Ο Αύγουστος του μπάρμπα - Μιράλη

Δημήτρης Καρατζάνης
Δημήτρης Καρατζάνης

Για μόνιμη παρέα στον οψιγιά ο Μιράλης έσερνε πάντοτε την αγαπημένη γαιδουρίτσα του τη Λουλουδιά

Του Δημήτρη Καρατζάνη

Ήταν τέτοιες περίπου μέρες, αρχές της δεκαετίας του 50 και το σταφιδοχώρι  η Σύλαμος, νωχελικά ξαπλωμένο στη βορεινή ''ποδαρά'' του Γιούχτα, λίγα μόλις χιλιόμετρα απ το Μεγάλο Κάστρο, ζούσε όμορφες στιγμές .

Ο τρύγος  είχε τελειώσει πριν λίγες μέρες και το απλωμένο σε άψογα στοιχημένους ''νταμπλάδες'' μαξούλι ,άλλαζε καθημερινά  όψη παίρνοντας -μέρα τη μέρα - το χρώμα της παραδοσιακής ξανθοκόκκινης... γόησσας .
Της σουλτανιάς  δηλαδή, που, με φανερή αγωνία περίμεναν οι αγρότες ν αποξεραθεί κι ανίχνευαν με το βλέμμα κάθε πρωί  τον ουρανό, μήπως και δούν  κανένα συννεφάκι ύποπτο για βροχή .Μόνιμο εφιάλτη  τότε της αγροτιάς , ολόκληρο τον Αύγουστο.

Της σουλτανιάς που το μάζεμα , το σάκκιασμα και η παράδοση της στον έμπορα -κάπου εκεί στη Χανιόπορτα ,συνήθως- ήταν γιορτή για όλη την οικογένεια ,αφού σήμαινε παράδες , ζήση ολάκερης χρονιάς.

Παράδες που  στη συνέχεια μετατρέπονταν σε αγαθά - ρούχα, παπούτσια, τρόφιμα - με τα οποία  ''βιργιώνανε'' έγκαιρα τα σπίτια οι νοικοκυραίοι , για να τα βρούνε ''αρματωμένα'' οι δύσκολες μέρες του χειμώνα και να μπορέσουν έτσι, να  ''κουτρουβαλήσουν'' το χρόνο και τις ανάγκες τους  μέχρι τον άλλο Αύγουστο  . Αυτό τον απλοχέρη μήνα  που -δυστυχώς - ο Θεός δεν αφουγκραζότανε την αγροτιά, για να   τον ''πέμπει... δυό, αντί για μια φορά  το χρόνο'' ,όπως κείνη  ήθελε..  

Ενας από αυτούς, που περίμεναν κάθε χρόνο  με  περισσή αγωνία,αυτόν  τον ''χουβαρντά'' μήνα, ήταν κι  ο Συλαμιανός  μπάρμπα -Μιράλης. Ενας ηλικιωμένος πρόσφυγας, άκληρος και γκρινιάρης, παθιασμένος εργάτης της γης από τη μέρα σχεδόν που γεννήθηκε. Κάθε χρόνο πριν απ το τρύγο, ξημεροβραδιαζόταν μεσ  στ αμπελάκι του για να παρακολουθεί, ώρα την ώρα , το μεγάλωμα των  σταφυλιών   και μόλις τα τρυγούσε, έκανε... σπίτι του τον οψιγιά , απ τον οποίο δεν ξεκόλλαγε, αν δε μάζευε  και  την τελευταία ρόγα .

Μένω για  να  φυλάω τη σταφίδα, ισχυριζότανε  . Μένει για να γλυτώνει από τη γκρίνια της γυναίκας του , που δε  βάζει γλώσσα  μέσα, έλεγαν τα κουτσομπολιά. Που ακριβώς  βρισκόταν η  αλήθεια, μόνο εκείνος ήξερε. Πάντως  είχε και μια βάση  η αγωνία του για το μαξούλι, καθώς   ήταν  το μόνο αποκούμπι επιβίωσης για τον  ίδιο και τη γυναίκα του ,σε μια εποχή που η αγροτική σύνταξη δεν υπήρχε , ούτε καν στα όνειρα των αγροτών.


Για μόνιμη παρέα στον οψιγιά ο  Μιράλης έσερνε πάντοτε   την αγαπημένη  γαιδουρίτσα του τη Λουλουδιά .Ενα συμπαθητικό, καλόβολο τετράποδο,  αχώριστος σύντροφος, αλλά  ταυτόχρονα και ...πολυεργαλείο για κάθε αγροτική δουλειά του . Ήταν τόσο δεμένος με το ζωντανό αυτό, που τις δύσκολες ή τις καλές στιγμές του τις μοιραζόταν μαζί του ,μιλώντας του συχνά για  τις χαρές και τις πίκρες του, ακόμα και για τα όνειρα του ,όσα βεβαίως  είχαν  απομείνει πια, στη στερημένη ζωή του.

Παραμονή τ Αη-Γιαννιού λοιπόν, 29 τ Αυγούστου, κι η τελευταία... επιθεώρηση της απλωμένης σταφίδας  από το μπάρμπα -Μιράλη, του δοσε  τα  σημάδια ,πως  ''ήγγικεν ''η ώρα του μαζέματος. Η στιγμή που με  αγωνία περίμενε από μέρες.
''Αύριο μπαίνεις   στο σακκί κερά μου και από Δευτέρα πας ντογρού  στον έμπορα .Λυπούμαι που  χωρίζουμε έτσι γλήγορα, μα ''ο καλός ο νοικοκύρης πριν πεινάσει μαγειρεύει''. Πρέπει να καργάρομε  το σπίτι  με  πραμάτειες  του Χειμώνα, γιατί ,βλέπεις, αυτός δεν αστειεύεται'' , ψιθύριζε στη σταφίδα , ενώ τη χάιδευε στοργικά  με τη γεμάτη ρόζους παλάμη του , σα νά ταν πλάσμα ζωντανό ,που μπορούσε να τον ακούσει και να τον καταλάβει . 
Ο ύπνος του κείνη τη βραδιά ήταν  πιο ελαφρύς από κάθε προηγούμενη και τα όνειρα του χαρούμενα , σαν και τότε που ήταν  παιδί  .Ακόμα και η Λουλουδιά φαινότανε να παίρνει μέρος στη χαρά του, καθώς μασούλαγε με φανερή όρεξη το τρυφερό χορτάρι που για χάρη της   είχε  μαζέψει απ το ποτάμι ,νωρίς τ απόγευμα.

Και ξαφνικά, με το ξημέρωμα ,την ώρα  ακριβώς που ο ήλιος έσκαγε πίσω από το λόφο των Καρυδακιών, ξέσπασε το κακό .
Ενας Αρχανιώτης που πέρναγε πρωί πρωί  με το γάιδαρο , για να πάει να τρυγήσει το κρασάμπελο του λίγο πιο πάνω , βρέθηκε,  στη στροφή του δρόμου ,πάνω ακριβώς από τη  Λουλουδιά , που κάνα -δυό μέτρα πιο χαμηλά , στη  ρίζα  του δέτη, έβοσκε αμέριμνη .

Μ ένα  γκάρισμα που ξεχείλιζε  από ερωτικό πάθος ,  ο... φλογερός  ασερνικός ,πήδηξε απ το δρόμο στο χωράφι και όρμηξε ασυγκράτητος  προς τη γαιδουρίτσα , καταγκρεμίζοντας τον ανύποπτο και  μισοκοιμισμένο ακόμα  αναβάτη , πάνω στα ξερά αγριόχορτα του δέτη. 
Πανικόβλητη εκείνη από την ...θυελλώδη επέλαση του απρόσκλητου γαμπρού ,τράβηξε μ΄ολη  τη δύναμή της τη δεσά ,τίναξε στον αέρα τζένια  και σκοινιά και πήρε τον κατήφορο μέσα από τον οψιγιά, μετατρέποντας τον  σε... πατητήρι. Από κοντά βέβαια κι ο...γαμπρός που φρόντισε να συμπληρώσει  την  καταστροφή .

Τα... ροζ όνειρα του μπάρμπα -Μιράλη μέσα σε μια στιγμή έγιναν θρύψαλα ,καθώς ξυπνώντας άγαρμπα από τις  φωνές και τα γκαρίσματα ανθρώπων και γαϊδάρων ,άρπαξε σχεδόν ασυναίσθητα  τον ...αρχαίο   τσιφτέ , πούχε  ακουμπισμένο  στο προσκεφάλι του και τον γύρισε προς τη πλευρά του απροσδόκητου επιδρομέα - κείνος είχε εν τω μεταξύ προφτάξει τη Λουλουδιά και την είχε γραπώσει  με τα δόντια του  απ το σβέρκο - έτοιμος να τον ...τσιφτεδιάσει.

Μη μπάρμπα ,φώναξε στο γέρο ο Αρχανιώτης, αποσπώντας από τα χέρια του τον τσιφτέ, κι εγώ θα σου πλερώσω τη ζημιά. Ταυτόχρονα όρμηξε προς το μέρος των δυο  γαϊδάρων, σήκωσε ψηλά τη ...θηριώδη διχαλόβεργα που κράταγε στο χέρι  και  καταχέριασε  αλύπητα τον δικό του στα πισινά ,μέχρι που εκείνος κωλόκατσε  κι η  όρεξη του για ερωτικές  περιπέτειες, έγινε καπνός .

''Θωρείς Λουλουδιά μου .Καλό τονε θέλει ,να σαι γάιδαρος στσ Αρχάνες .Γι αυτό, ανέ σε πέψει ο Θιός  στο κόσμο  ξανά σα γάιδαρο ,μακριά από εκειά ,κακομοίρα μου ''ψιθύρισε ο Μιράλης στ αυτί της γαιδουρίτσας του πού τρεμε  ακόμα απ τη  λαχτάρα.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ