Όπου φυσάει ο άνεμος

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Μεγάλο μπαλόνι ο κόσμος ο αρχαίος, ο νέος τρύπησε σε μια στιγμή. Που κοιμήθηκε ο Οδυσσέας. Που γεννήθηκε από τη λέξη νόμος η λέξη άνεμος.


της Μαρίας Λιονάκη


«Όταν ήμουν παιδί, γινόμουν ένα με ό,τι έβλεπα κι άγγιζα, με τον ουρανό, με το έντομο, με τη θάλασσα, με τον αγέρα, είχε τότε ο αγέρας στήθος, είχε χέρια και με χάδευε,  κάποτε θύμωνε, μου αντιστέκονταν και δε με άφηνε να περπατήσω, κάποτε, θυμούμαι, μ’ έριξε κάτω. Μαδούσε τα φύλλα της κληματαριάς, αναστάτωνε τα μαλλιά μου που τα’ χε τόσο καλά χτενίσει η μητέρα μου, έπαιρνε το μαντήλι από το κεφάλι του γείτονά μας του κυρ Δημητρού και σήκωνε τα φουστάνια της γυναίκας του της Πηνελόπης»

Νίκος Καζαντζάκης Αναφορά στον Γκρέκο

Η λέξη άνεμος προήλθε από την έχθρα κάποιου λεξικού για τη λέξη  νόμος. Από μίσος για αυτήν, για τα συνώνυμά της, για  όσα την καθρεπτίζουν, τη  φωτογραφίζουν, την  αντιπροσωπεύουν. Έτσι γεννήθηκε.  Από μίσος  για την  τελειότητα, την  ευταξία, την ακινησία της, τη σταθερότητα, το αμετάκλητο, το   απαράβατο, το άβατο, το άψογο της εμφάνισής της , την επιμονή της.  Το τσιμέντο που την έφτιαξε.  Τα σίδερα, τα μέταλλα  που τη βύζαξαν, τη  σκέπασαν στην κούνια της, την ανέθρεψαν, τη  γαλούχησαν. Από μίσος  για τη σιγουριά της, για την ασφάλεια και την αυτοπεποίθηση , που  σαν  βαριά μυρωδιά ανέδινε. Που σα φορτίο,  σαν Ερινύα  βάραινε. Από μίσος για   την επιβολή, το κύρος της  εξουσίας, της βασιλείας της. Από μίσος για τον εγωισμό της,  το χλευασμό της, την αδιαφορία της να συναναστραφεί  άλλες λέξεις, άλλα  παιδάκια του λεξικού. Τις λέξεις τύχη,  λάθος,   πάθος, θυμός,  παράλογο,  παρορμητισμός,  ακραίο, ανάγκη,   καρδιά, συναίσθημα, συμπόνια,  κατανόηση,  συγχώρεση.  Από μίσος για το γκρι χρώμα της  ή το άχρωμο χρώμα της. Το απρόσωπο πρόσωπό της.

Μια μέρα λοιπόν, που ο ήλιος απουσίαζε  και τα σύννεφα είχαν επικρατήσει στη γη, κάνοντας το τοπίο δυσδιάκριτο και θολό, ομιχλώδες,  μια μέρα που ο Θεός είχε στρέψει το βλέμμα του αλλού και οι άνθρωποι γελαστοί χόρευαν το χορό μιας αναπάντεχης,  ακάλεστης, τρυφερής  βροχής ,  γεννήθηκε   η λέξη άνεμος.  Ακάλεστα. Το κλάμα της  θρόισε ελαφρά τα κλαδιά των δέντρων, ξύπνησε τα πουλιά. Η νιογέννητη λέξη  ντύθηκε  το  α το στερητικό, το α το δυνατό που φυσάει μπροστά από τόσες λέξεις. Το α  που  πάλεψε  να στερήσει από τη λέξη νόμος λίγη από την εξουσία της,   που πάλεψε   να σπείρει κάποια ανασφάλεια  στην αδιαμφισβήτητη υπεροχή της,  κάποια ειρωνεία στον κομπασμό της,  τον άκαμπτο χαρακτήρα  της.  Στη συνέχεια  μετέτρεψε  το   παντοδύναμο  όμικρον της λέξης νόμος , το πρώτο όμικρόν  της  , το όμικρον που  έχει και   η μικρή  λέξη  όλο και νιώθει  μεγάλη, σίγουρη,  σε  έψιλον, για να ολοκληρωθεί ο σχηματισμός της  νέας λέξης: άνεμος.

Σε ένα   έψιλον που έχει χρώμα μπλε σαν την απεραντοσύνη του ουρανού. Που  μυρίζει θάλασσα κι αλμύρα. Που πάνω του κάθεται  για λίγο ένας γλάρος πολυταξιδεμένος για να  ανασυντάξει τις δυνάμεις του, πριν ξεχυθεί στους ουρανούς και πάλι, πριν  αποπλεύσει για νέο ταξίδι . Στον ουρανό, στη ζωή. Σε έψιλον που τρίβει τα άγρια βότανα, το θυμάρι, το φασκόμηλο, τη ρίγανη, το χαμομήλι, τη μέντα   πάνω στα άγρια βουνά και  ξεχύνονται  οι μυρωδιές να αγκαλιάσουν την πλάση,   να μοσχομυρίσει. Που σφιχτοδένει τα φύλλα, τα κλαράκια, τα ξεραμένα χόρτα στην ίδια μπάλα, στην  ίδια δυσκολία, αλληλεγγύη   και τα ταξιδεύει  σαν  καραβάκια στις θάλασσες  του ουρανού, της καθημερινότητας.  Που  φωτογραφίζει τη γη, τη ζωή.  Που ενυπάρχει  σε κάθε δεντράκι που φυλάει τις Θερμοπύλες της φύσης, κάποιου βουνού, κάποιας αξίας.

Ένα έψιλον δανεικό  από τη λέξη  γέλιο ή τη λέξη ελευθερία. Για να το έχει τριπλό αυτή,  σκέφτηκε  έξυπνα, διορατικά,   κάτι παραπάνω θα ξέρει. Για να το έχει τριπλό αυτή… Θα είναι  υλικό που με αυτό φτιάχνεται, χτίζεται ο κόσμος. Μυστρί που χτίζει τον κόσμο. Για να το έχει τριπλό  αυτή θα είναι υλικό που λάμπει ο κόσμος. Που σμίγει ο κόσμος.  Φως που διώχνει τη σκιά, που διώχνει τους ανθρώπους από τη σκιά. Που διαλύει  το σκοτάδι   της   πλήξης, του ψέματος. Που σπάει τα δεσμά του πρέπει,   τη φυλακή της  μοναξιάς, της  προσποίησης.

  Ο Οδυσσέας τις τελευταίες μέρες  αποκοιμήθηκε και οι σύντροφοι του άνοιξαν τους ασκούς του Αιόλου. Δύσκολο να  ανταμώσουν την πατρίδα τους τώρα, να ανταμώσεις την πατρίδα σου, όποια κι αν είναι.  Μέλλον των ταξιδιωτών της Οδύσσειας,    του Ομήρου η γραφή. Μέλλον των ταξιδιωτών της ζωής,  της μοίρας, του πεπρωμένου  η γραφή. Αέρηδες καταπιεσμένοι, παθιασμένοι  ξεχύθηκαν,  αέρηδες προβλημάτων, δυσκολιών  ουρλιάζουν  πάνω από τις άχαρες πόλεις, σαν  τέρατα, πεινασμένα ζώα, φαντάσματα σε στοιχειωμένο σπίτι.   Ο Ποσειδώνας   σαν  τον αναβάτη αλόγου στον ιππόδρομο σπιρούνισε με την τρίαινά του τη θάλασσα. Τα κύματα   καλπάζουν. Θυμωμένα άτια στο θαλάσσιο ιππόδρομο. Ο Δίας θυμήθηκε την εξουσία του και εγωιστής,  βροντοφόρος,  νεφελοσυνάκτης  την επέβαλε. Διέταξε τα σύννεφα να υπακούσουν στην ολύμπια νομοθεσία, να σκοτεινιάσουν τη μέρα, να δικάσουν το φως.

Μεγάλο μπαλόνι ο κόσμος  ο αρχαίος, ο νέος    τρύπησε  σε  μια  στιγμή. Που κοιμήθηκε ο  Οδυσσέας.  Που γεννήθηκε από τη λέξη νόμος η λέξη άνεμος.  Η σκόνη κατακυριεύει τη γη που τη δέρνουν θυελλώδης αέρηδες.  Τα πλοιάρια στα λιμάνια κοιτάζουν  φοβισμένα τα αγκαθωτά  βράχια.  Φοβούνται, δεν έχουν χέρια πια να κρατηθούν.  Τα ανθρώπινα πλοιάρια   κοιτάζουν  τα βράχια της ζωής,   το μένος του καιρού,  το θυμό του Ποσειδώνα, του Δία, το ξέσπασμα  της φύσης προσπαθώντας να στεριώσουν με  τη δύναμη της ψυχής,  τα χέρια, να κρατηθούν,   να μη   χάσουν από το βλέμμα,  απ’ τα μάτια τους τη δική τους Ιθάκη, τη δική τους πατρίδα. Όσο κι αν φυσάει…

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ