Στο δρόμο για τις Απόκριες

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Πάνω σε αυτή την κρίσιμη της διάθεσης καμπή, στην άσχημη για τους ανθρώπους εποχή έρχονται οι Απόκριες. Οι άνθρωποι γδύνουν το βαριά ντυμένο, κουστουμαρισμένο, αψεγάδιαστο εαυτό τους, γελοιοποιούν το σοβαρό, το συγκρατημένο, το ψυχρό


της Μαρίας Λιονάκη

Διάσημοι ερευνητές, μελετητές,  κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι,  από Πανεπιστήμια του εξωτερικού, αλλά και  του εσωτερικού, της Κρήτης, της Αθήνας,  της  Θράκης, της Θεσσαλίας   έχουν  κάνει  εδώ και χρόνια μελέτες,  ενδελεχείς, εμπεριστατωμένες, τεκμηριωμένες που αφορούν τον άνθρωπο και που τις   παραδέχεται όλη η  επιστημονική κοινότητα.  Οι μελέτες αυτές  συγκλίνουν στην άποψη  ότι η διάθεση, η ψυχολογία, η συμπεριφορά  του ανθρώπου σχετίζεται  άμεσα με τη διάθεση,  τη  ψυχολογία του καιρού και με την εποχή.  Αν ο καιρός είναι ηλιόλουστος,  χαρούμενος, ομιλητικός, αν ο ήλιος με χαμόγελο ξυπνήσει και πάρει το πρωινό του,  με χαμόγελο ξυπνούν, παίρνουν το πρωινό τους και συνεχίζουν τη μέρα τους  και  οι άνθρωποι.  Αντιθέτως  αν ο καιρός είναι συννεφιασμένος  σύννεφα εδρεύουν και  περιοδεύουν στο πρόσωπο των ανθρώπων  και αν ο καιρός ξεσπάσει σε βροχή  βρέχουν  και οι άνθρωποι. Αν  ο καιρός    είναι    ψυχρός κι ανάποδος,   εξίσου ψυχρή κι ανάποδη  είναι και η  μέρα, η συμπεριφορά  των ανθρώπων.

Οι ίδιοι διάσημοι ερευνητές, μελετητές, κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι του εξωτερικού, αλλά και της ενδοχώρας διακρίνουν στην ετήσια διάθεση και συμπεριφορά των ανθρώπων τέσσερις διαβαθμίσεις,  εποχές, τις οποίες με πίνακες, σχεδιαγράμματα  πολύ παραστατικά  αποτυπώνουν. Οι εποχές αυτές  του  ανθρώπινου έτους  είναι   φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι.  Κάθε  εποχή απ’ αυτές έχει  άλλα  γνωρίσματα, χαρακτηριστικά. Μεγάλη αντίθεση  παρατηρείται ανάμεσα στο χειμώνα και το καλοκαίρι, ενώ το φθινόπωρο και η άνοιξη είναι ενδιάμεσης  διάθεσης εποχές. Το καλοκαίρι  οι μέρες είναι μεγάλες, ηλιόλουστες, φωτεινές, ζεστές και  οι άνθρωποι δεν περπατάνε, αλλά  πετάνε.  Δε μιλάνε, αλλά  κελαηδάνε.  

 Χαμογελούν αδιάκοπα σαν  από φυσικού τους, σαν ερωτευμένοι ή σαν παιδιά, λένε ναι σε όλα. Ασπάζονται την ίδια θρησκεία,  ψηφίζουν  όλοι  το ίδιο κόμμα, τα ίδια νομοσχέδια,  τους νόμους της  ζωής, αποδέχονται προτάσεις, αλλαγές, καινοτομίες.  Προβαίνουν ευκολότερα σε αγορές, σε συμφωνίες, σε επαγγελματικά ανοίγματα ή επαγγελματικές ρήξεις,  σε γάμους,  συνοικέσια,  διαζύγια. Είναι χειμαρρώδεις,  σίγουροι, αποφασιστικοί. Ανοίγουν τα χέρια τους διάπλατα κι αγκαλιάζουν όλη τη γη, μοιράζονται το λίγο, το μισό,  στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ του Ελύτη. Αφήνονται  ολημερίς στα χάδια του ήλιου, της θάλασσας κι ολονυχτίς στα χάδια του έρωτα, της σελήνης, της ζωής. Ξαπλώνουν  τα μεσημέρια πάνω στην καυτή άμμο, χωρίς πετσέτα, χωρίς αντηλιακό, γιατί  δεν καίει η άμμος , γιατί αποκλείεται να  καούν.  Τα βράδια βγαίνουν με αμάνικα,  τιραντέ, χωρίς ζακέτες, γιατί δεν κάνει  κρύο στην Ελλάδα, κρύο δεν έκανε ποτέ. Είναι προσηνείς, ευπροσήγοροι, καταδεχτικοί, κοινωνικοί,  εξωστρεφείς,  ακούραστοι,  πιο καλοί άνθρωποι.  Φιλιώνουν, μονιάζουν, αγαπιούνται  και  ακούν  με ρομαντική διάθεση   καθημερινά, απαραιτήτως , ανυπερθέτως  Παντελή Θαλασσινό στη διαπασών: «Ν’ αγαπάς τα βουνά και τα πέλαγα,  τους γνωστούς και τους άγνωρους τόπους,  τα πουλιά, τα λουλούδια, τα σύννεφα  και πολύ ν’ αγαπάς τους ανθρώπους».

Σε αντιδιαστολή οι άνθρωποι κάθε τέτοια εποχή παρουσιάζουν  το χειμωνιάτικο χαρακτήρα τους, τη χειμερινή τους εποχή.  Αυτή  διακρίνεται από  αναίτια ξεσπάσματα, από  κακή διάθεση και συμπεριφορά, από  κόπωση, εκνευρισμό,  γκρίνια, μελαγχολία, θυμό, ενίοτε και  παράνοια.  Στα σπίτια τα ζευγάρια τραγουδάνε το Ροζ της Αφροδίτης Μάνου και του Γιάννη Μηλιώκα: « Ήθελα στην ντουλάπα μου να υπάρχει μια τάξη ,ήθελα στην ντουλάπα μου να γίνεται χαμός. Πόσο άλλαξες πόσο άλλαξα  τα όνειρά μου κόκκινα τα όνειρά μου άσπρα,   ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουνε γίνει ροζ…»  ενώ μια κοπέλα στον τρίτο  χθες βράδυ, έπινε τσάι γιασεμιού και τραγουδούσε  Αρλέτα: «Πάω πίσω λοιπόν στη μαμά μου,  στην κάμαρά μου την παιδική,  μήπως βρω το χρυσό πρίγκιπά μου που τον ψάχνω εδώ και μια ζωή…» 

 Αμέσως μετά τις γιορτές,   αφού οι άνθρωποι ξεστολίσουν το δέντρο, τα σπίτια τους αρχίζουν συχνά να στολίζουν ο ένας τον άλλο. Οδηγούν νευρικά, δουλεύουν κουρασμένα, σιωπούν εκκωφαντικά,  μιλάνε, απαντάνε  με γρίφους, κρύβουν περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένα  με μάσκες τη δυσαρέσκεια, τη θλίψη, το θυμό τους, τη μοναξιά τους. Τους φταίει ο γείτονας, ο συνάδελφος, ο φίλος, ο γνωστός, ο άγνωστος, ο ίδιος τους ο εαυτός. Η πραγματικότητα μοιάζει άχρωμη και σκληρή, η ρουτίνα αδυσώπητη, οι υποχρεώσεις εχθρικός στρατός. Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις  οξύνονται ,  οι αντιθέσεις στον εργασιακό χώρο επιτείνονται, τα προβλήματα του πλανήτη, της χώρας μοιάζουν άλυτα.  Το παιδί θέλει να παίξει και όχι να διαβάσει,  ο  μεγάλος αρνείται να αναλάβει νέες ευθύνες.  Γιατί εξαντλήθηκαν τα αποθέματα δύναμης  που αποθηκεύτηκαν  το καλοκαίρι που πέρασε, στην προηγούμενη  άδεια και η επόμενη αργεί. Γιατί ο ενήλικας- παιδί που πετούσε βότσαλα στη θάλασσα την ώρα που οι ηλιαχτίδες την  έβαφαν τριανταφυλλιά  το δείλι μοιάζει άλλος, ξένος, επισκέπτης που δε θα ξαναρθεί.   

Πάνω σε αυτή την κρίσιμη της διάθεσης καμπή,  στην άσχημη για τους ανθρώπους  εποχή  έρχονται οι Απόκριες. Οι άνθρωποι γδύνουν το  βαριά ντυμένο, κουστουμαρισμένο, αψεγάδιαστο   εαυτό τους, γελοιοποιούν  το  σοβαρό, το συγκρατημένο, το ψυχρό, το  ανέκφραστο,  το αμέτοχο  και  ντύνονται τη χαρά, τη  ξεγνοιασιά, την τρέλα, τη  ζωή. Πετάνε τις μάσκες  της ζωής, της προσποίησης  και βάζουν τις γελαστές, τις αληθινές  μάσκες  της Αποκριάς. Ξαναβρίσκουν τη  χαμένη παιδικότητά τους, κάνουν τα όνειρα νήματα και ράβουν αποκριάτικη  στολή. Κάνουν τα πρέπει κομφετί και τα σκορπάνε με ορμή ψηλά να λυτρωθούν. Κάνουν τις επιθυμίες τους  πολύχρωμο χαρτί,  φτιάχνουν χαρταετούς, αφήνουν μπόλικο σπάγκο  και τις αφήνουν ελεύθερες να πετάξουν στους ουρανούς… 

   

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ