόγια του αγγελιαφόρου στην Ελένη και στο Μενέλαο: « Δυσκολονόητος ο θεός, παιδί μου  ολοένα αλλάζει. Εδώθε κείθε σέρνει, πότε ψηλά, πότε βαθιά τα πάντα· ο ένας δυστυχάει, ο άλλος όχι, όμως κι αυτός κακό θάνατο βρίσκει· δεν έχει πάντα η τύχη σιγουριά. » Τα λόγια αυτά έρχονται από το αρχαίο παρελθόν και βρίσκουν εφαρμογή στη δική μας ζωή που αλλάζει,   στο παρόν.

Η  Μοίρα,  η Κλωθώ, η Λάχεσις και η Άτροπος , η  Τύχη, ο Θεός, η ανώτερη δύναμη που εξουσιάζει τον κόσμο αυτό   στέλνει στον καθένα μας, ένα καλό και ένα κακό. Δεν είναι σιάδα  η ζωή, ένας  δρόμος με στροφές είναι. Έχει  κάμπους, πεδιάδες, αλλά έχει και  λοφίσκους, βουνά. Πότε περπατάς σε ίσιο δρόμο   πότε σκαρφαλώνεις το λόφο, το βουνό. Η χαρά και η λύπη εναλλάσσονται, ένα πρόβλημα λύνεται , ένα ξεφυτρώνει, κάποια ευκαιρία χάνεται, μια νέα παρουσιάζεται.  Έτσι που να μη βαριέσαι, ένα πράμα, έτσι ώστε να μην είναι το έργο της ζωής σου του Θεόδωρου  Αγγελόπουλου πλάνο αργόσυρτο,  στατικό.

Οι στιγμές μαλωμένες μοιάζουν η μια με την άλλη, προσπαθούν να ταιριάξουν ανόμοια κομμάτια  στο παζλ της ζωής,  νότες διαφορετικές στο τραγούδι της,  σε ένα άλλοτε ευχάριστο κι άλλοτε μελαγχολικό σκοπό. Μια βρέχεσαι, μια στεγνώνεις. Ο ένας άνθρωπος σε αγκαλιάζει,  ο άλλος σε δέρνει. Κάποιος σε κάνει να χαμογελάς, κάποιος σου κλέβει το χαμόγελο.  Κάπου χωράς, κάπου περισσεύεις.  Πότε ψηλά ανεβαίνεις,   πότε κατακρημνίζεσαι.

 Ζεύγη αντιθέσεων η ζωή, ήλιος- συννεφιά, Κυριακή-Δευτέρα, χειμώνας- καλοκαίρι, γέλιο- κλάμα, ευτυχία - δυστυχία, άσπρο -μαύρο….  Σαν  μια κούνια είναι η ζωή,  μια τραμπάλα, σαν ένα καρουζέλ, του Λούνα Παρκ τροχός! Σαν μια νύχτα επίμονη, μαύρη, σκοτεινή,  που πάντα όμως τη διαδέχεται η μέρα,  η καθαρότητα,  το φως!

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ