Της μάνας τα καμώματα...

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Μόνο η κυρά Ξανθίππη συνέχιζε τα σούρτα φέρτα της απτόητη. Συνέχιζε να βγαίνει από το σπίτι της κόρης της, της χανιώτισσας, που πάντα με αγάπη τη φροντίζει. Έβγαινε απ’ το ισόγειο σπίτι , το πάντα με αναμμένα καλοριφέρ, το ζεστό, για να διασχίσει τον κήπο με τα παρτέρια, τις πρασινάδες, τα λίγα λουλούδια που επέζησαν, με τον κιτρινισμένο τώρα το χειμώνα βασιλικό


της Μαρίας Λιονάκη

"Το να μην κάνεις τίποτα είναι η ευτυχία των παιδιών και η δυστυχία των γέρων" Βίκτωρ Ουγκώ

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο που αποδέχονται όλοι ,  όλες οι κοινωνιολογικές μελέτες ότι, όταν ο άνθρωπος μεγαλώσει, όταν στο μαραθώνιο  της ζωής  του διανύει τα τελευταία χιλιόμετρα, λίγο πριν τον τερματισμό, τότε γίνεται περισσότερο επίμονος στις συνήθειες του, όσες έχει  αποκρυσταλλώσει τον τελευταίο  καιρό.   Είναι γεγονός γενικά παραδεκτό  ότι,  όταν ο άνθρωπος  στο μυθιστόρημα της ζωής του γράφει το  τελευταίο κεφάλαιο,  το ευάλωτο,  το ευαίσθητο, το ευσυγκίνητο, το πολύ συναισθηματικό,   αυτό που περιέχει   λίγη δράση,  λίγη κοινωνική ζωή, λίγες εξόδους  και  πολύ μοναξιά,  πολλές αναμνήσεις, παλιότερων δημιουργικών εποχών,   τότε γίνεται   πάλι παιδί, ίσως και μωρό…

Από πριν τα Χριστούγεννα λοιπόν που ο καιρός άφησε τα παιδικά του παιχνίδια και έγινε ενήλικας,  αδιάλλακτος, απότομος και    σκληρός, μια έγνοια  κορυφώθηκε και κυριάρχησε αγχωτικά στο δικό μου το μυαλό. Πώς θα μπει η μανούλα, η λίγο μεγάλη,  που ζει στα Χανιά,  πώς θα μπει η κυρά Ξανθίππη, η ατίθαση, η επίμονη σ’ αυτή την ηλικία  σε λογαριασμό.   Πώς θα πειστεί  να προφυλάσσεται, να ντύνεται πιο ζεστά,  όταν ο καιρός είναι κακός. Πώς θα μάθει να φοράει, όταν βγαίνει έξω   επανωφόρι, παλτό, κασκόλ… Πως θα περιοριστεί στο σπίτι της αδερφή μου, αφήνοντας τις βόλτες στη γειτονιά, τα ψώνια στο μπακάλη, όταν δεν το επιτρέπει  ο καιρός. Πώς θα σταματήσει να ανεβαίνει πάνω στο δικό της σπίτι για να το δει, να το αερίσει,  όταν είναι λίγο, πριν χιονίσει,  ο Θεός.

Μοιάζει όλο αυτό  που σας διηγούμαι εύκολο, παιχνιδάκι, σαν αυτά που μου αγόραζε, για να μην κλαίω,  όταν ήμουν μωρό,  μα δεν είναι καθόλου απλό… Χρειάστηκε  έρευνα για ένα σχέδιο ζακέτας, πρωτότυπο,  ελκυστικό που θα ήταν ικανό να κάμψει της κυρά Ξανθίππης τις αντιρρήσεις, την αδιαλλαξία να  βαροντυθεί και να γίνει αγαπημένο ρούχο της, ευκολοφόρετο,  ρούχο κατάλληλο, ζεστό. Ευτυχώς βρέθηκε αυτή η μοντέρνα  ζακέτα που έκλεινε ως απάνω τους φόβους της κόρης της, με φερμουάρ!  ασυνήθιστο για τη μαμά,  παιχνιδάκι σωστό.

Κι ήρθε η βροχή, η καταιγίδα, το χιόνι ήρθαν όλα αυτά που προσμέναμε σαν έτοιμοι από καιρό… Κι αρρώστησαν όλες οι μικρές ηλικίες και οι μεγαλύτερες,  εγγόνια, κόρες, γαμπροί, κουνιάδες, συννυφάδες,  μπατζανάκηδες, ανιψιές, ξαδέρφια  μέσα από ένα πάρε δώσε ιώσεων που δεν μπήκε σε λογαριασμό, δε γνώρισε κανένα φραγμό. Χάσαμε ρεβεγιόν, ταξίδια, χορούς, τα αβγά και τα πασχάλια. Χάσαμε  βόλτες, διασκέδαση, ό,τι  σχεδιάζαμε, λαχταρούσαμε, ονειρευόμασταν μέσα στη βιοπάλη μας   εδώ και καιρό. Και κλειστήκαμε όλες οι μικρές και οι πιο μεγάλες ηλικίες εντελώς.

 Μόνο η κυρά Ξανθίππη συνέχιζε τα σούρτα φέρτα της απτόητη. Συνέχιζε να βγαίνει από το  σπίτι της κόρης της, της χανιώτισσας, που πάντα με αγάπη τη φροντίζει. Έβγαινε  απ’   το  ισόγειο σπίτι , το πάντα με αναμμένα καλοριφέρ, το ζεστό,  για να διασχίσει τον κήπο με τα παρτέρια, τις πρασινάδες, τα λίγα  λουλούδια  που επέζησαν, με   τον κιτρινισμένο  τώρα το χειμώνα βασιλικό. Συνέχιζε  η κυρα Ξανθίππη αδιάφορη για συμβουλές και  φόβους  όλων, αδυσώπητη,   να ανεβαίνει την ξεσκέπαστη σκάλα με το κρύο, το αγιάζι, το βοριά το θυμωμένο, να τη χτυπάει,  για να δει, να αερίσει το σπίτι της, της οικογένειάς μας το πατρικό…  Συνέχιζε τις καθημερινές της εξορμήσεις με κάθε καιρό. Φορώντας   τη χοντρή  ζακέτα της άλλης  κόρης της , της ηρακλειώτισσας, στο σώμα της ως φρουρό. Φορώντας ίσως ενός δικού της Θεού την ευλογία, λόγω αγαθότητας   στο σώμα της ως ζακέτα-φρουρό.

Ώσπου ήρθαν στο συνηθισμένο τηλεφώνημά μας, το καθημερινό, το προηγούμενο Σάββατο το βράδυ τα λίγα εύλογα,  παράπονα της  αδερφής. Η κυρά- Ξανθίππη, όπως αποκάλυψε η ίδια σε κρίση συνείδησης,  όσο η κόρη της έκανε του σπιτιού της  το γενικό και μόλις είδε λίγο ήλιο  λαμπερό, ανέβηκε πάνω στο σπίτι της, καθάρισε το τραπεζάκι του μπαλκονιού της, έβαλε τραπεζομαντηλάκι πολύχρωμο, υφασμάτινο και μουσαμά πλαστικό, έβγαλε καρέκλα, νερό  και γλυκό.  Κάθισε ώρα πολύ στο μπαλκόνι της λοιπόν  να ρεμβάσει τον κόσμο, τους γείτονες, τα βουνά, τα σπίτια, τα δέντρα, τον ορίζοντα τον  μακρινό και να χαρεί τον ήλιο τον καλοδεχούμενο, μετά από καιρό… Μες στο χειμώνα, με ένα ήλιο με δόντια , με τέτοιο ακόμα ψυχρό αέρα,  καιρό.  

Δυο κόρες  σε απόγνωση ανταλλάσσουν φόβους σκεφτόμενες  του εφηβικού παραπτώματος  της μαμάς τους το αποτέλεσμα, το πιο πιθανό και την επίφοβη, επικίνδυνη για την ηλικία της εξέλιξη ενός  άσχημου κρυώματος.  Και το αποτέλεσμα της κουβέντας τους, το πόρισμα της παρ’ ολίγον  δικαστικής διαδικασίας  είναι, ανάμεσα σε άλλα γιατροσόφια που ίσως  θα προλάβαιναν  το κρύωμα το πιθανό, να μπει  η κυρά Ξανθίππη  την επόμενη μέρα για λόγους πρόληψης  σε κατ’ οίκον περιορισμό. Να μην της επιτραπεί να περάσει τα σύνορα του σπιτιού της αδερφής, για κανένα λόγο,  με ό,τι καιρό, αφού  δε σκέφτεται τον εαυτό της, τις κόρες της, το ισχύον  αυτής της ηλικίας καθεστώς…

Κι έτσι  ξημέρωσε η επόμενη, η Κυριακή το βράδυ  και ήμασταν πάλι με την αδερφή μου  στο  ίδιο θέμα συζήτησης,  το φλέγον, το γνωστό.  «Συμμορφώθηκε η κυρά Ξανθίππη προς τα υποδείξεις;»   ρωτάω γελώντας  την αδερφή μου…

«Χθες Κυριακή ήρθαν οι κόρες μου-  μου διηγείται  η αδερφή μου τηλεφωνικώς - και φάγαμε  όλοι μαζί οικογενειακώς.  Αφού μάζεψα λοιπόν το μεσημέρι  το τραπέζι, έπλυνα τα πιάτα και  τακτοποίησα,  ξάπλωσα μετά  λίγο να ξεκουραστώ… Ξεγλίστρησε τότε   λοιπόν,  αθόρυβα και προσχεδιασμένα, όπως μου αποκάλυψε το απόγευμα ,  η   κυρά Ξανθίππη… Βγήκε έξω, διέσχισε πάλι την αυλή με τα δέντρα, τη λεμονιά, τον κιτρινισμένο τώρα πια βασιλικό. Αγνόησε γκρίνια,  περιορισμούς, νόμους και κανόνες  του περισσότερου  κόσμου, των δικών της κορών. Ανέβηκε πάλι  πάνω για να δει το σπίτι της, να το αερίσει, να ρεμβάσει από το παράθυρο το γνώριμο ορίζοντα, το τοπίο το μακρινό, να κάνει ό,τι  επιθυμεί και θεωρεί γι’ αυτήν σημαντικό!

Να κάνει τη δική της  μικρή σκανδαλιά , σκέφτομαι και αποφορτισμένη, χαλαρή,  γελώ.   Αυτή που της δίνει σ’ αυτή την ηλικία  εικόνες, διέξοδο,  κέφι, χαρά  και δυναμισμό. Αυτή που την κάνει λίγο σαν παιδί και λίγο   σαν μωρό. Αυτή τη μοναδική, αγαπημένη συνήθεια της που τη δυσκολεύει λίγο  ο χειμώνας,  για την οποία της γκρινιάζουμε, όταν έχει κακό καιρό,  μα  που  αποφασίζω   τώρα  πια, πιο μαλακά να αντιμετωπίζω,  να μην προσπαθώ να της στερώ… Αυτή που  εύχομαι να συνεχίσει να έχει για πάρα πολλά  ακόμα χρόνια, για πάρα πολύ καιρό!

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ