Το γεφύρι της Αρτας...το ψυγείο

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Της λες λοιπόν της μανούλας τα βάσανά σου, των ημερών, τα σημερινά, μαζί με το αχ και να ήσουν εδώ της Αλεξίου. Και καταλήγεις: «Αυτό το ψυγείο όμως το καινούργιο δεν είναι και τόσο βολικό!

της Μαρίας Λιονάκη

Παίρνεις την κυρα-Ξανθίππη, τη μανούλα στα Χανιά,  τηλέφωνο  να της πεις τα βάσανά σου. Πως έχει χαλάσει το ψυγείο μέρες, αλλά το ψάχνεις το θέμα, δεν μπορείς να δεχτείς έτσι εύκολα την πραγματικότητα, το πεπρωμένο, το έξοδο, που δεν είναι και ευκαταφρόνητο. Πως  μπαινοβγαίνουν μέρες στο σπίτι  μάστοροι,  σαρανταπέντε μάστοροι  και εξήντα μαθητάδες. Που λέει το δημοτικό τραγούδι και η μοίρα σου. Για το γεφύρι της Άρτας, το ψυγείο.  Ολημερίς το φτιάχνουν  όλοι αυτοί, το βράδυ  χαλάει το αναθεματισμένο. Μια στιγμή παίρνει μπρος, μαρσάρει, αναπτύσσει ταχύτητα, χαμογελάς εσύ, αναπτερώνεται το ηθικό σου, βρίσκεις  το χρώμα σου,  μια άλλη  χάνει το χρώμα του,  πέφτει σε κώμα, ξεψυχά  αυτό και  σοβαρεύεσαι  εσύ.  Μια στιγμή ανασαίνει, έχει αναλαμπή, με τον κόσμο επαφή,  σαν τον  βαριά άρρωστο ασθενή  λίγο πριν το τέλος, μια χλομιάζει, χάνεται, σβήνει.  Αυτό κι εσύ. Γιατί σου βγήκε επίμονο, πεισματάρικο, απαισιόδοξο και καταθλιπτικό. Θέλει να φύγει απ' τη ζωή, καλά και σώνει. Να μην ξαναδεί ηλίου φως, τα άνθη μιας άνοιξης. Της λες λοιπόν της κυρα-Ξανθίππης τα πάθη σου των προηγούμενων ημερών και συνεχίζεις απτόητη,  φτάνεις στο παρόν, ενώ αυτή ακούει άφωνη.

 Πως ήρθε λοιπόν  σήμερα επίτέλους το καινούργιο ψυγείο, το τεράστιο, το ασημένιο σαν το φεγγάρι σε πανσέληνο, που μοιάζει με σκάφος της ΝΑΣΑ, με τις αστραφτερές του  επιφάνειες,  τα πορτοπαράθυρα του τα τεράστια,  τα εσωτερικά, τα  άνετα μπαλκόνια, τους εξώστες, τις μικρές και μεγάλες θήκες. Με το φως, όταν ανοίγεις την πόρτα  του που είναι σα δέκα πολυέλαιοι μαζί. Το λείο, γυαλιστερό,  το  λιτό κι απέριττο εξωτερικά. Που έχει ως  διάδημα στο κεφάλι τη θερμοκρασία.  Που για να ανέβει ήθελε γερανό. Που το κοίταζες με δέος κι έκανες την προσευχή σου να χωρέσει στα όρια τα εντοιχισμένα. Που το έφεραν αστροναύτες που ήταν βιαστικοί, φουριόζοι, όχι και τόσο  προσεκτικοί. Που πλημμύρισαν το διάστημα του σπιτιού σου, ολόκληρο το γαλαξία των διαδρόμων της πολυκατοικίας  με νερά.

 Της λες λοιπόν της μανούλας τα βάσανά σου, των ημερών, τα σημερινά,   μαζί με το αχ και να ήσουν εδώ της Αλεξίου. Και καταλήγεις: «Αυτό το ψυγείο όμως το καινούργιο  δεν είναι και τόσο βολικό!  Δε στέκονται όρθια τα μπουκάλια για νερό. Γι’ αυτό λέω να αλλάξω τη διαρρύθμιση, σαλόνι, κουζίνα, καθιστικό.  θα βγάλω μερικές θήκες μαμά, θα αλλάξω θέση σε άλλες, όπου γίνεται…»  Και τι σου απαντά  στα μεγαλόπνοα σου σχέδια, σαν επίλογο, πρόταση κατακλείδα, σα σοφία μιας άλλης γενιάς,  η ως τώρα αμίλητη μανούλα και σε αποτελειώνει, πάνω στην κούραση, στη φούρκα της ταλαιπωρίας; « Να ρωτήσεις πρώτα τον άντρα σου!» …(!!!)  

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ