Το ταξίδι της Φωφώς

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Χρόνια τώρα η ίδια ιστορία, η ίδια καλοκαιρινή ιεροτελεστία. Η Φωφώ που ντράπηκε κι έγινε Φωτεινή. Που ντρέπεται για τις ατέλειες της και δε φοράει τελικά το παλ, σάπιο μήλο μαγιό. Που δε έχει πού να πάει διακοπές και με ποιον.

της Μαρίας Λιονάκη

Φωτεινή το έκανε το όνομά της , μόλις ήρθε στην πόλη. Στο Χάνδακα των Αράβων, το Μεγάλο Κάστρο των Βυζαντινών , την Κάντια των Ενετών, το Κάστρο όλων των κατοίκων, των βούργων, των γειτονιών. Το Κάστρο το κουρσεμένο πάλαι ποτέ, μα πάντα ακούρσευτο, το παινεμένο, της καρδιάς της. Κομμένο το Φωφώ. Είναι ντεμοντέ. Μπανάλ. Φωφώ τη λέγανε στο χωριό της. Πάλαι ποτέ. Εκεί όλα τα ονόματα συνηθίζουν να τα λένε με υποκοριστικό. Πάππου προς πάππου. Η αδερφή της η Ριρί (από το Ειρήνη) παντρεύτηκε το Νώντα (από το Επαμεινώντα) κι έκαναν το Φώντα (απ’ τον Ξενοφώντα), τον Λάκη (από τον Μιχαλάκη) και τη Ζωζώ (απ’ το Ζωή).

-Φεύγω Ευτυχία μου διακοπές! Λέει η Φωφώ και μπαίνει φουριόζα, απαστράπτουσα και λαμπερή, κραυγάζουσα, στο κατάστημα νεωτερισμών: «Ευτυχία». Λίγο πιο κάτω από την πλατεία του Νικηφόρου Φωκά, με το υποκοριστικό Μεϊντάνι, στην Πλατιά Στράτα. Θέλω τα χρειαζούμενα, ως εικός. (που και που το ταίριαζε το γραμματιζούμενο, βάλε ποιας εποχής νεωτερισμός). Χρειάζομαι καινούργιο μαγιό που να γίνεται και παρεό, απ’ αυτά που συνηθίζονται τώρα, πολυτροπικό και καινούργιο καπέλο ψάθινο σαν της Βουγιουκλάκη στις ταινίες, με αποξηραμένα λουλούδια σε παλ αποχρώσεις. Σάπιο μήλο το θέλω το μαγιό, όπως είναι της μοδός.

-Καλώς τη Φωτεινή μου! Χείμαρρος βρε παιδί μου είσαι… εμ διακοπές φεύγεις, γι’ αυτό! Για πού με το καλό;

-Στην Ικαρία πάω φέτος! Εκεί που έπεσαν άδοξα μα τιμημένα, με τα φτερά από κερί και πούπουλα φτιαγμένα, ο Δαίδαλος κι ο Ίκαρος φεύγοντας από δω. Δραπετεύοντας από το Λαβύρινθο. Εκεί που είναι άγριες οι θάλασσες, αφρισμένες, απότομες οι ακτές, μα οι άνθρωποι ξέγνοιαστοι, φιλικοί, χαρούμενοι και χαλαροί. Άλλος κόσμος παιδάκι μου…

-Σε ζηλεύω Φωτεινή μου, έλα να σου δείξω από δω τι σου έχω κρατήσει. Κούκλα θα σε κάνω και φέτος! Μα είσαι κι από φυσικού σου, τέτοιο δέρμα, τέτοια μάτια, τέτοιο μπρίο, τέτοια νάζια. Θα τους φουρτουνιάσεις τους ήρεμους εσύ…

Μεσοβδόμαδα έχει αρχίσει τις προετοιμασίες η Φωφώ… Με μπλούζα αμάνικη, φούστα εβαζέ και τσάντα μεγάλη υφασμάτινη με λουλούδια, πολύχρωμη, υπερπαραγωγή, διασχίζει την αγορά πληθωρική, υπερπαραγωγή, κουνιστή και λυγιστή, όπως διασχίζει καράβι σε εθνική γιορτή τον ήρεμο γιαλό. Από παντού περνάει . Από την κομμώτρια της στη συνοικία Βαλιδέ, δίπλα στην κρήνη Μπέμπο σε ένα στενό. «Να μου τα κοντύνεις και να μου τα φιλάρεις, όπως στο περιοδικό! Φεύγω διακοπές και το αλάτι της θάλασσας δε θα τους κάνει καλό.» λέει στην κομμώτριας της, « Coiffure Γωγώ». Κι από το αρωματοπωλείο περνάει στης Καινούργιας Πόρτας το γιαλό. «Θαλασσινό αγέρι να μυρίζει το άρωμα κυρ Στέφανε!» Παντού γελάει, μιλάει, τιτιβίζει σαν την καρδερίνα. Κι από το περίπτερο της φίλης της Κατερίνας περνάει. Παίρνει φιστίκι αράπικο να μασουλά στο καράβι, αλμυρό. Να τσιμπολογά αγναντεύοντας τα πέλαγα, τους γλάρους, τους φάρους, αμμουδιές κι ακρογιαλιές, δειλινά κι αστροφεγγιές. Αλωνίζει η Φωφώ τώρα την πλατεία των Δημητριακών. Ξυστά στα λιοντάρια περνάει ανασαίνοντας τις φτερωτές δροσοσταλίδες. Στο βάθος αγναντεύοντας απ’ την οδό Πλάνης το Φρούριο (να την κοιτά άραγε επικριτικά;)

Σάββατο πρωί… Νωρίς ξυπνημένη η Φωτεινή. Σέρνει τη βαλίτσα τη ξεχειλισμένη, την μπλε, με τη νησιώτικη ενδυμασία μέσα, σε απόχρωση σπασμένο ροζ. Με διάθεση σε απόχρωση σπασμένο ροζ. Καλά κρυμμένη στη βαλίτσα των ματιών. Καλημερίζει την Ελένη στο απέναντι μπαλκόνι που τινάζει τη νύχτα απ’ τα σεντόνια. Και το Μανώλη που φεύγει για δουλειά. Φύλακας στο Μουσείο είναι αυτός. Γελαστή κι ασπροντυμένη διασχίζει επιδεικτικά της πόλης το γιαλό. Στου δρόμου τα ανοιχτά το ταξίδι όσο τίποτα, καρτερεί, λαχταρά. Της ζωής της… η αταξίδευτη Φωφώ.

-Ανέστη, λέει σιγά και σκύβει στο αυτί του ταξιτζή συνωμοτικά, έχοντας μόλις στρογγυλοκαθίσει στα μπλε καθίσματα. « Ανέστη μου ξέρεις εσύ, όπως κάθε χρόνο, πάμε στο χωριό!»

Χρόνια τώρα η ίδια ιστορία, η ίδια καλοκαιρινή ιεροτελεστία. Η Φωφώ που ντράπηκε κι έγινε Φωτεινή. Που ντρέπεται για τις ατέλειες της και δε φοράει τελικά το παλ, σάπιο μήλο μαγιό. Που δε έχει πού να πάει διακοπές και με ποιον.

Αχ Φωφώ μου… πόσο σ’ αγαπώ!

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ