Μείωση έως 70% των τουριστικών εισπράξεων αναμένεται φέτος

Οι απώλειες τουριστικών εσόδων το 2020 θα είναι εκτεταμένες δεδομένης της κατανομής τους ανά τρίμηνο (α΄ 4%, β΄ 26%, γ΄ 59%, δ΄ 11%) και δεδομένου ότι το β΄ τρίμηνο έχει ήδη χαθεί, ενώ «είναι ακόμα αβέβαιο πότε θα λήξουν τα έκτακτα μέτρα τόσο στην Ελλάδα όσο και στις αγορές της, αλλά και με τι ρυθμούς θα ανακάμψουν οι τελευταίες».

Η δραματική μείωση της ζήτησης για ταξίδια από τις βασικές αγορές από τις οποίες αντλεί επισκέπτες η Ελλάδα προδιαγράφει μια εξίσου δραματική κάμψη για τον ελληνικό τουρισμό. Η μείωση των ταξιδιωτικών δαπανών για αεροπορικά ταξίδια και διαμονή από Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ εκτιμάται πως θα κινηθεί μεταξύ 60% και 70%. Και αυτές οι λιγοστές δαπάνες που αναμένεται να πραγματοποιηθούν ίσως φέτος δεν θα ξεκινήσουν νωρίτερα από τον Σεπτέμβριο, σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) με τίτλο «H πανδημία του COVID-19 και ο ελληνικός τουρισμός».

Οι απώλειες τουριστικών εσόδων το 2020 θα είναι εκτεταμένες δεδομένης της κατανομής τους ανά τρίμηνο (α΄ 4%, β΄ 26%, γ΄ 59%, δ΄ 11%) και δεδομένου ότι το β΄ τρίμηνο έχει ήδη χαθεί, ενώ «είναι ακόμα αβέβαιο πότε θα λήξουν τα έκτακτα μέτρα τόσο στην Ελλάδα όσο και στις αγορές της, αλλά και με τι ρυθμούς θα ανακάμψουν οι τελευταίες». Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις το 2019 διαμορφώθηκαν στα 18,179 δισ. ευρώ. Ετσι, με μια πρόχειρη αναγωγή της «Κ», με βάση το ότι το δεύτερο τρίμηνο θα έχει πρακτικά μηδενικά έσοδα (ακόμα και εάν υπάρξουν κάποιες επισκέψεις τον Ιούνιο ο Μάρτιος ήταν σχεδόν όλος ανενεργός), το 26% των 18,17 δισ. δηλαδή 4,7 δισ. πρέπει να διαγραφούν. Από τα 13,4 δισ. που απομένουν, περί τα 530 εκατ. εκτιμάται πως εισπράχθηκαν το δίμηνο Ιανουαρίου - Φεβρουαρίου. Επομένως, εάν η δαπάνη μειωθεί κατά 60% στο υπόλοιπο του έτους, όπως δείχνουν οι συντηρητικές εκτιμήσεις των στοιχείων που επικαλείται το ΙΝΣΕΤΕ, τότε από τα 12,9 δισ. που απομένουν για το δεύτερο εξάμηνο, στην Ελλάδα θα εισρεύσουν φέτος, στο καλό σενάριο, κατά προσέγγιση 5,66 δισ. έναντι 18,17 πέρυσι.

Επιστρέφοντας στη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ, που υπογράφουν ο επιστημονικός διευθυντής του ινστιτούτου, δρ Αρης Ικκος και η αναλύτρια Γιαννίνα Ρασούλη, πληροφορείται κανείς πως η όποια ανάκαμψη των εσόδων είναι συνήθως βραδύτερη από την αντίστοιχη των αφίξεων, ενώ συνήθως η ανάκαμψη εν γένει λαμβάνει χώρα ένα χρόνο μετά την κρίση. Παράλληλα, τονίζεται πως όταν τελικά έλθει η ανάκαμψη δεν θα είναι ισοκατανεμημένη, ούτε γεωγραφικά ούτε μεταξύ των διαφόρων κλάδων.

Οπως εξηγεί μιλώντας στην «Κ» ο γενικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ, Ηλίας Κικίλιας, «τη ζοφερή δεκαετία 2010-2019 ο τουρισμός, με 260 εκατ. επισκέπτες και 143 δισ. εισπράξεις από το εξωτερικό, αναδείχθηκε στο σημαντικότερο, ίσως, στήριγμα της οικονομίας μας και της απασχόλησης. Με την πανδημία του COVID-19, αναδείχθηκε επίσης ως ένας από τους πρώτους τομείς που επλήγησαν με μεγάλη ταχύτητα και ένταση». Ο ίδιος εκτιμά πως «όλα δείχνουν ότι η ανάκαμψη θα χρειαστεί αρκετό χρόνο και θα πραγματοποιηθεί σε μια νέα, ωστόσο, κανονικότητα. Το στοίχημα είναι η εμπειρία που θα αποκομίσουν οι λιγοστοί, στην αρχή, επισκέπτες μας, να καταστεί παρακαταθήκη για το μέλλον. Αυτό που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία, ωστόσο, είναι η διαμόρφωση μιας σταθερής στρατηγικής που θα εξυπηρετεί τον σκοπό της μεταμόρφωσης του κλάδου και της προσαρμογής του στις νέες συνθήκες», εξηγεί.

Το ΙΝΣΕΤΕ διαπιστώνει τέσσερις βασικούς παράγοντες που θα προσδιορίσουν από εδώ και στο εξής την εξέλιξη του τουρισμού:

1. Το πότε θα αντιμετωπιστεί η πανδημία από υγειονομικής άποψης, ώστε οι πολίτες ανά τον κόσμο να αισθανθούν ξανά ασφαλείς να ταξιδέψουν εφόσον έχουν διαθέσιμο εισόδημα και μπορούν να πάρουν καλοκαιρινή άδεια.

2. Η άρση των ταξιδιωτικών περιορισμών και η αποκατάσταση των αεροπορικών συνδέσεων.

3. Οι τυχόν χρεοκοπίες που εν τω μεταξύ θα έχουν επέλθει.

4. Η συγκριτική εικόνα που θα έχει δημιουργήσει η κάθε χώρα σχετικά με τον τρόπο που αντιμετώπισε την πανδημία.

Η Ελλάδα, σύμφωνα με τη μελέτη, έχει ενδεχομένως τη δυνατότητα να βελτιώσει τη συγκριτική της θέση και να ανακάμψει κάπως ταχύτερα από άλλες αγορές λόγω της αποτελεσματικής αντιμετώπισης της πανδημίας. Η μεγάλη διασπορά της πελατειακής βάσης αποτελεί άλλο ένα πλεονέκτημα. «Aν επιβεβαιωθεί η διάθεση των πολιτών να ταξιδέψουν μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες, υπάρχει το ενδεχόμενο να υπάρξει συγκριτικά υψηλότερη ζήτηση για ταξιδιωτικές υπηρεσίες το τέταρτο τρίμηνο φέτος και ίσως και τον Σεπτέμβριο», αναφέρει η μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ.

Οι κύριες αγορές

Ηνωμένο Βασίλειο

Αναμένεται μεγάλη πτώση ταξιδιωτικών δαπανών, με αυτήν για τις διεθνείς πτήσεις να εκτιμάται πως θα φθάσει στο 70%. Η αναμενόμενη μείωση της δαπάνης των Βρετανών για διαμονή στο 76%, ενώ για βραχυχρόνιες μισθώσεις στο -59%.

Γερμανία

Η εκτιμώμενη συρρίκνωση τουριστικών δαπανών  προβλέπεται πως θα φτάσει στο 71%. Η αναμενόμενη μείωση της δαπάνης των Γερμανών για ξενοδοχεία ανέρχεται σε 73% και για καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης σε 59%.

ΗΠΑ

Η πτώση των δαπανών για τις διεθνείς πτήσεις αναμένεται στο -69%. Η αναμενόμενη μείωση της δαπάνης των Αμερικανών για διαμονή σε ξενοδοχεία ανέρχεται σε 79% και για καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης σε 61%.

Γαλλία

Η δαπάνη για διεθνείς πτήσεις εκτιμάται πως θα υποχωρήσει κατά -57% και κατά -71% στη μετακίνηση με αυτοκίνητο. Η μείωση της δαπάνης των Γάλλων για διαμονή εκτιμάται στο 63% και για καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης στο 64%.

Ιταλία

Καταγράφεται η μεγαλύτερη αναμενόμενη πτώση δαπανών: στις διεθνείς πτήσεις φθάνει στο 81% και στη μετακίνηση με αυτοκίνητο στο 83%. Η εκτιμώμενη μείωση της δαπάνης για διαμονή ανέρχεται σε 84% και 64% στις βραχυχρόνιες μισθώσεις.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ