Θέλω την αγάπη σου για καύσιμο!

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

« Να σκάσω θέλει!» Τη φράση αυτή ακολούθησε παρατεταμένο γέλιο στο πλατό, αλλά και στο σπίτι.

της Μαρίας Λιονάκη

«Θέλω την αγάπη σου για καύσιμο  να δραπετεύω από τις άγουρες τις μέρες .Θέλω την αγάπη σου ορόσημο  να τη φοράω τις μουντές Δευτέρες…»  Τραγουδάει ο Κωστής Μαραβέγιας, στο «Φάρο», το αγαπημένο σου τραγούδι  αυτή τη  Δευτέρα που ξημέρωσε…

Μουντή,  βροχερή ξημέρωσε...  Μάιο αγοράσαμε, Μάρτιος μας βγήκε. Πεντάγνωμος! Ευμετάβολος, κυκλοθυμικός,  στον αστερισμό των Διδύμων.   Ο γύρος του χρόνου σε ένα εικοσιτετράωρο. Ήλιος, συννεφιά, βροχή, αέρας, ζέστη και κρύο στην ίδια συσκευασία. Για να μείνει ευχαριστημένος ο πελάτης. Ο κάθε πελάτης. Όσο παράξενος κι αν είναι… Ξημερώνει ο Θεός  κι έχεις μαζί σου…. Μαγιό και πετσέτα θαλάσσης,  κοντομάνικο, φουτεράκι ή τζιν μπουφάν,  αδιάβροχο και ομπρέλα. Παίρνεις το βαλιτσάκι σου και ξεκινάς τη μέρα, το δρόμο σου…  Σιγά  τώρα μη στενοχωρηθείς,  μην αγχωθείς.  Εσύ που έχεις ζήσει τόσα και τόσα,  την εναλλαγή τόσων διαφορετικών, ίδιων  Κυβερνήσεων κι αντέχεις, στον καιρό θα κολλήσεις;  Δε θα βρεις τρόπο να πορευτείς;  «Να σκάσω  θέλει….»  λες  και θυμάσαι την  ατάκα, τη δική σου, τη  στερεότυπη, την  ταιριαστή σε όλες τις  περιπτώσεις,  με όλες τις  συνθήκες, την παροιμιακή, συνθηματική  για σένα και την κόρη σου.

 ‘Ήταν, θυμάσαι,  χειμώνας καιρός και έβρεχε επίμονα, αδίστακτα,  ανελέητα…. Τα  φυτά, τα δέντρα, τα καημένα τα ζωάκια, τα πετούμενα της γης μαζεμένα,  φοβισμένα παρακολουθούσαν  εδώ και ώρα το κακό της φύσης, το ξέσπασμα  του πρωτοφανή, ανεξήγητου  θυμού της , το ινάτι του καιρού…  Στον  μικρό, αγαπημένο,  διθέσιο καναπέ του σπιτιού, μπροστά από την τηλεόραση ξεκουράζονταν από τις εργασίες  της ημέρας, εκούσια και ευχάριστα   στριμωγμένες, αγκαλιασμένες μαμά και κόρη… Ντυμένες ζεστά παρακολουθούσαν στην  τοπική τηλεόραση αγαπημένο  τηλεπαιχνίδι: « Τα σχολεία παίζει». Έπαιζε ένα σχολείο της επαρχίας με ένα του Ηρακλείου,  η διαφορά στο αποτέλεσμα ήταν οριακή και η αγωνία είχε κορυφωθεί. Ξαφνικά στο κρίσιμο σημείο ένας μαθητής της επαρχιακής ομάδας που μιλούσε  τόση ώρα βαριά τα κρητικά  και είχε γίνει πολύ συμπαθής  δίνει σε ερώτηση του παρουσιαστή  μια λανθασμένη απάντηση,  αποφασιστικής όμως  σημασίας. Ακολουθεί  γενική απογοήτευση και βαριά, ασήκωτη, παρατεταμένη σιωπή,  παύση   παρουσιαστή,  κοινού και θεατών… Ο  μαθητής όμως στο σημείο αυτό,  μην αντέχοντας το βάρος που φορτώθηκε στους νεαρούς, εφηβικούς  του ώμους  ,  μην αντέχοντας τη στενοχώρια, τις συνέπειες, τη  ντροπή της λαθεμένης απάντησης  είπε ξεφυσώντας  την εξής  αυθόρμητη, ταιριαστή  φράση: « Να σκάσω θέλει!»  Τη φράση αυτή ακολούθησε παρατεταμένο γέλιο στο πλατό, αλλά  και στο σπίτι. Ξέφρενο, λυτρωτικό  γέλιο ξέσπασε στον διθέσιο καναπέ,  μαμάς και κόρης,  που άμαθες  στα πολύ κρητικά  πήραν  την όμορφη, γνήσια, αυθεντική φράση του επαρχιωτόπουλου  και την έκαναν  σημαία σε κάθε δυσκολία τους, ατάκα τους, παροιμία και σλόγκαν … Στο εξής: « Να σκάσω θέλει!»  για τον κακό βαθμό έλεγε  στο διαγώνισμα η κόρη . « Να σκάσω θέλει!»   για το αποτυχημένο γλυκό ή το  μικρογρατζούνισμα στο αυτοκίνητο έλεγε   η μαμά και δώστου…

 Δευτέρα λοιπόν 22  Μαΐου. Των πεντηκοστών γενεθλίων σου… « Να σκάσω θέλει!» σκέφτεσαι ενώ διαπιστώνεις  ότι έξω έβρεξε αποβραδίς . Αναβάλλεις το τακτικό, δευτεριάτικο  γυμναστήριο,  καθώς που να τρέχεις  με τέτοια βροχή και παρατηρείς από το διάφανο τζάμι του παράθυρου τη διάφανη βροχή που  έχει ξεπλύνει τα πάντα, τονίζοντας τα χρώματα της φύσης, του κόσμου… « Να δεις που ο καιρός ήθελε να   δείξει την  αμέριστη συμπαράσταση του στο  μεγάλωμά  σου μ’ αυτή τη βροχή…» σκέφτεσαι και νοσταλγικά θυμάσαι…

 Κάθε χρόνο τέτοια μέρα θυμάσαι το παιδί που έπαιζε ανέμελο όλη μέρα στις αλάνες, όταν  το διάβασμα περιοριζόταν σε μια ώρα, μετά που σουρούπωνε. Το παιδί που μετρούσε μπάνια στη θάλασσα και παγωτά το καλοκαίρι. Την έφηβη που ονειρευόταν και νανουριζόταν από τον ήχο της βροχής  στο ελενίτ του διπλανού σπιτιού τα χειμωνιάτικα βράδια. Που βρήκε το πρώτο  ανώνυμο ραβασάκι, με στίχους της Γλυκερίας,  σε ένα τσαλακωμένο, ιδρωμένο χαρτάκι  στην τσέπη του μπουφάν της. «Να 'χα εκατό καρδιές να σ' αγαπώ εκατό φορές, γιατί μια καρδιά που έχω το σεβντά σου δεν αντέχω.» έλεγε.  Θυμάσαι το πείσμα σου, όταν η βαθμολογία του σχολείου δεν ήταν αυτή που περίμενες, τις βόλτες με τους φίλους σου στο Λιμάνι, στους δρόμους των Χανίων, όταν συναγωνιζόσασταν για την πιο έξυπνη ατάκα, όταν υποσχόσασταν  ότι κανείς και τίποτα δε θα σας χωρίσει… Θυμάσαι τον ξέφρενο χορό σας στις ντίσκο της εποχής τα Σάββατα,  τις εξετάσεις που σας έβαλαν στα δύσκολα… Θυμάσαι τα καλύτερα σου χρόνια, τα πιο ευαίσθητα συναισθηματικά… που ως αναμνήσεις τώρα πια σε συντροφεύουν.

« Χρόνια πολλά μαμά! Να σε χαιρόμαστε, να είσαι γερή και χαρούμενη πάντα…»  μου εύχεται η κόρη ενώνοντας σε μια στιγμή, με το τηλεφώνημά της  το παρελθόν με το παρόν μου … « Μα να κλείνεις μαμά τα πενήνταα… κι εγώ, που είπα στους φίλους μου προχθές ότι κλείνεις τα σαράντα τέσσεραα …» κι όταν σοβαρεύομαι ξαφνικά συνεχίζει: « Κανονικά ο μπαμπάς μου πρέπει να σβήσει τούρτα!» που… σε αντέχει τόσα χρόνια! » μου λέει και γελάμε κι οι δυο, καθώς πάλι βρήκε το κλειδάκι που ξεκλείδωσε την πιο κεφάτη διάθεσή  μου, το πιο πλατύ χαμόγελό μου… «Σήμερα μαμά, θα μιλάμε όλη μέρα, στο τηλέφωνο  -συνεχίζει - ό,τι ώρα κι αν με  πάρεις  και στη δουλειά ακόμα, θα σου το σηκώνω… Σήμερα, λόγω γενεθλίων έχεις free day!» μου λέει και η  αγάπη της, η αγάπη των παιδιών μου, των παιδιών  μας  εκτοξεύει  την ψυχή μας  ως το άπειρο, είναι άνεμος στου Αιγαίου τα φεγγάρια, είναι  φάρος, θάλασσα που αγκαλιάζει  το καράβι, στης  ζωής μας τα ταξίδια… 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ