Το Τζόκερ της Ελένης

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Δεν κληρώθηκε. Δεν είχε αυτή, η Ελένη, το τυχερό δελτίο. Μεταξύ μας δεν τα πήγαινε ποτέ καλά η Ελένη με την τύχη

της Μαρίας Λιονάκη

«ΤΖΟΚΕΡ: Δύο "χρυσά" δελτία χαρίζουν από 3,6 εκ. ευρώ» έγραφε ο τίτλος της είδησης. Και παρακάτω:

«Δύο τυχερά δελτία στην πρώτη κύρια κατηγορία, που το κάθε ένα κερδίζει από 3,6 εκ. ευρώ ανέδειξε η κλήρωση του ΤΖΟΚΕΡ Οι αριθμοί που κληρώθηκαν 4 23 24 39 40 και Τζόκερ το 6»

Δεν κέρδισε. Δεν κληρώθηκε το δικό της Τζόκερ. Δεν είχε αυτή, η Ελένη, το χρυσό δελτίο. Μεταξύ μας ποτέ δεν τα πήγαινε καλά η Ελένη με τα χρυσά. Αρρωστιάρικο το κίτρινο του, φορτωμένο ίκτερο, θαμπό, μουτζουρωμένο το γυαλί του, όχι διάφανο, διαυγές το φως του. Σα χρώμα λευκό που λερώθηκε. Ασπρισμένος τοίχος που πολυκαίρισε. Ρούχο που γάριασε. Σαν αλήθεια που κρύφτηκε, δικαιοσύνη που στάθηκε άδικη. Δεν ταίριαζε με την ψυχοσύνθεσή της το μέταλλο. Η αφή του, το άγγιγμά του δεν εναρμονιζόταν με την αφή της ψυχής της. Η λάμψη του, η επίδειξη, η ματαιοδοξία που είχε στο χαρακτήρα του το σιδερικό αυτό, δεν ταίριαζε με την προσωπικότητά της. Λουλούδι του αγρού αυτή, χαμομήλι, σεμνό και ταπεινό. Να απομονώνεται αγαπούσε. Να περπατάει ώρες δίπλα στη θάλασσα, με τον ήλιο κόσμημα στα μαλλιά. Να διαβάζει κοσμήματα του λόγου, ποίηση, λογοτεχνία, μυθιστορήματα, διηγήματα. Για μεγάλες αγάπες, έρωτες με την πρώτη ματιά. Για ιδεατούς κόσμους, χωρίς πολέμους, σεισμούς, πυρκαγιές, καταστροφές, αρρώστιες, προσφυγόπουλα, δεινά. Με ένα καρβέλι ψωμί για τον καθένα. Μια δουλειά για τον κάθε άνθρωπο. Μια όμορφη ζωή, μια μοίρα καλή. Ένας άλλος άνθρωπος που θα τον αγαπά παντοτινά. Μια αιώνια τρυφερή, πιστή αγκαλιά. Και φίλοι. Φίλοι πολλοί. Άλλες αγκαλιές εκεί και οι γείτονες φίλοι. Όλοι οι άνθρωποι της γης γείτονες , φίλοι!

Στις ιδέες της το χρυσό έκρυβε μια δωροδοκία, μια υποχώρηση, ένα συμβιβασμό. Που δεν ταίριαζε με τα νιάτα της. Με τα κοσμήματα της ψυχής, του μυαλού της. Την ελευθερία, τον ήλιο της. Αγαπούσε λοιπόν το ασήμι. Επειδή δεν ήθελε καλά και σώνει να ξεχωρίζει, να είναι το πρώτο, να επιδεικνύεται. Γι’ αυτό το συμπαθούσε. Υποχώρησε όμως η Ελένη, μπορούσε κι αλλιώς; και τα φόρεσε τα χρυσά στον αρραβώνα της . Να μην πικράνει τον άντρα της. Που έλαμπε τόσο στην ψυχή της. Να μην κακοκαρδίσει την πεθερά, τον πεθερό, τον κουνιάδο, την κουνιάδα. Κοσμήματα απ’ το σόι του. Που δεν της είχαν αξιώσει τίποτα ακόμη. Χρυσή καδένα, χρυσά σκουλαρίκια, χρυσό βραχιόλι και δαχτυλίδι φόρεσε. Και πρώτη φορά καλό φόρεμα. Που τη στένευε. Κάθε που ξεχνιόταν να κάνει μια κίνηση, ένα βήμα παραπάνω το τζιν της λαχταρούσε. Κάθε που ξεχνιόταν η ματιά, η σκέψη, ο λογισμός της τα βιβλία της, τις βόλτες της λαχταρούσε. Στην πολυτέλεια της σάλας δε χωρούσε. Μα έμεινε, ήλπιζε, νόμιζε. Πως η ζωή της θα ήταν χρυσή. Πως ο γάμος είναι χρυσός. Πως ο άντρας της θα ήταν χρυσό παιδί. Το χρυσό παιδί που ονειρευόταν η μάνα της να παντρευτεί από μικρή.

Δεν κληρώθηκε. Δεν είχε αυτή, η Ελένη, το τυχερό δελτίο. Μεταξύ μας δεν τα πήγαινε ποτέ καλά η Ελένη με την τύχη. Στο Δημοτικό θυμάται… Τελειόφοιτη σαν ήταν, είχε κι αυτή όπως τόσα άλλα παιδάκια αριστεύσει στη βαθμολογία, καθώς διάβαζε πάντα, ήταν επιμελής. Πλησίαζε, εποχή φθινοπωρινή σαν την τωρινή, η παρέλαση για την επέτειο της κήρυξης του ελληνοϊταλικού πολέμου. Κι αυτό ήταν ένα άλλο όνειρο της μαμάς της. Να κρατήσει η κόρη της τη σημαία στην παρέλαση. Για να μην ξεσπάσει πόλεμος στο σχολείο. Έγινε κλήρωση λοιπόν ανάμεσα στους αριστεύσαντες. Με τους γονείς να παρακολουθούν με κομμένη την αναπνοή. Δε στάθηκε όμως τυχερή. Δεν κληρώθηκε, δεν την κράτησε τη σημαία. Δεν προβιβάστηκε σα χαρακτήρας το χαμομήλι. Δεν κόρδωσε η μαμά με περηφάνια μάνας, πατριωτική, χρυσή.

Από τότε η Ελένη έπαψε να εμπιστεύεται την Τύχη. Συνέχιζε να διαβάζει, όπως όταν έκανε μικρή. Για να μπει στο Πανεπιστήμιο. Αυτό ήταν άλλο ένα όνειρο της μαμάς της. Που ευτυχώς ευοδώθηκε και γλιτώσαμε τον πόλεμο, τη συγκοπή. Με άριστα μπήκε, με άριστα βγήκε από τη Νομική. Για να συναντήσει λίγο μετά το χρυσό παιδί. Να παντρευτεί, στου γάμου, της οικογένειας τις δυσκολίες να μπλεχτεί. Στo μέταλλο της ρουτίνας, της καθημερινότητας και να πάρει το όνειρο για επαγγελματική καριέρα αναβολή…

Μια στιγμή, μια στιγμή μόνο όλα αυτά τα χρόνια σκέφτηκε να προκαλέσει πάλι την τύχη της. Απόγευμα Κυριακής στο κέντρο του Ηρακλείου, στο απόκεντρο του Σεπτεμβρίου. Ίσως και της δικής της ζωής. Της ήρθε η επιθυμία να ενώσει το όνειρο της με τα όνειρα τόσων άλλων ανθρώπων, φίλων, γειτόνων αυτής της ζωής. Όνειρα ίδια με το κερί. Που στον πίνακα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου «παιδί που φυσάει ένα δαυλί για να ανάψει ένα κερί» στην έκθεση στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου τις προηγούμενες μέρες είχε δει.

Μπαίνει σε ένα πρακτορείο λοιπόν και σημειώνει νούμερα. Κάθε νούμερο γι’ αυτήν ημερομηνία σημαδιακή. Της χρυσής οικογενειακής ζωής της. Ημέρα που παντρεύτηκε, ημέρα που γέννησε τα παιδιά της. Τον Γιωργάκη, τον Πέτρο, την Ελευθερίτσα, την Αθηνά… οι κόποι, τα καμάρια της, η πατρίδα και η θρησκεία της μαζί. Είναι ξαναμμένη, ενθουσιασμένη, δεν κοιτάει γύρω της κανένα, δεν είναι εξάλλου με το περιβάλλον εξοικειωμένη. Έτσι απλά σκέφτηκε να προκαλέσει την τύχη της μια στιγμή. Βρήκε ένα πρακτορείο στην τύχη και μπήκε. Φαντάζεται να κερδίζει, να πετυχαίνει για τα παιδιά της, την οικογένεια της μια πιο άνετη, ξεκούραστη, εξασφαλισμένη ζωή… και για τον εαυτό της φαντάζεται μια τεράστια βιβλιοθήκη και να ταξιδεύει… Να γυρίζει όλο τον κόσμο, να δει όλη τη γη και να ξεκινήσει τώρα την καριέρα της την επαγγελματική…

Δεν κέρδισε. Δεν κληρώθηκε το δικό της δελτίο. Τι αξία έχουν εξάλλου για τους άλλους οι δικές της αναμνήσεις, η δική της ζωή; Πόσο μπορεί κανείς να περιμένει απ’ όλα αυτά τα τυχερά παιχνίδια να του αλλάξουν τη ζωή; Παιχνίδια που προσφέρουν ενθουσιασμό, μερίδα στο όνειρο, ευκαιριακή. Από την άλλη, αν δεν παίζεις ποτέ, αν δεν τολμάς, πώς είναι δυνατόν να κερδίσεις; Δεν κέρδισε η Ελένη. Αυτό που πέτυχε όμως η Ελένη στην κλήρωση αυτή ήταν το νούμερο του Τζόκερ. Το νούμερο έξι είχε βάλει κι αυτή. Έξι, όσα και τα μέλη της οικογένειά της. Εκεί που το δικό της Τζόκερ το έχει για πάντα κερδίσει.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ