Τίνος είναι η έδρα;

Μαρία Δαμανάκη
Μαρία Δαμανάκη

...η ελευθερία γνώμης και ψήφου μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, με τον βουλευτή συνήθως να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις του κόμματός του ως αυτονόητη προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία της «δημοκρατίας των κομμάτων».

της Μαρίας Δαμανάκη

 

  Αιχμή του δόρατος για ασθενείς κυβερνητικές πλειοψηφίες, μικρά κόμματα και πολιτικολογούντες, η «κυριότητα » της βουλευτικής έδρας πρωτοστατεί στις συζητήσεις που έπονται της εκούσιας αποχώρησης ή διαγραφής βουλευτών από τις μέχρι πρότινος κοινοβουλευτικές τους ομάδες λόγω διαφωνίας με την κομματική γραμμή. Η συνέχιση της θητείας των -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- αποχωρούντων βουλευτών, ως ανεξαρτήτων ή η προσχώρησή τους σε άλλο κόμμα που εκπροσωπείται στη Βουλή ανοίγει τον διάλογο του κατά πόσον η έδρα συνοδεύει τον βουλευτή ή αν στην πραγματικότητα η αποχώρησή του πρέπει να συνεπάγεται παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα και παραχώρηση της έδρας στο κόμμα υπό τη σημαία του οποίου αυτός εξελέγη, προκειμένου το κόμμα να διατηρήσει ακέραια την κοινοβουλευτική του ισχύ με την πλήρωσή της.

  Ένα πρώτο σημείο στο οποίο στέκονται τα εκατέρωθεν επιχειρήματα είναι το κριτήριο με το οποίο ψηφίζει το εκλογικό σώμα. Επιλέγουμε πρωτίστως το κόμμα που μας αντιπροσωπεύει ιδεολογικά και στη συνέχεια σταυροδοτούμε μεταξύ των υποψηφίων του εκείνον που θεωρούμε περισσότερο αξιόλογο από τους άλλους; Ή μήπως κάποιες φορές, κινούμενοι χωρίς αυστηρό κομματικό κριτήριο, στηρίζουμε συγκεκριμένο υποψήφιο από τους σταυρούς του οποίου αυξάνει την εκλογική του δυναμική κατά σύμπτωση το κόμμα στου οποίου το ψηφοδέλτιο συμμετέχει; Το μεν πρώτο αξιοποιείται σε επίπεδο διαλεκτικής από το κόμμα αποχώρησης, το δε δεύτερο από τον αποχωρήσαντα βουλευτή. Θα έλεγε κανείς πως οι ψηφοφόροι αφορμώνται μάλλον από την ιδεολογική τους τοποθέτηση, αλλά και πάλι τα όρια μεταξύ των δύο επιχειρημάτων αναφορικά με την αιτιολογία της ψήφου ρεαλιστικά είναι δυσδιάκριτα.

  Συχνά δε, σε μια προσπάθεια διατήρησης δυνάμεων, τα κόμματα δεν παραλείπουν να προσθέσουν διατάξεις στους κανονισμούς και τους κώδικες δεοντολογίας τους, σύμφωνα με τις οποίες κάθε έδρα που καταλαμβάνεται ανήκει στο κόμμα και όχι στον βουλευτή. Στο ίδιο θα μπορούσε να συνηγορεί εν μέρει, εκτός των λοιπών πρακτικών της στοχεύσεων, η πρακτική της κράτησης ποσοστού της βουλευτικής αποζημίωσης για τις ανάγκες του κόμματος στο οποίο ανήκει ο βουλευτής.

  Παραμερίζοντας λίγο την πολιτική διάσταση του ζητήματος, χρήσιμο είναι να εξετάσουμε τι προβλέπεται συνταγματικά. Σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ. 1 του Συντάγματος «οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση». Το δικαίωμα αυτό είθισται να αντιτάσσεται από τον βουλευτή στις κομματικές γραμμές, στις περιπτώσεις στις οποίες οι εκπεφρασμένες απόψεις του διαφοροποιούνται από την στάση που τηρεί το κόμμα του.

Βέβαια, η ανεξαρτησία του βουλευτή υφίσταται πρωτίστως έναντι του σώματος των ψηφοφόρων που τον αναδεικνύουν στο βουλευτικό αξίωμα. Ασκεί δηλαδή τα καθήκοντά του με πλήρη ελευθερία γνώμης και ψήφου έναντι των εκλεκτόρων του και -κατ’επέκταση- έναντι του κόμματός του. Ο βουλευτής τελεί σε καθεστώς ελεύθερης εντολής, χωρίς να είναι δυνατή η ανάκλησή του από τους εκλέκτορες - παρά μόνον η πολιτική του «λογοδοσία’’ σε αυτούς ενόψει των επόμενων εκλογών αναφορικά με την παρελθούσα θητεία του - «λογοδοσία» βάσει της οποίας ενδεχομένως θα διαμορφωθεί το νέο εκλογικό αποτέλεσμα. Η «επιτακτική εντολή», λοιπόν, την οποία επικαλείται είτε το κόμμα, για να παραχωρηθεί σε αυτό η έδρα από τον αποχωρούντα, είτε ο βουλευτής προκειμένου να διατηρήσει την έδρα «ευθυνόμενος απέναντι στους ψηφοφόρους του» δεν φαίνεται να ευσταθεί ως επιχείρημα συνταγματικά. 

Από την άλλη πλευρά, επιστρέφοντας στο πολιτικό σκέλος του προβληματισμού, πραγματικότητα αποτελεί η υποχρέωση κομματικής πειθαρχίας του βουλευτή. Έτσι, η ελευθερία γνώμης και ψήφου μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, με τον βουλευτή συνήθως να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις του κόμματός του ως αυτονόητη προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία της «δημοκρατίας των κομμάτων».

Η ιδανική περίπτωση στην οποία δεν έρχονται σε σύγκρουση η κομματική συνοχή με το παραπάνω δικαίωμα είναι αυτή στην οποία παρατηρείται πλήρης ταύτιση των απόψεων του βουλευτή με εκείνες του κόμματος με το οποίο πολιτεύεται. Τι συμβαίνει όμως όταν υπάρχει σοβαρή απόκλιση μεταξύ των δύο; Προφανώς το κόμμα δεν μπορεί να υποχρεώσει τον βουλευτή να πειθαρχήσει παρά τη θέλησή του. Εάν δεν υπάρξει ανοχή, είθισται είτε να αποχωρεί ο βουλευτής, είτε να διαγράφεται από μέλος της κοινοβουλευτικής ομάδας.

Το ερώτημα για το τι πρέπει να συμβεί με την έδρα, στο πλαίσιο της ανεξαρτησίας του βουλευτή -πάντα όμως υπό το πρίσμα της λειτουργίας της δημοκρατίας μέσω των κομμάτων, παραμένει. Στο βαθμό που δεν φαίνεται να υπάρχει ασφαλής απάντηση, κρίσιμο είναι να διακρίνουμε περιπτώσεις. Αν ο βουλευτής κατά τη διάρκεια της θητείας του συνειδητοποιήσει ότι το κόμμα με το οποίο εξελέγη δεν τον εκφράζει λόγω προσωπικής του ιδεολογικής στροφής, μάλλον είναι εντιμότερο να παραχωρήσει την έδρα στο κόμμα του και να επιδιώξει να αναμετρηθεί εκ νέου στις επόμενες εκλογές με τη σημαία του καινούριου κόμματος που επιθυμεί. Αν πάλι, το κόμμα του παρεκκλίνει των προγραμματικών του θέσεων, εκτίθεται μάλλον το ίδιο παρά ο εξ αυτού του λόγου αποχωρών βουλευτής - και η διατήρηση της έδρας από αυτόν δεν φέρει συνήθως ηθική απαξία.

  Το ερώτημα πάντως σχετικά με το ποιος πρέπει να διατηρεί την βουλευτική έδρα δεν διατυπώνεται αυτόνομα. Συνήθως βρίσκεται σε συνάρτηση με σειρά άλλων ζητημάτων που ανακύπτουν στον κοινοβουλευτικό βίο και τον δημόσιο διάλογο όπως το κατά πόσο είναι δεοντολογικά ορθό να δεχτεί προσχώρηση των αποχωρούντων ένα άλλο κόμμα, την εν πολλοίς αδυναμία αποτελεσματικής διεκδίκησης και εκπροσώπησης των συμφερόντων του λαού από τους ανεξάρτητους βουλευτές κ.α.

Το ζήτημα της έδρας φαίνεται να υπερβαίνει τα στενά όρια του διλήμματος μεταξύ ελεύθερης εντολής και κομματικής πειθαρχίας, στο βαθμό που η πολιτική αξιολόγηση αντιπροσώπων και κομμάτων, όπως κάθε αξιολόγηση, χρειάζεται σημεία αναφοράς. Η συνέπεια είναι ένα από αυτά. Η έδρα, λοιπόν, στον συνεπή.

 

Η Μαρία Δαμανάκη είναι Δικηγόρος, MSc

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ