Υλική και άυλη κληρονομιά του Ερωτόκριτου

...στη μουσική και τα τραγούδια οφείλει το μυθιστόρημα του Κορνάρου την κινητήρια δύναμη της πλοκής του, αφού όλα ξεκίνησαν όταν η Αρετούσα: «για χτύπο λαγουτιού, για τραγουδιού γλυκότη, / εμπέρδεσε κι εσκλάβωσε την όμορφή τση νιότη»

Της Τασούλας Μ. Μαρκομιχελάκη


Επιτρέψτε μου, πρώτα, να σας μεταφέρω σε ένα περιβόλι μέσα στην πόλη των Χανιών που είναι γεμάτο λεμονιές και πορτοκαλιές, ανθισμένες αυτή την εποχή. Είναι άνοιξη. Τέλη Απριλίου του 1941. Οι προσωρινοί ένοικοι του μικρού σπιτιού της οδού Γιαμπουδάκη, ένα ζευγάρι από την Αθήνα, είναι σχεδόν αδύνατο να κοιμηθούν τα βράδια, εξαιτίας των αεροπορικών επιδρομών. Ο άντρας, γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, η οποία εδρεύει για λίγο στην Κρήτη πριν καταλήξει στην Αίγυπτο, περνάει αρκετές ώρες στο περιβόλι, από τον φόβο των αεροπλάνων, κουβεντιάζοντας με τον σπιτονοικοκύρη του Μανόλη Μέφα, και τον «συγκινεί [παραθέτω] η γλωσσική ασφάλεια αυτών των ανθρώπων».[1]

Πέντε χρόνια αργότερα, ο ποιητής που το 1963 θα έπαιρνε το πρώτο ελληνικό Νόμπελ λογοτεχνίας αφηγείται μία απ’ αυτές τις βραδιές που είχαν καταφύγει στο χανιώτικο μυριστικό περιβόλι κρυμμένοι κάτω από τα δέντρα, για να προστατευθούν:

«Όσο δυνάμωνε το φεγγάρι, τ’ αεροπλάνα πληθαίναν· όπως το φως του φεγγαριού, τα σπίτια ήταν θανατηφόρα. Κάτω απ’ τον ίσκιο των δέντρων, ο μόνος τρόπος να περάσει κανείς τις νύχτες εκείνες. Τα πορτοκαλάνθια καταργούσαν τον πόλεμο με τρελές ευωδιές […]. Στο πλάι μου ο κυρ Μανόλης αναλογιζότανε λιγότερο μηχανοκίνητους πολέμους. “Τα χρόνια εκείνα” έλεγε δείχνοντας τα γκρίζα κουνούπια στον ουρανό, “είχε κι αυτός, είχες κι εσύ ένα τουφέκι στα χέρια…” Θυμήθηκα την παλιά μονομαχία του Ερωτόκριτου με τον Άριστο. Ψιθύρισα:

Κι αράσσουν κι αγκαλιάζουνται κρατώντα τα πουνιάλα,

επιάσαν τα κοντά άρματα κι εφήκαν τα μεγάλα… (Δ 1837-38)

Ο κυρ Μανόλης κατάλαβε χωρίς δισταγμό, και συνέχισε με παράπονο:

…γιατί με θάνατο η μαλιά έχει να ξετελέψει·

το γράμμα έτσι το ’λεγε κι οι φοβεροί όρκοι τότες,

να πάει ο ένας τως να βρει τς αραχνιασμένες πόρτες… (Δ 1840-42)»[2]


Ο οικοδεσπότης του Γιώργου Σεφέρη ήταν ένας από τους χιλιάδες άντρες και γυναίκες της Κρήτης που ανατράφηκαν και απέκτησαν την πείρα της ζωής ακούγοντας και επαναλαμβάνοντας, μέχρι να τις μάθουν απέξω, την ιστορία της αγάπης του Ρωτόκριτου για την Αρετή, τις παλικαριές των βασιλόπουλων στο κονταροχτύπημα, την ανδρεία του Άριστου στον πόλεμο, τη θλιμμένη ζωή του Χαρίδημου, την αφοσίωση της παραμάνας Φροσύνης, τη φιλία του Πολύδωρου. Κι ο ιδιαίτερος φιλοξενούμενός του ήταν ένας από τους πολλούς ποιητές μας που γαλουχήθηκαν με τον δεκαπεντασύλλαβο, ένας άνθρωπος των γραμμάτων που ανέδειξε, με τρόπο πρωτοποριακό, σε μία διάλεξή του πριν από 73 χρόνια, τις λογοτεχνικές αρετές της έμμετρης μυθιστορίας του Βιτσέντζου Κορνάρου· αλλά και που είχε υπάρξει, νωρίτερα από όλα αυτά, ένα παιδί που μεγάλωσε με τη φωνή του γυρολόγου να διαλαλεί στους δρόμους της Σμύρνης: «Έχω βιβλία διάφορα! Τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα! Την Ιστορία της Γενοβέφας! Την Ιστορία της Χαλιμάς!...»· ένα παιδί γοητευμένο με τον «λεβέντη Ερωτόκριτο» όπως κοίταζε τους αναγνώστες «αγριωπά» από το εξώφυλλο αυτών των «άθλιων εκδόσεων» που κυκλοφορούσαν για αιώνες «ανάμεσα στις ταπεινές τάξεις, στα νησιά, στις επαρχίες του ελλαδικού κράτους, στις μεγάλες μητροπόλεις του Έθνους», τον λεβέντη που για το μικρό εκείνο παιδί ήταν «η ίδια ψυχή με τον Διγενή και τον Μεγαλέξαντρο, ένας τρίδυμος αδελφός».[3]


Ο Ερωτόκριτος είναι γνήσιο τέκνο της περιόδου που αναφέρεται στις Ιστορίες της γραμματείας μας ως «Κρητική λογοτεχνία της ακμής» ή «Κρητική Αναγέννηση», η οποία υπήρξε καρπός της διασταύρωσης του τοπικού πολιτισμού και των πνευματικών επιτευγμάτων της Ιταλίας του 16ου αιώνα, κυρίως μέσω της μακραίωνης βενετικής κυριαρχίας και επιρροής στη μεγαλόνησο. Πρόκειται για έναν πολιτισμό των πόλεων, που εκδηλώθηκε σε όλες τις τέχνες, από μορφωμένους δημιουργούς: λογοτεχνία, ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική, μουσική, και θέατρο.

Μεταφέρω τα λόγια του Άγγλου νεοελληνιστή David Holton, που έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της επιστημονικής του παραγωγής στον Ερωτόκριτο και την Κρητική Αναγέννηση (και που η Περιφέρεια Κρήτης θα τον τιμήσει γι’ αυτό, φέτος το καλοκαίρι): «Η συνάντηση Ανατολής και Δύσης που έγινε στην Κρήτη κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας πυροδότησε μια διαδικασία πολιτισμικής αλληλογονιμοποίησης, ανυπολόγιστης σημασίας για την ανάπτυξη της νεότερης ελληνικής τέχνης και λογοτεχνίας. Αυτός ο “χρυσός αιώνας”, παρά τους γεωγραφικούς και χρονικούς περιορισμούς του, αξίζει να θεωρηθεί ως ένα ζωτικό και ζωογόνο μέρος της νεοελληνικής πολιτισμικής παράδοσης», καταλήγει ο μελετητής.[4]

Αυτού του χρυσού αιώνα δημιούργημα ήταν ο Ερωτόκριτος.


Η ιστορία του διάσημου ποιητή Σεφέρη και του άσημου κυρ-Μανόλη, με την οποία άρχισα, εικονοποιεί τους δύο μείζονες λόγους που εξηγούν τη σπουδαιότητα του μνημείου της πολιτιστικής μας κληρονομιάς που τιμούμε φέτος: φωτίζει αφενός την αναμφισβήτητη ποιότητά του ως λογοτεχνήματος, ως ποιητικού κειμένου· και αφετέρου την τεράστια απήχηση που είχε στο πέρασμα των αιώνων, πρώτα στον λαϊκό προφορικό πολιτισμό του τόπου που το γέννησε, αυτό, ένα επώνυμο γραπτό δημιούργημα, και κατόπιν ευρύτερα στις τέχνες και τα γράμματα, όχι μόνο μέσα στα όρια του ελληνικού κόσμου, αλλά και έξω απ’ αυτόν μέχρι σήμερα, μέχρι τώρα που μιλάμε.

Ως προς το πρώτο θέμα, τη μεγάλη λογοτεχνική αξία του Ερωτόκριτου, δεν είναι τυχαίο ότι η επίδραση των δεκαπεντασύλλαβων του Κορνάρου απηχείται στο έργο Νεοελλήνων ποιητών ακόμη μέχρι τις μέρες μας. Έχουμε την αίσθηση ότι «ακούμε» τον Ερωτόκριτο στον Σολωμό, τον Παλαμά, σε δίστιχα του Σικελιανού, στην πρώτη συλλογή του Σεφέρη, στον Επιτάφιο του Ρίτσου, στον Νέο Ερωτόκριτο του Πρεβελάκη – για να περιοριστούμε στους πιο γνωστούς.[5]

Εκτός όμως από την απήχηση στη λογοτεχνία, έχουμε κυρίως την πλουσιότατη φιλολογική πρόσληψη αυτού του έργου των δέκα χιλιάδων στίχων, αποφασιστικές καμπές στην οποία υπήρξαν: πρώτα η διάλεξη που έδωσε το 1946 ο Σεφέρης,[6] και βοήθησε καθοριστικά να τοποθετηθεί το κείμενο στη θέση που εδικαιούτο μετά από τις περιπέτειες που πέρασε η αποδοχή του, κυρίως μέσα στη δίνη του γλωσσικού ζητήματος· και κατόπιν η μεγάλη, κριτική έκδοση του Στυλιανού Αλεξίου το 1980.[7] Πιο πρόσφατα, στην ίδια κατεύθυνση συνέβαλαν μία σειρά από διεθνή συνέδρια: το τριήμερο «Ζητήματα ποιητικής στον Ερωτόκριτο», που έγινε το 2003 σε Ηράκλειο και Ρέθυμνο, με πρωτοβουλία του Στέφανου Κακλαμάνη,[8] το οποίο οριστικά έστρεψε το ενδιαφέρον της έρευνας από το πρόβλημα της πατρότητας του έργου και της χρονολόγησής του, στη λογοτεχνική του υπόσταση και, συνεκδοχικά, στην ποιητική του αξία· δύο συνέδρια στη Σητεία, το 2009 και το 2015·[9] και, επίσης το 2015, ένα ακόμη, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,[10] στο πλαίσιο της μεγάλης εικαστικής έκθεσης «…μόνον εσέ, Ρωτόκριτε», που οργάνωσαν τα Τμήματα Φιλολογίας και Εικαστικών Τεχνών σε επιμέλεια της Ίριδας Κρητικού και του Μανόλη Γιανναδάκη.[11] Ιδιαίτερη μνεία, τέλος, αξίζει στη σειρά έξι διαλέξεων που δόθηκαν, την άνοιξη του 2013, στο Cambridge από ισάριθμους διδάκτορες του ομώνυμου Πανεπιστημίου, για να τιμηθούν τα 300 χρόνια από την πρώτη έκδοση του έργου.[12] Οι τόμοι των πρακτικών από αυτά τα συνέδρια, τα αφιερώματα τεσσάρων επιστημονικών περιοδικών από το 1952 μέχρι πρόσφατα,[13] η μονογραφία του Massimo Peri,[14] οι διδακτορικές διατριβές της Ναταλίας Δεληγιαννάκη και του Βασίλη Σαμπατακάκη,[15] αποκλειστικά αφιερωμένες στον Ερωτόκριτο, και ακόμη περισσότερες που τον εξετάζουν μέσα σε ευρύτερη θεματική,[16] καθώς και πολλές μεταπτυχιακές εργασίες, και δεκάδες επιστημονικές δημοσιεύσεις Ελλήνων και ξένων μελετητών,[17] αναδεικνύουν, με εντυπωσιακό τρόπο, όλο και περισσότερα στοιχεία της ποιητικής, της ρητορικής και της εικονοποιίας του κειμένου· αναδεικνύουν ταυτόχρονα την ποικίλη μόρφωση του Κορνάρου, τα λογοτεχνικά του διαβάσματα, τη θεωρητική του κατάρτιση, ακόμη και τις ιατρικές του γνώσεις.

Έτσι, όπως παραστατικά έχει ειπωθεί: «Το έργο του Κορνάρου βρήκε τελικά περίοπτη θέση στο εικονοστάσι της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, αναδείχτηκε ο πραγματικός λόγιος χαρακτήρας του και η έρευνα άρχισε να εμβαθύνει στην ποιητική του».[18]

Για να σας ξεκουράσω λίγο, με τον λόγο του ίδιου του ποιητή, θα διαβάσω στο σημείο αυτό ένα από τα χωρία που ακριβώς έχουν μελετηθεί αρκετά στη βιβλιογραφία και που έχουν προβληθεί οι ποιητικές αρετές του: είναι η περιγραφή της στιγμής που η ψυχή εγκαταλείπει το σώμα ενός άξιου πολεμιστή, την ώρα της μάχης. Ο Κορνάρος την αποδίδει με μία εκτενή παρομοίωση που έχει μακρά ιστορία στη λατινική και την ιταλική λογοτεχνία, την παρομοίωση της ψυχής με ένα πανέμορφο λουλούδι την ώρα που περνάει το άροτρο του γεωργού και το ξεριζώνει:

῾Ωσὰν ἀνθὸς καὶ λούλουδο πὄχει ὀμορφιὰ καὶ κάλλη

κ’ εἶναι στὸν κάμπο δροσερό, μὲ μυρωδιὰ μεγάλη,

κ’ ἔρθη τ’ ἀλέτρι ἀλύπητα, βαθιά, τὸ ξεριζώση,

ψυγῆ ζιμιὸ καὶ μαραθῆ κ’ ἡ ὀμορφιά του λειώση·

χλωμαίνει ἂν εἶναι κόκκινο, κι ἄσπρον ἂν ἔν, μαυρίζει

καὶ μπλάβο ἂν εἶναι, λειώνεται ζιμιὸ καὶ κιτρινίζει·

χάνει ὀμορφιὰ καὶ μυρωδιά, κάλλη καὶ δροσερότη,

γερᾶ ζιμιὸ καὶ ψύγεται καὶ πλιὸ δὲν ἔχει νιότη·

ἔτσι ἦτο καὶ στὸν ῎Αριστον, ὅντεν ἡ ψή του ἐβγῆκε,

μὲ δίχως αἷμα, ἄσπρο, χλωμό, ψυμένο τὸν ἀφῆκε. (Δ 1889-1898)

Επιπλέον, οι μελετητές έχουν τώρα ένα καταπληκτικό εργαλείο στα χέρια τους, καρπό διατλαντικής συνεργασίας, του David Holton από το πανεπιστήμιο του Cambridge, και της Ντίας Φιλιππίδου, από το Boston College των Ηνωμένων Πολιτειών: πρόκειται για τον τετράτομο Πίνακα Συμφραζομένων του κειμένου, από επεξεργασία σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, μαζί με ριμάριο και αριθμητικούς πίνακες λέξεων. Εδώ και λίγα χρόνια, το ίδιο υλικό κυκλοφορεί και σε μορφή Cd-Rom, προσφέροντας, στην ελληνική και τη διεθνή επιστημονική κοινότητα, απεριόριστες δυνατότητες μελέτης του Ερωτόκριτου.[19]

Εκτός από τα παραπάνω, αξίζει να γίνει λόγος για τις μεταφράσεις του έργου, που ξεκίνησαν ήδη από τον 18ο αιώνα, στη Ρουμανία, όπου ο Ερωτόκριτος έγινε και παρέμεινε πολύ αγαπητός μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα.[20] Σήμερα διαθέτουμε δύο αγγλικές μεταφράσεις (και έμμετρη και πεζή), και μία εκτενή απόδοση του περιεχομένου του στην ίδια γλώσσα· δύο γαλλικές, μία ιταλική, μία τουρκική, και πολύ πρόσφατα μία ουκρανική. Επιπλέον, στην εγχώρια παραγωγή, έχουμε τουλάχιστον δέκα διασκευές για διαφορετικές κατηγορίες κοινού, ενηλίκων και παιδιών, και ακόμη περισσότερες για το θέατρο, πρόζας και μουσικό, καθώς και δύο αποδόσεις του σε μορφή κόμικ.[21]

Ως προς το δεύτερο θέμα, τη λαϊκή απήχηση του Ερωτόκριτου, αυτή δεν γνώρισε ποτέ κάμψη και δεν πέρασε από τα σαράντα κύματα που πέρασε το έργο στην πένα της παλαιότερης κριτικής, από την επιφυλακτικότητα ώς και την εχθρότητα των λογίων, ειδικά κατά τον 19ο αιώνα. Από την πρώτη έκδοση, του 1713, στη Βενετία, μέχρι την πρώτη σύγχρονη, επιστημονική έκδοση του Στέφανου Ξανθουδίδη, το 1915,[22] επί δύο αιώνες, οι λαϊκές εκδόσεις, σαν αυτές που θυμόταν παιδί ο Σεφέρης, «αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο»,[23] ειδικά από το 1800 και μετά, που βγαίνουν μία ή και δύο κατ’ έτος, καθιστώντας το έργο «το δημοφιλέστερο λαϊκό ανάγνωσμα του ελληνόφωνου κόσμου».[24] Οι πρώτοι αυτοί αναγνώστες είχαν καταλάβει πολύ νωρίς την αξία του κειμένου, καθώς, όπως επισήμανε ο Στυλιανός Αλεξίου, «διάβαζαν και ξαναδιάβαζαν τους ίδιους στίχους, γιατί τους χαίρονταν ως ποίηση», και όχι «ως αφήγημα, από το οποίο περιμένει κανείς να πληροφορηθεί μόνο την πλοκή».[25] Και οι ακροατές του βιβλίου, με τη σειρά τους, το αγάπησαν τόσο, που επειδή δεν είχαν άλλο τρόπο για να το γνωρίζουν (όσοι δεν ήξεραν γράμματα), το αποστήθιζαν, «επαναηχοποιούσαν», όπως λέει ο Αλέξης Πολίτης, «το τυπωμένο βιβλίο».[26]

Η Ναταλία Δεληγιαννάκη το περιγράφει πολύ ζωντανά: «Ο γραμματιζούμενος της οικογένειας διαβάζει τον Ερωτόκριτο στη βραδινή παρέα ή σε γιορτές και άλλες ευκαιρίες. Ανάγνωση στην ανάγνωση, άκουσμα στο άκουσμα, ολόκληρο το ποίημα, όπως ακόμη και σήμερα θρυλείται, ή, το πιθανότερο, μεγάλα κομμάτια του, αποστηθίζονται. Το σημαντικότερο, μικρότερα τμήματα του έργου δεν αργούν να αυτονομηθούν και να γίνουν δημοτικό τραγούδι, πανταχού παρόν και στις μέρες μας, ενώ παράλληλα διαδίδονται παροιμιώδεις φράσεις, λαϊκές διηγήσεις και παραμύθια, ακόμη και μέχρι τη Βουλγαρία».[27]

Ξένοι περιηγητές που ταξιδεύουν «από την Κρήτη ώς τη Μαύρη Θάλασσα, κι από τα Επτάνησα ώς την Κύπρο»[28] μαρτυρούν του λόγου το αληθές, όπως ο Robert Pashley, που το 1834 ακούει «Κρήτες χωρικούς» να απαγγέλλουν αποσπάσματα,[29] και ο πρωτοπόρος καταγραφέας και εκδότης ελληνικών δημοτικών τραγουδιών Κλωντ Φοριέλ, που πολύ νωρίς είχε εκτιμήσει και υπογραμμίσει τις αρετές του έργου. Ο Φοριέλ περιέλαβε στη συλλογή του, το 1824, και τον «Αποχαιρετισμό του Ερωτόκριτου» στον πατέρα του, από το Γ΄ Μέρος του έργου, με την αιτιολογία ότι πρόκειται για «ένα από τα πολλά χωρία του βιβλίου που αποσπάται και τραγουδιέται, έτσι που να έχει θέση πλάι στα δημοτικά τραγούδια του Αρχιπελάγους», άρα και στη συλλογή, ως «τραγούδι της ξενιτιάς, του μισεμού». Ο Ερωτόκριτος είναι, συνεχίζει ο Γάλλος μελετητής, «το έργο ενός ανθρώπου που δεν του έλειπε [μεν] η μόρφωση ούτε η παιδεία, [αλλά] θα μπορούσαμε να υποψιαστούμε πως δανείστηκε από τα γνήσια λαϊκά [εννοεί δημοτικά] τραγούδια της εποχής του τα καλύτερα σημεία του κομματιού».[30] Εκτός από τη συλλογή του Φοριέλ, μεμονωμένα δίστιχα του Ερωτόκριτου έχουν καταγραφεί σε πολλές συλλογές μαντινάδων – όχι μόνο από την Κρήτη, αλλά ακόμη και από την Πελοπόννησο, τα Επτάνησα, τη Ρόδο, και την Κύθνο.[31]

Αυτή η αμφίδρομη σχέση του Ερωτόκριτου με τη δημοτική ποίηση θα συζητηθεί, πιο αναλυτικά, στη σύγχρονη βιβλιογραφία. Άλλωστε η «δημοτικοφανής του επιφάνεια» (ομοιοκατάληκτοι 15σύλλαβοι, κρητική διάλεκτος, εκφραστικοί τρόποι, λογότυποι και άλλα σχήματα του δημοτικού τραγουδιού[32]) ήταν που ξεγέλασε για πολύ καιρό τους λόγιους αναγνώστες και κριτικούς του, ώστε να μην αρκεστούν στην καταδίκη τού «μονότονου των κρητικών επών», όπως ο Ανδρέας Κάλβος, αλλά να προχωρήσουν ακόμη και στον “εξευγενισμό” του, με διασκευές όπως ο Νέος Ερωτόκριτος, τον οποίο έγραψε ο Φαναριώτης Διονύσιος Φωτεινός, το 1818, στην «αστική γλώσσα του περιβάλλοντός του» και σε ποικίλα μετρικά σχήματα.[33]

Ο Ερωτόκριτος λοιπόν (για να επιστρέψουμε στη λαϊκή του διάδοση), παράλληλα με τον έντυπο βίο του, γνώρισε και τον προφορικό, όταν (με τη διαδικασία που είδαμε πιο πριν) από τις εκδόσεις πέρασε στο στόμα των ανθρώπων της υπαίθρου και τους συνόδευε στις βεγγέρες· όταν τα παιδιά άκουγαν τους παππούδες τους να τον απαγγέλλουν την ώρα που έκαναν αγροτικές δουλειές, και αποστήθιζαν στίχους του κι αυτά· όταν η γκιόστρα παιζόταν σε υπαίθριες παραστάσεις στο ζακυνθινό καρναβάλι· όταν οι πρωταγωνιστές του γίνονταν ξόμπλια στους αργαλειούς άξιων υφαντριών, και τα ονόματά τους βαφτιστικά ονόματα στην Κρήτη και την Κύπρο, κι όταν η λαϊκή φαντασία μετέτρεπε σπηλιές και αρχαίους ναούς σε τόπους φυλακής και κατοικίας τους.[34] Κι είναι ασφαλώς σίγουρο ότι ο πανελλήνια αναγνωρίσιμος μουσικός σκοπός του θα ακούγεται, για πολλά χρόνια ακόμη, στις συναυλίες δημοφιλών τραγουδιστών, και ότι σκηνοθέτες, συνθέτες και εικαστικοί καλλιτέχνες θα συνεχίζουν να πειραματίζονται με νέες αποδόσεις του.

Μα κι ο σοφός ποιητής, σαν να γνώριζε πόσο οι άνθρωποι του λαϊκού, προφορικού πολιτισμού, οι μη εγγράμματοι, θα αγκάλιαζαν το δημιούργημά του, θα το έκαναν την «άυλη κληρονομιά» που ήθελαν να αφήσουν στα παιδιά τους, φρόντισε να τους δώσει φωνή μέσα σ’ αυτό: έβαλε να τους εκπροσωπήσει η παραμάνα της Αρετούσας Φροσύνη, ο κοντινότερος άνθρωπος της βασιλοπούλας, γυναίκα του λαού, σοφή από την πείρα της ζωής, φρόνιμη. Ο λόγος της περιέχει παροιμίες, μεταφορικές εικόνες, και συμβουλές αντλημένες από την καθημερινή εμπειρία, που θα εξέφραζαν πολλούς ανθρώπους, σε όλους τους καιρούς: (Γ 275-278, 291-296)

Ώσπου ’ναι σύνωρη ἡ πληγή, μπορεῖς νὰ τὴ γιατρέψης

καὶ βρίσκεις το τὸ γιατρικό, ἂν τὸ καλογυρέψης·

μὴν τὴν ἀφήσης νὰ γενῆ ὅλο κακοσαρκίδα,

διῶξε την ἀπὸ λόγου σου τὴν ἄφαντην ὀλπίδα.

᾿Εδά ’ν’ τὸ ξύλο δροσερὸ καὶ σάζεις το, ἂ θελήσης·

σὰν ξεραθῆ, δὲν ἠμπορεῖς παρὰ νὰ τὸ τσακίσης.

Τά ’στερα μετανιώματα δὲν ξάζου, θυγατέρα·

τὸ θὲ νὰ κάμης τὸ ταχὺ δέ το καλὰ ἀποσπέρα·

κι ὅποιος τὰ ὕστερα μετρᾶ, πρὶ νὰ τῶσε σιμώση,

σ’ ὅ,τι κι ἂ λάχη, δὲ μπορεῖ ποτὲ νὰ μετανιώση·

ἀμ’ ὅποιος θὲ νὰ λαβωθῆ κι οὐδὲ ποτὲ νὰ γιάνη

καὶ πεθυμᾶ νὰ ντροπιαστῆ, τὰ βάνει ὁ νοῦς του ἂς κάνη.


Καθώς ετοιμαζόμαστε να παρακολουθήσουμε ένα οπερατικό έργο,[35] τον πιο πρόσφατο κρίκο σε μια μακρά αλυσίδα μουσικών και θεατρικών διασκευών του αριστουργήματος της Κρητικής Λογοτεχνίας, επιτρέψτε μου να κλείσω όπως άρχισα· δηλαδή με λόγια του Γιώργου Σεφέρη. Ο ποιητής διακρίνει στο έργο του μεγάλου Κρητικού ομοτέχνου του έναν (παραθέτω) «ποιητικό βηματισμό, έναν ίσο και χαμηλό τόνο που είναι από τα πιο χαριτωμένα πράγματα που μας προσφέρει η ποίηση. Είναι αυτό που θα λέγαμε στη μουσική το ρεσιτατίβο. Ο Κορνάρος μού δίνει το αίσθημα», συνεχίζει ο Σεφέρης, «ότι έχει βρει το ποιητικό ρεσιτατίβο της γλώσσας του», και καταλήγει ότι: «αυτός ο μέσος λόγος είναι, και στον Ερωτόκριτο, μια από τις πολλές του χάρες».[36] Αυτόν τον λόγο θα απολαύσουμε ευθύς αμέσως, ενδεδυμένο με τη λαμπρή φορεσιά της μουσικής.

Ας μην ξεχνούμε, άλλωστε, ότι στη μουσική και τα τραγούδια οφείλει το μυθιστόρημα του Κορνάρου την κινητήρια δύναμη της πλοκής του, αφού όλα ξεκίνησαν όταν η Αρετούσα: «για χτύπο λαγουτιού, για τραγουδιού γλυκότη, / εμπέρδεσε κι εσκλάβωσε την όμορφή τση νιότη». (Α 933-934)

*H Τ. Μ. Μαρκομιχελάκη

είναι Επίκουρη καθηγήτρια, Τμήμα Φιλολογίας, Α.Π.Θ.


Πρόκειται για την Ομιλία που εκφωνήθηκε στην εναρκτήρια εκδήλωση του «Έτους Ερωτόκριτου», στις 24 Μαρτίου 2019, στο Πολιτιστικό και Συνεδριακό Κέντρο Ηρακλείου, αίθουσα «Ανδρέα και Μαρίας Καλοκαιρινού». Εδώ δημοσιεύεται όπως διαβάστηκε, με την προσθήκη των απαραίτητων βιβλιογραφικών παραπομπών

[1] Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ΄ (1 Γενάρη 1941 - 31 Δεκέμβρη 1944), Ίκαρος, Αθήνα 1993, σ. 66, 68· βλ. και Roderick Beaton, Γιώργος Σεφέρης. Περιμένοντας τον Άγγελο. Βιογραφία, Ωκεανίδα, Αθήνα 2003, σ. 297-299.

[2] Γιώργος Σεφέρης, «Ερωτόκριτος», Δοκιμές, τ. Α΄ (1936-1947), Ίκαρος, Αθήνα 41981, σ. 269-270.

[3] Σεφέρης, «Ερωτόκριτος», ό.π. (σημ. 2), σ. 268.

[4] David Holton, «Η Κρητική Αναγέννηση», στου ίδιου (επιμ.), Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996, σ. 20. Ορισμένες μελέτες του David Holton για τον Ερωτόκριτο συγκεντρώνονται στον τόμο: Ντέιβιντ Χόλτον, Μελέτες για τον Ερωτόκριτο και άλλα νεοελληνικά κείμενα, Καστανιώτης, Αθήνα 2000.

[5] Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, κριτική έκδοση Στυλιανός Αλεξίου, Ερμής, Αθήνα 1980· 5η έκδοση βελτιωμένη 2008, σ. ρη΄-ρθ΄.

[6] Σεφέρης, «Ερωτόκριτος», ό.π. (σημ. 2).

[7] Κορνάρος, Ερωτόκριτος, ό.π. (σημ. 5). Για τη μεγάλη επίδραση αυτής της έκδοσης, βλ. Σταύρος Ζουμπουλάκης, «Εξ αφορμής», Μόνιμες Στήλες, εφ. Η Καθημερινή, 04.01.2014.

[8] Στέφανος Κακλαμάνης (επιμ.), Ζητήματα ποιητικής στον Ερωτόκριτο, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2006.

[9] Τασούλα Μ. Μαρκομιχελάκη (επιμ.), Ο κόσμος του Ερωτόκριτου και ο Ερωτόκριτος στον κόσμο. Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, Σητεία 31/7-2/8/2009, Δήμος Σητείας, Ηράκλειο 2012· Στέφανος Κακλαμάνης (επιμ.), Ζητήματα ποιητικής και πρόσληψης του Ερωτόκριτου, Δήμος Σητείας, Σητεία 2015.

[10] Τ. Α. Καπλάνης, Τ. Μ. Μαρκομιχελάκη, Σ. Σταυρακοπούλου (επιμ.), Ο Ερωτόκριτος του Β. Κορνάρου. Ερευνητικές προτάσεις και προοπτικές, Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου αφιερωμένου στην Κομνηνή Δ. Πηδώνια, Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2017.

[11] Ίρις Κρητικού (επιμ.), «μόνον εσέ, Ρωτόκριτε»: Ένας εικαστικός διάλογος με το έργο του Βιτσέντζου Κορνάρου, Έλιξ, Αθήνα 2015.

[12] Δημοσιευμένες στο περιοδικό Κάμπος. Cambridge Papers in Modern Greek, 20 (2013).

[13] Περ. Ελληνική Δημιουργία, τχ. 104 (1952)· περ. Θεατρικά-Κινηματογραφικά-Τηλεοπτικά, τχ. 38-46 (Ιαν.-Αύγ, 1980)· Κωστής Γιούργος (επιμ.), Ερωτόκριτος Ο ποιητής και η εποχή του, ένθετο Επτά Ημέρες, εφημ. Η Καθημερινή, 11/6/2000· Βρασίδας Καραλής (επιμ.), Ερωτόκριτος. Αφιέρωμα, περ. Διαβάζω, τχ. 454 (Σεπτ. 2004).

[14] Massimo Peri, Του πόθου αρρωστημένος. Ιατρική και ποίηση στον Ερωτόκριτο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999.

[15] Natalia Deliyannaki, On the Versification of Erotokritos, PhD thesis, University of Cambridge 1995· Vassilios Sabatakakis, Aspects of Morphological and Stylistic Variation of the Verb in Erotokritos, Lund 2004 [Studia Graeca et Latina Lundensia, 9].

[16] Βλ. ενδεικτικά τις ανέκδοτες διδακτορικές διατριβές: Marina Rodosthenous, Youth and Old Age: A Thematic Approach to Selected Works of Cretan Renaissance Literature, University Of Cambridge, 2006· και Αλέξανδρος Κατσιγιάννης, Η δεξίωση της Κρητικής Λογοτεχνίας από τον ελληνικό και ευρωπαϊκό κριτικό λόγο του 19ου αιώνα. Από την «παραλογοτεχνία» στον εθνικό λογοτεχνικό κανόνα, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 2014.

[17] Η πιο πρόσφατη μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία που έχω υπόψη, και ολοκληρώθηκε τις μέρες που γραφόταν αυτή η ομιλία, είναι της Ειρήνης-Μαρίας Φασιάνη «Του κύκλου τα γυρίσματα…»: Θεατρικές διασκευές του Ερωτόκριτου στον 20ό αιώνα. Από τον Θεόδωρο Ν. Συναδινό (1929-1920) στον Βασίλη Ρώτα (1966), Τμήμα Φιλολογίας, Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 2019, όπου και χρήσιμη επισκόπηση των απηχήσεων του Ερωτόκριτου στις τέχνες και τα γράμματα. Για επιστημονικές δημοσιεύσεις μέχρι το 2005, βλ. Στέφανος Κακλαμάνης, «Βιβλιογραφία Ερωτόκριτου (1889-2005)», στον τόμο Ζητήματα ποιητικής, ό.π. (σημ. 8). Είναι εντυπωσιακή η διασπορά των μελετητών του Ερωτόκριτου στον κόσμο, από την Αμερική (π.χ. ο Wim Bakker) μέχρι την Αυστραλία (π.χ. ο Alfred Vincent), και βέβαια στην Ευρώπη (τελείως ενδεικτικά: Michel Lassithiotakis, Cristiano Luciani).

[18] Ναταλία Δεληγιαννάκη, «“Όπου αγγίξει η χέρα σου, Ρωτόκριτον ευρίσκει”. Λίγα λόγια για την υποδοχή του Ερωτόκριτου», περ. Παλίμψηστον, τχ. 33 (Άνοιξη 2016), σ. 135.

[19] Dia M. L. Philippides, David Holton, John L. Dawson, Του κύκλου τα γυρίσματα. Ο Ερωτόκριτος σε ηλεκτρονική ανάλυση, τ. Α΄ (2000), τ. Β΄-Δ΄ (1996), Ερμής, Αθήνα· και των ίδιων: Ερωτόκριτος. Του δίσκου τα γυρίσματα. Erotokritos. As the disk spins. CD-ROM (PC/MAC), Ερμής, Αθήνα 2013.

[20] Δεληγιαννάκη, «Λίγα λόγια», ό.π. (σημ. 18), σ. 121-122· Τάσος Α. Καπλάνης, «Συγκλίσεις, αποκλίσεις και προοπτικές στην έρευνα των νεοελληνικών και ρουμανικών λογοτεχνικών λαϊκών βιβλίων (απαρχές-πρώιμος 19ος αιώνας», περ. Ελληνικά, 66 (2016), σ. 48-49, 51-52.

[21] Για διασκευές και μεταφράσεις μέχρι το 2005, βλ. Στέφανος Κακλαμάνης, «Βιβλιογραφία Ερωτόκριτου (1889-2005), στον τόμο Ζητήματα ποιητικής, ό.π. (σημ. 8), σ. 494-496. Επιπλέον, σήμερα κυκλοφορούν: το graphic novel των Γ. Γούση, Δ. Παπαμάρκου, Γ. Ράγκου, Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου, Polaris, Αθήνα 2016, και η μετάφραση 5000 στίχων του έργου στα ουκρανικά, από τον Βασίλη Στεπανένκο, που δημοσιεύτηκε το 2016. Για θεατρικές διασκευές βλ. τα μελετήματα της Τ. Μαρκομιχελάκη, στον τόμο Ο κόσμος του Ερωτόκριτου, ό.π. (σημ. 9), και της Ν. Δεληγιαννάκη, στον τόμο Ζητήματα ποιητικής και πρόσληψης, ό.π. (σημ. 9). Για μουσικές διασκευές, το μελέτημα της N. Deliyannaki, «Erotokritos into music», περ. Κάμπος. Cambridge Papers in Modern Greek, 16 (2008).

[22] Βιτζέντζου Κορνάρου Ερωτόκριτος, κριτική έκδοση Στέφανος Α. Ξανθουδίδης, Τυπογραφείο Στυλιανού Μ. Αλεξίου, Ηράκλειο 1915.

[23] Δεληγιαννάκη, «Λίγα λόγια», ό.π. (σημ. 18), σ. 126

[24] Δεληγιαννάκη, «Λίγα λόγια», ό.π. (σημ. 18), σ. 121· Αλέξης Πολίτης, «Ερωτόκριτος και προφορική παράδοση», στον τόμο Ζητήματα ποιητικής, ό.π. (σημ. 8), σ. 404.

[25] Κορνάρος, Ερωτόκριτος, ό.π. (σημ. 5), σ. η΄.

[26] Πολίτης, «Ερωτόκριτος και προφορική παράδοση», ό.π. (σημ. 24), σ. 405.

[27] Δεληγιαννάκη, «Λίγα λόγια», ό.π. (σημ. 18), σ. 126.

[28] Δεληγιαννάκη, «Λίγα λόγια», ό.π.

[29] Robert Pashley, Ταξίδια στην Κρήτη, μετάφραση-επιμέλεια Δάφνη Γ. Γόντικα, Βικελαία Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 1991, τ, Α΄, σ. 30.

[30] Claude Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τ. Α΄. Η έκδοση του 1824-1825, εκδ. επιμέλεια Αλέξης Πολίτης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999, σ. 23-24 και 284.

[31] Πολίτης, «Ερωτόκριτος και προφορική παράδοση», ό.π. (σημ. 24), σ. 406.

[32] Γ. Μ. Σηφάκης, «Ο Ερωτόκριτος και τα στιχουργικά χνάρια του λαϊκού δεκαπεντασύλλαβου», στον τόμο Ζητήματα ποιητικής, ό.π. (σημ. 8).

[33] Δεληγιαννάκη, «Λίγα λόγια», ό.π. (σημ. 18), σ. 122-125.

[34] Κορνάρος, Ερωτόκριτος, ό.π. (σημ. 5), σ. ρ΄-ρα΄· Δεληγιαννάκη, «Λίγα λόγια», ό.π. (σημ. 18), σ. 126-127.

[35] Στο δεύτερο μέρος της εναρκτήριας βραδιάς του «Έτους Ερωτόκριτου», παρουσιάστηκε η παράσταση του μιούζικαλ «Ερωτόκριτος» του Δημήτρη Μαραμή, παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

[36] Σεφέρης, «Ερωτόκριτος», ό.π. (σημ. 2), σ. 286-287.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ