Ο Οδυσσέας πάντα θα επιστρέφει!

Κωστής Μαυρικάκης
Κωστής Μαυρικάκης

Ο συγγραφέας παρόλη την επιλογή του να αφήσει την Κρήτη και να δραστηριοποιηθεί μόνιμα στην Αθήνα, παραμένει ένας αθεράπευτος σωβινιστής του τόπου του κι ολοένα σαν τον Οδυσσέα βασανίζεται με το Νόστο, τόσο στο χώρο όσο και στο χρόνο

 


Του  ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ (*)

 


Λένε πως η πραγματική μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία. Και πως το νοσταλγικό ταξίδι της αναζήτησης των αναμνήσεών της, στα χρόνια της ωριμότητας και των χιονισμένων μαλλιών, είναι κάτι σαν την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη του. Η παιδική ηλικία είναι ο χαμένος εδεμικός παράδεισος που πάντα αναπολούμε.

«Το χωράφι της Μαρούλαινας» το πνευματικό πόνημα του Γ. Κοκοτού, είναι ένα τετράδιο αναμνήσεων και νοσταλγίας αυτού ακριβώς του χαμένου εδεμικού παράδεισου των παιδικών και εφηβικών χρόνων που ξεδιπλώνει με τόση απλότητα, ζωντάνια και παραστατικότητα ο συγγραφέας. Είναι ένα συναρπαστικό αναλόγιο από το ταξίδι επιστροφής στο παρελθόν. Ένα εγκώμιο στην αθωότητα. Είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη φύση η μνήμη. Και «μνήμη» είναι ο προαιώνιος αληθινός μας εαυτός. Μνήμη είναι η προς τα πίσω κίνηση του χρόνου. Τι θα ήταν αλήθεια ο άνθρωπος χωρίς τη μνήμη; Η ανάμνηση του παρελθόντος είναι δώρο της αιωνιότητας, αφού ο χρόνος με τη σκέψη μπορεί να γίνεται μετρήσιμος και να παρηγορεί για το πεπερασμένο της ανθρώπινης φύσης. Μπορείς να κλείσεις τα μάτια σου στην πραγματικότητα, δεν μπορείς να τα κλείσεις όμως στις αναμνήσεις σου. Το ταξίδι στην αντίστροφη πορεία του χρόνου, στην ανάστροφη ροή του ποταμού της ζωής μοιάζει μ’ εκείνο το πεισματικό ταξίδι του σολομού κόντρα στο ρέμα για να γεννήσει τα αυγά του. Από τις αρχέγονες ρίζες της ύπαρξης μας, η ζωή έχει πάντα την ωραιότερη θέα της.

Οι αρχαίοι έλληνες ονόμαζαν την επιστροφή «Νόστο». Λέξη που σημαίνει το γυρισμό στην πατρίδα, τον επαναπατρισμό. Προέρχεται από το ρήμα νέομαι «επιστρέφω», «γυρίζω πίσω στην πατρίδα μου». Από τη λέξη νόστος προέρχεται η λέξη νόστιμος, αλλά και η λέξη νοσταλγία, που σημαίνει τον ψυχικό πόνο, το άλγος που γεννάει η προσμονή, η λαχτάρα της επιστροφής στην ιερή κοιτίδα. Ο ξενιτεμένος, ονειρεύεται το ταξίδι του νόστου. Κι έρχεται κάποια στιγμή η ευλογημένη μέρα της επιστροφής, το «νόστιμον ήμαρ». Έτσι, «το χωράφι της Μαρούλαινας» δεν είναι το απλό χέρσο λιβάδι στη νοτική μεριά των Δαφνών που οι Γερμανοί κατακτητές έβαζαν τα παιδιά του Δημοτικού Σχολείου του χωριού κατά τη διάρκεια της κατοχής να μαζεύουν χαμόμηλο για το γερμανικό στρατό,  αλλά είναι (στη σφαίρα της σημειολογίας) ένα «νόστιμον ήμαρ» στο χαμένο παράδεισο της νεότητας του συγγραφέα.

Όχι, δεν είναι μόνον ο συγγραφέας, ένας πιστός υπηρέτης του θεού Διόνυσου ως ένας επιτυχημένος εδώ και χρόνια οινοπαραγωγός στη Σταμάτα, την καρδιά της Αττικής γης όπου έχει διαμορφώσει το οινοποιείο του, (ένα πιστό αντίγραφο του παππού γιατρού Γιώργου Βαρούχα του περασμένου αιώνα στις Δαφνές), αλλά και ένας εξαίρετος αφηγητής της νοσταλγίας των παιδικών χρόνων.

Θέλω να εκφράσω μια εξομολόγηση: Όταν από τον ίδιο το συγγραφέα και συνάδελφο μηχανικό, μου ζητήθηκε να είμαι στο πάνελ της σημερινής εκδήλωσης, ομολογώ ότι ένοιωσα έναν ευχάριστο αιφνιδιασμό και μιαν απροσδόκητη αμηχανία. Προβληματιζόμουν, πως η μετριότητά μου θα μπορέσει να παρουσιάσει, χωρίς να αδικήσει το πνευματικό έργο ενός ανθρώπου που αν μη τι άλλο από τα παιδικά μου χρόνια, το όνομα Κοκοτός σε τούτον εδώ τον τόπο που μεγάλωσα, ήταν ένα ιερό και σεβάσμιο όνομα. Ήταν το επώνυμο που τον μεταμόρφωνε και του έδινε το διαβατήριο μιας νέας εποχής. Γνωρίζοντας λίγο πολύ το περιεχόμενό του πονήματός του, και βλέποντας το εξώφυλλό του, με την αγαπημένη για μένα, αλλά και εμβληματική φωτογραφία του Γαλλοελβετού φωτογράφου Fred Boissonnas το 1918 στο Κανάλι, υπέθεσα αμέσως τον υπαινικτικό συνειρμό του έργου του. Και ομολογώ ότι δεν έσφαλα καθόλου. Άλλωστε, οι πνευματικές δημιουργίες δεν είναι μόνο τι θέλει να πει ο δημιουργός, αλλά και τι εισπράττει ο κοινωνός τους. Και, έχοντας διαβάσει ήδη κάμποσες από τις πρώτες σελίδες, κατάλαβα ότι αυτό το βιβλίο είναι η αυτοβιογραφική γέφυρα του Κοκοτού που μας μεταφέρει από το σήμερα, στο νοσταλγικό παιδικό και εφηβικό του χτες. Δεν άργησε, δεν είχα σχεδόν ακόμη φτάσει ούτε στη μέση,  όταν πια το πόνημά του καταχωρήθηκε στα αγαπημένα βιβλία που συγκινούν και συνεπαίρνουν με τη νοσταλγική αναπόληση των παιδικών  χρόνων και της εφηβείας.

Έτσι δεν άργησα να βρω και τον δικό μου επιγραμματικό τίτλο που με ακολουθούσε σε όλη την ανάγνωση, αφού αυτό μου θύμιζε έντονα: «Ίδια η μνήμη γιναμένη παρόν» όπως σοφά και υπαινικτικά γράφει στο πρώτο κεφάλαιο της Γένεσης ο Ελύτης.

Και τότε, το κατέταξα επάξια με τα συναφή έργα μεγάλων συγγραφέων που παραπέμπουν στη  νοσταλγική αναπόληση,  όπως τα «παιδικά χρόνια» του Μ. Γκόρκι, «Η πατρίδα μου το Αϊβαλί» και «το ευλογημένο καταφύγιο» του Φ. Κόντογλου, «Τον καιρό της Σχόλης» του Τζουάνε Παπαδόπουλου, την «Ιστανμπούλ, πόλη και αναμνήσεις» του Ορχάν Παμούκ και την «Αιολική Γη» του Ηλία Βενέζη. Όλα τους περιγράφουν με συγκινητική νοσταλγική αναπόληση το παρελθόν. Για παράδειγμα «η Αιολική Γη» είναι η πρωτότυπη διήγηση από τις καλοκαιρινές διακοπές του μικρού Ηλία Βενέζη στο υποστατικό του παππού του στα Κιμιντένια, τα βουνά της Μ. Ασίας απέναντι από τη Μυτιλήνη. Εκεί παραθερίζει κάθε καλοκαίρι με τις τέσσερις αδελφές του, τη Λένα, την Άρτεμη, την Αγάπη και την Ανθίππη. Η ιστορία αναφέρεται στις αρχές του 20ου αιώνα πριν την τραγωδία του ξεριζωμού από τα μέρη της Ανατολής.

Κι ερχόμαστε στο δικό μας: Η συναρπαστική αφήγηση, χρονικό της ζωής  του συγγραφέα, ενός αειδίνητου ταξιδευτή από τα βρεφικά του κιόλας χρόνια, αφού οι χαλεπές συνθήκες της εποχής πριν την τραγωδία του πολέμου και μετέπειτα ο ίδιος ο πόλεμος, επέβαλλαν τη μετακόμιση της οικογένειας από το σπίτι της οδού Σκρα της Αθήνας στο εμβληματικό σπίτι του παππού και της γιαγιάς στις Δαφνές. Του παππού Βαρούχα. Του γιατρού και επαναστάτη που η γενιά του κράταγε από τα 12 αρχοντόπουλα. Τα αρχοντόπουλα του Αλέξιου Κομνηνού που έφτασαν ως εδώ με τα βυζαντινά ζώπυρα ευσεβείας, που δεν τα πτόησε ποτέ ο βενετσιάνος αφέντης. Αλλά ούτε και το μετέπειτα τούρκικο φέσι και η ιταλογερμανική μπότα. Κρατήσανε αλώβητα τα σκήπτρα των ορθόδοξων καταβολών τους και μαζί με την Κερκυραϊκή λεπτότητα, αρχοντιά και λογιοσύνη, δώσανε τους σημερινούς διακεκριμένους απογόνους τους. Η στιβαρή γυναίκα του σπιτιού γιαγιά Αριστέα, κόρη του οπλαρχηγού Αϊνικολιώτη, και ο παππούς γιατρός και πολιτικός στην Κρητική Βουλή. Η θεία Όλγα, η Λωρέτα ο θείος Ευάγγελος… Οι ήρωες και τα ινδάλματα των παιδικών χρόνων του συγγραφέα.

Ενός συγγραφέα, που δίνει τα επιτυχημένα διαπιστευτήριά του σε έναν μηχανικό του ελκυστικού και συναρπαστικού αφηγηματικού λόγου. Ένα παραμυθά που κρατά σε διαρκή εγρήγορση, και αγωνία τον αναγνώστη και τον κάνει μέτοχο και κοινωνό των ηρώων και των πρωταγωνιστών του, με τις ζωντανές περιγραφές και εικόνες. Ο κόσμος του Κοκοτού, ιδιαίτερα της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας στο χωριό αλλά και στο μετακατοχικό Ηράκλειο είναι ένας κόσμος μέσα στον οποίο αντανακλούσε με μια απέραντη γλυκύτητα ολόκληρη η παιδική οικουμένη των Δαφνών και του συγγραφέα:

Το μετόχι του παππού Βαρούχα, του σαμαρείτη γιατρού των Δαφνών που γιάτρευε αφιλοκερδώς όλα τα γύρω χωριά στο Μονοφάτσι και που φάνταζε στα παιδικά μάτια του Γιώργου σαν ένας ατελεύτητος εδεμικός παράδεισος. Το κυνήγι των καβρών και των αφορδακών στο μοναστήρι της Παναγίας της Παλιανής, η βουτιά στο κενό με τη γάτα από το περβάζι του παραθύρου, οι αυτοσχέδιες ξαπλώστρες του μεγαλύτερου αδερφού Σπύρου από ξερές κληματόβεργες στην κορυφή του πεύκου που κατέρρεαν συνεχώς μαζί με το εμπνευστή τους και που ο μικρότερος Γιώργος με στατικό σκεπτικισμό (πολιτικός μηχανικός γαρ μετέπειτα…) παρακολουθούσε από κάτω χωρίς να μιλά. Οι ανηλεείς πετροπόλεμοι των παιδιών της «πάνω» και της «κάτω» γειτονιάς των Δαφνών στο «σόχωρο» το χέρσο χωράφι λίγο πιο πάνω από το σπίτι του παππού, οι αυτοσχέδιες σφεντόνες που κατέβαζαν πουλιά και σημάδευαν τα φρούτα στα περβόλια,  τα αυτοσχέδια θιαμπόλια που κάνανε πελεκώντας τα καλάμια από τα ρυάκια, το ξιλίκι ή το ποδόσφαιρο που παίζανε με μια παραγεμισμένη κάλτσα με κουρέλια, διπλωμένη ξανά και ξανά. Το παιχνίδι με το ξεσμίλιωμα των σφηγκοφωλιών, το παιχνίδι με τους σβώλους από τη στάχτη που μάζευε από την αλουσά, το ποδήλατο του Γερμανού στρατιώτη Φριτζ μετέπειτα, που αγόρασε με αντάλλαγμα μια όρνιθα που απήγαγε από τον ορνιθώνα του παππού. Η θυσιαστική αγάπη στο μεγαλύτερο αδελφό Σπύρο, που τον έκανε αρκετές φορές σθεναρό υπερασπιστή του, όπως τη φορά που η αυστηρή θεία Όλγα, του πήρε μέσα από τα χέρια το κότσι του προβάτου που το παίζανε για ζάρι, ώστε εκείνος να αναγκαστεί να την επιτιμήσει με τη φράση «δώσε μωρέ του κοπελιού το Βεζύρι», φράση που έμεινε κλασική στην οικογένεια! Αυτός ήταν ο εδεμικός παράδεισος του μικρού Γιώργου, όπου όλα, άνθρωποι και ζώα (…όπως η φοράδα του παππού), οικογένεια, και παιδιά ήταν αγκαλιασμένα από την αχλύ μιας ζεστής και γαλήνιας θαλπωρής, μιαν όμοια καθαυτή παρθενομητρική αγκαλιά.

Ο Κοκοτός μας παραδίδει μια συναρπαστική τοιχογραφία όλης του της ζωής, με ένα τρόπο απλό, αυθεντικό, με λιτή, έξοχη, γλαφυρή και γοητευτική αφήγηση. Και πετυχαίνει να μάς δημιουργεί την εντύπωση πως συμβιώνουμε με τους πρωταγωνιστές των διηγήσεων.

Μιας αφήγησης που μοιάζει σαν παραμύθι που βγαίνει από έναν άλλο κόσμο. Κατεβαίνει όχι βίαια, μήτε βιαστικά, αλλά ρυθμικά, στρωτά, γαλήνια — στα τρίσβαθα του εαυτού του και της μνήμης του, τον πρώτο του, τον θεμελιώδη αισθαντικό εαυτό. Ο Κοκοτός είναι πάντα συμφιλιωμένος με τη μνήμη του. Με τη μυστική φωνή της που είναι οι χορδές της ίδιας λύρας, του ίδιου αδιόρατου και βέβαιου δεσμού με έναν κόσμο του παρελθόντος και της κρητικής υπαίθρου που χάθηκε οριστικά. Ενός κόσμου που για τους σημερινούς φαντάζει τόσο μακρινός, αλλά νοσταλγικός, όπως βγαίνει μέσα απ’ τα παραμύθια των μαγικών νυχτών της Ανατολής.

Ο συγγραφέας αναπλάθει στη λευκή σελίδα το ψηφιδωτό της ζωής του. Γλυκό το παρελθόν, αναδύεται μέσα του. Ό,τι υπήρξε, ό,τι δεν υπήρξε, ήταν όλα αυτά. Ό,τι θέλησε, ό,τι δεν θέλησε, όλα αυτά τον έπλασαν. Ό,τι αγάπησε ή έπαψε να αγαπά, είναι η ίδια η νοσταλγία μέσα του. Μια ζωή όνειρο, πλασμένη από μεικτές πραγματικότητες. Σαν αγνάντεμα από την κορυφή ενός λόφου που με το χέρι στο μέτωπο για αντήλιο, κοιτάζει πίσω τα περασμένα. Με αίσθηση μακρινή στο χρόνο. Σαν ένα όνειρο που επιμένει στο μισοσκόταδο όταν ξυπνάς. Μια νοσταλγική οπτασία που εφημερεύει συνεχώς μέσα του και τον λυτρώνει από το μεγάλο αίνιγμα της ύπαρξης και της ζωής. Το ανερμήνευτο της φθοράς και το μυστήριο του χρόνου. Η μνήμη είναι αυτή που κερδίζει επάξια την επικαρπία του παρελθόντος και δεν αφήνει το παρόν να εφησυχάσει.

«Το χωράφι της Μαρούλαινας» μπορεί να μην ήταν μόνο το χέρσο οικόπεδο στη νοτική άκρη των Δαφνών. Είναι ένα δυνατό ποιητικό σχόλιο για τη ζωή, τέτοια που ήταν τα δύσκολα κατοχικά και μετακατοχικά χρόνια στην Κρήτη και την Αθήνα. Πριν η ζωή και τα αισθήματα φτάσουν να μετριούνται με τα Megabytes. Τότε που σ’ όλα τα χωριά και τις πόλεις μετριόταν με την κλίμακα της ανθρωπιάς και της ψυχής, τότε που ο χρόνος δεν ήταν αντίπαλος των ανθρώπων, όπως περίπου τα βιώνουμε στις ασπρόμαυρες ταινίες του Φίνου. Τότε που δεν είχε  γίνει  ακόμη η  έξωση  από  τον  Παράδεισο. 

Η έντονη  συγκίνηση  που προκαλούν αυτές οι αναπολήσεις του συγγραφέα  ίσως να προέρχεται από τη βαθειά τους γαλήνη. Η θλίψη δεν είναι ποτέ φανερή. 

Πηγάζει απ' την ομορφιά του βιβλίου, και χρωματίζει πιο σκοτεινά και πιο πλούσια τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Ο κόσμος που περιγράφει το χωράφι της μαρούλαινας, κυρίως τα παιδικά χρόνια του δημοτικού στις Δαφνές, για τους σημερινούς νέους 

είναι παράξενα αρχαϊκός. Βρίσκεται πιο κοντά στον κόσμο του Ησιόδου και του Ομήρου παρά στο δικό μας. Κι όμως η πνευματική γοητεία  του  ύφους  του Κοκοτού τον ερμηνεύει  τέλεια.  Η ιστορία αρχίζει με το ταξίδι – προσκύνημα με το γιο, το Φώτη, με το ιστιοφόρο για την Κρήτη. Κάτι σαν μια σπονδή, σαν ένα προσκύνημα στις ρίζες. Ή κάτι σαν τον καημό του Οδυσσέα να ξαναβρεί την Ιθάκη του. Εικόνες γαλήνιων πλόων, κατευόδιο των ανέμων στο αρχιπέλαγος κατά το νότο, και αράγματα για διανυκτέρευση σε ευλίμενους όρμους με Ομηρικά νερά. Μέσα σε τούτη την Οδύσσεια και το Νόστο προς την πηγή της φύτρας τους που θα ‘λεγε και ο Καζαντζάκης, ο πατέρας Γιώργος, διηγείται στο νεαρό γιό Φώτη, τη βιωτή του,  τα βρεφικά χρόνια στην Αθήνα και τη μετέπειτα ζωή στην Κρήτη όταν 4χρονος πια αφότου έπιασε ο πόλεμος, με τις σεβάσμιες μορφές του παππού γιατρού Βαρούχα, της γιαγιάς Αριστέας, της Θείας Λωρέτας, της θείας Όλγας, του θείου Ευάγγελου, τις παιδικές αταξίες, τις εικόνες με τους Ιταλούς και Γερμανούς στρατιώτες, τη μετέπειτα μετακόμιση στο Ηράκλειο, με τις ναυταθλητικές επιδόσεις στον ΕΓΟΗ και στους προσκόπους, τις αταξίες στο γυμνάσιο, τα μετέπειτα χρόνια των σπουδών στο Πολυτεχνείο, τη θητεία στην αεροπορία, την πρώτη αγάπη, τη μάνα του, που ήρθε για να μείνει, αλλά έφυγε τόσο νωρίς για το αχώρητο, αφού έμελε η ζωή της να ατυχήσει όπως τα σκαριά που ναυαγούν στους αγριεμένους καιρούς και τις φουρτούνες που πιάνουν στο μπουγάζι Τζια Θερμιά…  

Στις ζωντανές εικόνες από το χτες του Κοκοτού, ο  χρόνος μοιάζει να είναι απίστευτα συμπυκνωμένος χωρίς το παραμικρό κενό.  Ο συγγραφέας παρόλη την επιλογή του να αφήσει την Κρήτη και να δραστηριοποιηθεί μόνιμα στην Αθήνα, παραμένει ένας αθεράπευτος σωβινιστής του τόπου του κι ολοένα σαν τον Οδυσσέα βασανίζεται με το Νόστο, τόσο στο χώρο όσο και στο χρόνο. Με την επιστροφή είτε με την ανακάλημα των σκέψεων, είτε με το σχεδιασμό του ταξιδιού. Μια αντινομία απόλυτα ανθρώπινη. Προσκυνητής και οδοιπόρος ακούει την αρχέγονη φύτρα που τον καλεί επιτακτικά σαν αρπάγη στο παρελθόν. Τα χρόνια του αναζωπυρώνουν, σαν πυρκαγιά τις μνήμες του, μια οδυνηρή νοσταλγία. Γνώρισμα άλλωστε της κάθε ανθρώπινης φύσης. Ζει κουβαλώντας μέσα του τα περασμένα. Ιχνηλατεί, ακούει, οσμίζεται κι αναπλάθει τις αναμνήσεις του και μας παραδίδει σαν νοσταλγική ασπρόμαυρη ταινία του Φίνου τη ζωή του. Ίσως το ανακάλημα των αναμνήσεων μας είναι κι αυτό ένα αδιαίρετο και συστατικό στοιχείο της επιζητούμενης λύτρωσης από τον αδήριτο χρόνο, τη φθορά και τη μικρότητα του ανθρώπου στο άπειρο σύμπαν. Ίσως είναι, και έτσι πρέπει να ‘ναι, το κυνήγι της χίμαιρας και της ασύλληπτης μακρινής ουτοπίας του κάθε ανθρώπου να παγώσει το χρόνο και τη φθορά.  

Σήμερα ο παππούς Βαρούχας, αγναντεύει περήφανος από τα δώματα της αιωνιότητας, έναν πολύβουλο εγγονό, που συνέχισε επάξια το περίσσευμα αγάπης του προς τη γη. Κι αν αγαθή τύχη έσπρωξε το συγγραφέα μακριά από το γενέθλιο τόπο, ωστόσο το υποστατικό του μεγάλου προγόνου στις Δαφνές, ζωντανεύει από τα καρπερά όνειρα και τη μνημοσύνη των άξιων απογόνων.

Ο Κοκοτός γίνεται ένας πηγαίος ραψωδός στην αδυσώπητη εμμονή της μνήμης του. Όσο κι αν έχει οχυρώσει τα συναισθήματά του απέναντι στις γλυκές νοσταλγίες, οι παγίδες είναι καλά στημένες στο χρόνο. Και δεν μπορεί να τους ξεφύγει. Κι ίσως εν τέλει, δεν θέλει να τους ξεφύγει. Είναι ο καθαυτός νοσταλγός του ψαλμού «ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, ῾Ιερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου· κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ προανατάξωμαι τὴν ῾Ιερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου». Του αρέσει (σε ποιόν άλλωστε δεν αρέσει;) να αναθυμάται το χρόνο ακέραιο χωρίς δεκαδικά, τις «ημέρες του καλού κρασιού» του ποιητή.

Γιατί εκτός από τον απροσδιόριστο πόνο, της μνήμης για το χρόνο που κύλησε, μιαν άλλη πιο γλυκιά τέρψη κλείνει κρυφά το μάτι στην ψυχή: Η ηδονή της μέσα λύρας της, που λέει πως η μνήμη είναι ο μόνος δρόμος να υπερβεί ο άνθρωπος τη φθορά και το θάνατο.

Κι όταν μετά το ταξίδι της συναρπαστικής και απνευστί ανάγνωσης της αφηγηματικής αυτοβιογραφίας του συγγραφέα, ο αναγνώστης φτάνει στην τελευταία σελίδα, αυτόματα και συνειρμικά του έρχονται στο νου τα λόγια ενός άλλου μεγάλου ευρωπαίου ποιητή, του Πορτογάλου Φερνάντο Πεσσόα, που κι εκείνος με τούτους τους εξαίσιους στίχους του, αναπολεί τα περασμένα:

«Έβγαλα τη μάσκα και στον καθρέφτη κοιτάχτηκα. Είδα το παιδί που ήμουν εδώ και πολύ καιρό. Δεν είχε καθόλου αλλάξει. Αυτό είναι το πλεονέκτημα Του να ξέρεις τη μάσκα να βγάζεις. Είμαστε πάντα παιδιά, Έβαλα τη μάσκα, την ξανάβγαλα πάλι. Είναι καλύτερα έτσι Έτσι, χωρίς μάσκα· Γυρίζω πίσω στην προσωπικότητά μου, Όπως στης γραμμής το τέλος».



(*) Ομιλία του Κωστή Ε. Μαυρικάκη στη βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Κοκοτού «Το χωράφι της Μαρούλαινας» που διοργάνωσαν οι εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ και ο Πολιτιστικός Αθλητικός Οργανισμός του Δήμου Αγ. Νικολάου, στις 29.01.17 στην Ελούντα.

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ