Ισχυρές πιέσεις στη βιομηχανία από τις αυξήσεις των πρώτων υλών

Πριν από μερικές ημέρες ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Νίκαιας στη Λάρισα πούλησε 1.000 τόνους σκληρού σιταριού –του σιταριού που χρησιμοποιείται στην παραγωγή ζυμαρικών– στους Μύλους Κεπενού προς 53,6 λεπτά ανά κιλό. 

Πρόκειται για τιμή-ρεκόρ τόσο αυτή, όσο και τα 52 λεπτά/κιλό που θα καταλήξουν στην τσέπη των παραγωγών. Πέρυσι ο ίδιος συνεταιρισμός είχε πουλήσει την ίδια περίοδο σκληρό σιτάρι προς 24 λεπτά/κιλό. Ο υπερδιπλασιασμός της τιμής του σκληρού σιταριού μέσα σε ένα χρόνο δυστυχώς δεν αφορά μόνο τους παραγωγούς της Λάρισας και τους Μύλους Κεπενού. Πρόκειται για παγκόσμιο φαινόμενο με κύρια αιτία τους καταστροφικούς καύσωνες που έπληξαν φέτος τον… Καναδά!

Ο Καναδάς αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς παγκοσμίως στο σκληρό σιτάρι και από εκεί προμηθεύεται κυρίως πρώτη ύλη για να καλύψει τις ανάγκες της βιομηχανίας ζυμαρικών η Ιταλία, η κατεξοχήν χώρα παραγωγής του δημοφιλούς τροφίμου. Φέτος η παραγωγή του Καναδά αντί για 6 εκατομμύρια τόνους που είναι συνήθως υπολογίζεται σε 3,5 εκατομμύρια τόνους, ενώ στη χαμηλή προσφορά έρχεται να προστεθεί και το υψηλό μεταφορικό κόστος. «Οι παραπάνω παράγοντες καθιστούν απαγορευτική την εισαγωγή στην Ευρώπη σκληρού σιταριού από τον Καναδά. Ετσι, οι Ιταλοί αναζητούν άλλους προμηθευτές, μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα. Λόγω της υψηλής ζήτησης, αλλά και λόγω της μειωμένης παραγωγής και στην Ελλάδα, οι τιμές των ελληνικών σιταριών έχουν διπλασιαστεί. 

Αφού κάποιος μπορεί να εξάγει 500 ευρώ τον τόνο στην Ιταλία γιατί να το πουλήσει σε χαμηλότερη τιμή στην εγχώρια αγορά;», επισημαίνει, μιλώντας στην «Καθημερινή», ανώτατο στέλεχος γνωστής βιομηχανίας ζυμαρικών. 

Ενδεχόμενο και ελλείψεων

Με δεδομένη την κατάσταση αυτή, μάλιστα, παράγοντες της αγοράς δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο στα μέσα του φθινοπώρου να παρατηρηθούν ακόμη και ελλείψεις σε σκληρό σιτάρι. Ηδη με βάση τους τιμοκαταλόγους που έχουν ανακοινωθεί από τους προμηθευτές στα σούπερ μάρκετ, στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η «Κ», προκύπτει ανατίμηση της τιμής των ζυμαρικών σε δύο φάσεις, αρχικά 4% και εν συνεχεία 9%.
Από το παραπάνω παράδειγμα προκύπτει αν μη τι άλλο ότι μέρος της αύξησης του κόστους εισροών έχει απορροφηθεί από τη βιομηχανία, ενώ σε σχετικές κινήσεις προβαίνουν και οι λιανέμποροι.

«Το λιανεμπόριο έχει απορροφήσει μεγάλο ποσοστό των ανατιμήσεων μέχρι στιγμής, αφενός με την αποθεματοποίηση σε τιμή πριν από την ανατίμηση και αφετέρου με αναβολή της ημερομηνίας έναρξης αυτών, μέσω της διαπραγμάτευσης με τους προμηθευτές. Βέβαια αυτό δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα και αναμένεται μέχρι το τέλος του χρόνου μεγάλο μέρος αυτών να περάσει και στον καταναλωτή», εξηγεί στην «Κ» επικεφαλής κορυφαίας αλυσίδας σούπερ μάρκετ με πανελλαδικό δίκτυο. Η εκτίμηση των παραγόντων του κλάδου είναι ότι οι ανατιμήσεις θα επηρεάσουν σε ετήσια βάση τις τιμές μεσοσταθμικά (στο σύνολο όλων των προϊόντων) κατά 2% με 3%. 

Η «λυπητερή»

Τα ζυμαρικά, που αποτελούν από τα πλέον κύρια είδη διατροφής και αποτελούν βασική λύση και για τα ευάλωτα οικονομικά νοικοκυριά, δεν είναι δυστυχώς το μοναδικό παράδειγμα όπου έχουν γίνει ήδη ή αναμένονται το προσεχές διάστημα ανατιμήσεις. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, από τις αρχές του χρόνου έως σήμερα έχουν ανακοινωθεί από τους προμηθευτές προς τους λιανεμπόρους ανατιμήσεις σε 15 κατηγορίες βασικών προϊόντων σούπερ μάρκετ, ανατιμήσεις που κυμαίνονται από 1,3% έως 30%.

Η «λυπητερή» περιλαμβάνει γαλακτοκομικά (ανατιμήσεις 4%-5%), τυριά (αυξήσεις τιμών 5% και έως 15% για τα λευκά τυριά), λάδι (5%), ηλιέλαιο (30%), όσπρια (5%), άλευρα (6%), ζάχαρη (5%), καφέ (δύο ανατιμήσεις 3% και 6%). 

Το ενεργειακό κόστος

Ενας επιπλέον λόγος που ο κλάδος των σούπερ μάρκετ υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να απορροφήσει μεγαλύτερο μέρος των ανατιμήσεων είναι τα ήδη χαμηλά περιθώρια κέρδους με τα οποία λειτουργεί ο κλάδος (κάτω από 2% το λειτουργικό και κοντά στο 1% το καθαρό περιθώριο κέρδους) – πιέζονται από τη σημαντική αύξηση του ενεργειακού κόστους. Τα καταστήματα σούπερ μάρκετ είναι από τις πλέον ενεργοβόρες επιχειρήσεις του λιανεμπορίου.

Σε ετήσια βάση η αύξηση του ενεργειακού και του μεταφορικού κόστους υπολογίζεται ότι επιβαρύνει μια μεγάλη αλυσίδα με πανελλαδικό δίκτυο με επιπλέον 3 εκατ. ευρώ και άνω. Σε αυτό το ποσό δεν περιλαμβάνεται ούτε η έμμεση επίπτωση, δηλαδή το πόσο επιβαρύνει η αύξηση του ενεργειακού και του μεταφορικού κόστους τον προμηθευτή και τελικά τις τιμές των προϊόντων, ούτε το κόστος αναδρομικής αύξησης ΕΤΜΕΑΡ (Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων), που εάν τελικά επιβληθεί σημαίνει επιβάρυνση γι’ αυτού του μεγέθους την αλυσίδα σούπερ μάρκετ με επιπλέον ένα εκατ. ευρώ.

Οι επιχειρήσεις αναζητούν εναλλακτικούς προμηθευτές

Τόσο η βιομηχανία όσο και το οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων εκτιμούν ότι όπως έχει η κατάσταση, με τη διεθνή συγκυρία να είναι αυτή που καθορίζει τις εξελίξεις στο κόστος εισροών, τα περιθώρια αντίδρασης των ιδίων αλλά και της κυβέρνησης είναι περιορισμένα. Ακόμη και η μείωση έμμεσης φορολογίας, ειδικών φόρων κατανάλωσης και ΦΠΑ, σε μεγάλες κατηγορίες προϊόντων όπως είναι τα βασικά είδη διατροφής, δεν φαίνεται ορατή στο άμεσο μέλλον. Το ζήτημα τίθεται κατά καιρούς από τους εκπροσώπους του κλάδου, όμως το συμπέρασμα που έχουν αποκομίσει από τα αρμόδια κυβερνητικά στελέχη με τα οποία συνομιλούν τις τελευταίες ημέρες είναι ότι τώρα δεν υπάρχουν δημοσιονομικά περιθώρια για να γίνει κάτι τέτοιο. Η πλέον πρόσφατη παρέμβαση για το ζήτημα αυτό ήταν μέσα στην εβδομάδα του Ινστιτούτου Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), το οποίο επεσήμανε αφενός ότι η Ελλάδα έχει τον έκτο υψηλότερο ΦΠΑ στα τρόφιμα στην Ε.Ε., αφετέρου ότι πολλές χώρες εφαρμόζουν πολύ χαμηλό ή ακόμη και μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής.

Η αναζήτηση εναλλακτικών προμηθευτών πρώτων υλών είναι μια λύση για την ανάσχεση της αύξησης του κόστους λειτουργίας, όμως δεν είναι πάντα εφικτή. Μπορεί να γίνει, για παράδειγμα, στην προμήθεια παιχνιδιών, πλαστικών, τελικών προϊόντων χαμηλού κόστους, με επιχειρήσεις, κυρίως εμπορικές, να βρίσκουν πιο συμφέρουσες τιμές στην Ινδία απ’ ό,τι στην Κίνα (σ.σ. εκεί φέρεται να έχει στραφεί περισσότερο η Jumbo, καθώς έτσι κι αλλιώς προμηθευόταν από την Ινδία αρκετά προϊόντα). Ωστόσο κι εκεί επιβάλλονται συνεχώς περιορισμοί λόγω COVID-19, ενώ η χώρα δεν διαθέτει δικά της εμπορευματοκιβώτια.

Κάποιες βιομηχανίες, όπως για παράδειγμα του κλάδου των χημικών, στρέφονται σε προμηθευτές στην Ευρώπη. Ωστόσο, η πολύ αυξημένη ζήτηση σε πρώτες ύλες τόσο από την Ευρώπη όσο και από τις ΗΠΑ την ώρα που η προσφορά δεν είναι μεγάλη προκαλεί νέο κύκλο ανατιμήσεων. 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ