Σύμβαση Εξαρτημένης Εργασίας (διάκριση από συγγενείς έννοιες & η προστασία της επιχείρησης)

Κάποια στιγμή στο μέλλον η οποιαδήποτε συμβατική σχέση, η οποιαδήποτε σύμβαση, η οποιαδήποτε υπόθεση στην οποία εμπλεκόμαστε είναι ενδεχόμενο να τεθεί, προς αξιολόγηση, ενώπιον αρμοδίου Δικαστηρίου.

Σε προγενέστερη αρθρογραφία μας προσεγγίσαμε την έννοια και το περιεχόμενο της σύμβασης εργασίας. Προϋποτίθεται, στο πλαίσιο του Εργατικού Δικαίου, εξάρτηση. Πότε όμως έχουμε εξάρτηση και πότε όχι; Πότε εξαρτημένη εργασία και πότε «κάτι άλλο»; Υπάρχουν, άραγε, ασφαλή όρια ανάμεσα στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, τη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών και τη σύμβαση έργου; Και ποια, εν τέλει, η προστασία της επιχείρησης;

Η διάκριση από τη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών

Πρόκειται για τη δυσχερέστερη, ίσως, διάκριση μεταξύ των συγγενών συμβάσεων. Μοναδικό κριτήριο για την επίτευξή της, αποτελεί η έννοια της εξάρτησης. Η έλλειψή της ευθέως παραπέμπει σε σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών.

Κατά τη νομολογία, «…σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών…υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του».

Σε αρκετές, όμως, περιπτώσεις η συγκεκριμένη διάκριση αποδεικνύεται οριακή.

Η διάκριση από τη σύμβαση έργου

Η διάκριση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από τη σύμβαση έργου μοιάζει, κατ’ αρχάς, εύκολη.

Με τη σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία. Αντίθετα, με τη σύμβαση μίσθωσης έργου, οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη ενός συγκεκριμένου, τελικού, αποτελέσματος. Η πραγμάτωση του ορισμένου αυτού αποτελέσματος συνεπάγεται την αυτόματη λύση της συμβατικής σχέσης των συμβαλλομένων.

Ωστόσο, κατά τη νομολογία «…όταν η παροχή της εργασίας αποσκοπεί σε ορισμένο αποτέλεσμα, το οποίο όμως βρίσκεται έξω από την εξουσία του εργαζόμενου, που αναλαμβάνει όχι να παράγει τούτο, αλλ` απλώς να κάνει ότι του είναι δυνατό για να παραχθεί αυτό, τότε υπάρχει σύμβαση εργασίας και όχι σύμβαση έργου, έστω και αν μεταξύ των μερών έχει συμφωνηθεί ότι ο μισθός θα καταβάλλεται μόνο εφόσον επέλθει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα».

Τα όρια μεταξύ των δύο συμβατικών μορφών παραμένουν, και εν προκειμένω-συχνά, δυσδιάκριτα.

Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός...

Σε κάθε περίπτωση, ο δικαστής είναι εκείνος που κυριαρχικά αξιολογεί οποιαδήποτε περίπτωση αμφισβήτησης του χαρακτηρισμού μιας σύμβασης, η οποία φέρεται ενώπιόν του. Ο χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου ή εντολής είναι αδιάφορος για τον εφαρμοστή του δικαίου.

...και η ενδεδειγμένη στάση της επιχείρησης

Υπό το πρίσμα όλων όσων ανωτέρω εκτέθηκαν, εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί ο επιχειρηματίας (ή/και ο νομικός του παραστάτης): «κι εγώ, τώρα, τι πρέπει να κάνω;»

Ευκταία θα ήταν η αποφυγή της επιβάρυνσης του επιχειρείν με νομικούς και λοιπούς, μη υπολογίσιμους, κινδύνους.

Περί του πρακτέου:

(α) Επιλογή του νομικά ορθού συμβατικού τύπου που συνδέει την επιχείρηση με τον εργαζόμενο ή συνεργάτη της-πριν την έναρξη μάλιστα της συνεργασίας.

(β) Σαφής τεκμηρίωση της νομικής βασιμότητας του συμβατικού τύπου που θα επιλεγεί. Ενσωμάτωση στο σχετικό, συνταγησόμενο, συμβατικό κείμενο των ουσιαστικών εκείνων παραμέτρων που την υποστηρίζουν.

Κάποια στιγμή στο μέλλον η οποιαδήποτε συμβατική σχέση, η οποιαδήποτε σύμβαση, η οποιαδήποτε υπόθεση στην οποία εμπλεκόμαστε είναι ενδεχόμενο να τεθεί, προς αξιολόγηση, ενώπιον αρμοδίου Δικαστηρίου.

Ας το έχουμε κατά νου.

Ας μην αφεθούμε τότε να σχηματίσουμε το σχετικό υποστηρικτικό φάκελο και επιχειρηματολογία μας...

 

Σταύρος Κουμεντάκης

Managing Partner

Koumentakis and Associates Law Firm

 

 

Σημ.: Το παρόν άρθρο σε πλήρη μορφή

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ