Το Μιχαλιό!

Δημήτρης Καρατζάνης
Δημήτρης Καρατζάνης

Στον Αύγουστο αλλοτινών καιρών,τότε που ''Αύγουστος'', για τα 2/3 τουλάχιστον των ηρακλειωτών, σήμαινε ''πόλεμος''...

του Δημήτρη Καρατζάνη


''Να δώσεις θες ένα χεράκι στο τρύγο, π' αρχίζω αύριο; ''με ρώτησε ο φίλος  ο Γιάννης, παλιά μεγάλη ''φίρμα'' της  χρυσοχοίας στην Πλατιά Στράτα, με ρίζες από πλούσιο -κάποτε- σταφιδοχώρι, στο Νοτιοδυτικό ''έβγα'' του Μεγάλου Κάστρου..

''Μετά χαράς'', είπα ,''μόνο που φοβούμαι, πως εγώ  μπλιο, είμαι μόνο για... μπασοδούλια''.
Γελάσαμε κι οι δυό , αστραπιαία  όμως το μυαλό , έκανε έναν πήδο στο χρόνο, γυρίζοντας  πίσω κάμποσες δεκαετίες . Στον Αυγουστο αλλοτινών καιρών,τότε που  ''Αύγουστος'', για τα 2/3 τουλάχιστον των ηρακλειωτών, σήμαινε ''πόλεμος''. Μια   σύνθετη επιχείρηση με ανθρώπινο δυναμικό και ''αμπράτι'' (λάντζες ,μπαρντιμάδες,σκάφες,κανισκάρια ,τσούλες,μουσαμάδες,χαρτιά ,ποτάσες, γράδα κλπ)     από την  έκβαση της οποίας, εξαρτιόταν, σε μεγάλο βαθμό, η ζήση μιας ολόκληρης  χρονιάς, αλλά και η ευημερία της πόλης

Και ανάμέσα  στις Αυγουστιάτικες θύμησες που ξύπνησε η πρόσκληση του φίλου, πιο ζωηρή απ όλες ,πρόβαλε στα μάτια μου η μορφή του Μιχαλιού. Του ,φυρομυαλισμένου  ''κακαντρακιού'', αιώνιου γεροντοπαλήκαρου, που κάθε Αύγουστο  τον κυρίευε ο οίστρος του μαξουλιού και δεν τού φευγε ,παρά μονάχα όταν σάκκιαζε τη.πυρόξανθη... γόησα , τη  ''σουλτανιά'' και την ασφάλιζε στοιβάζοντας την στο  πλίθινο μετοχάκι του

Ητανε βλέπεις εκείνη το μαγικό κλειδί που , αβγατίζοντας  το κομπόδεμα του  θα τούφερνε τελικά  τη νύφη .Τη νύφη που την ''ανείμενε'' από παληκαράκι , αλλά κείνη, όλο τον ξεγελούσε, όλο και... ανέβαλε τον ερχομό της.

Δεν ξέρω αν   αυτό ήταν η αιτία, τα χρόνια που πέρναγαν ή οι απανωτές κακές χρονιές  της σταφίδας ,εκεί  στο τέλος  της δεκαετίας του 50, που το Μιχαλιό...  ''κακαθρώπισε''. Μεγάλωσαν οι παραξενιές του ,έγινε ευέξαπτος ,και, το χειρότερολο,  άρχισε να βρίζει θεούς και δαίμονες με το παραμικρό .  Ακόμα και χωρίς λόγο .

Στην αρχή κανείς δεν έδινε σημασία στο καινούργιο χούι του Μιχαλιού. Απο κάποια στιγμή όμως και μετα, που το κακό παράγινε , πολλοί άρχισαν να ενοχλούνται . Ένας μάλιστα, ο πιο χεροδύναμος του χωριού,τον τράβηξε μια μέρα παράμερα και   του το ξέκοψε.. .
''Μιχαλιό '' τούπε ''ανε σε ξανακούσω να βλαστημάς Χριστούς , αγίους ,κι ότι άλλο κατεβάζει η παλαβή κούτρα σου  ,μα τη πίστη μου, θα σε ξετσιτσιδώσω θα σε δέσω πάνω στο ΄γάιδαρο σου ανάποδα και θα σε κάνω βόλτα  στο χωριό .Μέχρι και στσι Αρχάνες,θα σε πέψω κακομοίρη μου.Κι άιντε μετά να  βρείς  νύφη.,τον απείλησε''

Το Μιχαλιό ξετρεμούλιασε.Να τονε βρεί τέτοιο κακό ,να πάθει τέτοιο ξεγιβέντισμα δε  το άντεχε .Αποφάσισε λοιπόν στο εξής, να δέσει κόμπο τη γλώσσα του και να μην αφήσει ποτέ  να βγει βλαστημια απ το κατώφλι των χειλιών του. Νυφη ήτανε ,μαθές αυτή , δε μπορούσε να διακινδυνεψει να τη χάσει για τσι βλαστήμιες

Ετσι, πήραν τέλος τα σούρτα -φέρτα   στο ζεστό καλοκαιρινό  αέρα των Αγίων και των δαιμόνων, που βγαιναν αβέρτα από το στομα του Μιχαλιού .. Μόνο όταν κάτι τον θύμωνε πολύ, φούχτιαζε την ταλαιπωρη ,ολολίγδιαστη τραγιάσκα  που σκέπαζε μέχρι τ αυτιά τη φαλακρή  κεφαλή του, τη χτύπαγε με μανία πάνω στο γόνατο , το τραπέζι ή το χώμα και κραύγαζε με όση δύναμη του επέτρεπαν τα ταλαιπωρημένα από το ''τσίγαρο''πνευμόνια του .''Γ... τη τραγιάσκα μου'',Πραμα βέβαια  που μόνο γέλιο έφερνε στα χείλια κείνων παρακολουθούσαν τη σκηνή.

Θα 'χαν περάσει κανα δυο χρόνια από τότε που το Μιχαλιό είχε κόψει  τη συνήθεια της βλαστήμιας κι ήταν και πάλι Αύγουστος .Ένας Αύγουστος όμως ευλογία θεού, καθώς  τ αμπέλια είχαν τέτοιο φόρτωμα που κινδύνευαν να σπάσουν .Κι όπως ο Χειμώνας ήταν ανοιχτοχέρης στα νερά, τα σταφύλια είχαν παραμεγαλώσει, τόσο, που μοιάζαν με μωρά παιδιά. Μωρά που μέρα με τη μέρα  περίμεναν , τον τρυγητή  να λευτερωσει  τη μάνα -κουρμούλα.από το βάρος τους

Με τέτοια βεντέμα το κέφι και το γέλιο ξεχείλιζε σ όλη τη Σύλαμο ,παραδοσιακή αγροτική περιοχή, με ολοκληρωτική εξάρτηση απ τη σταφίδα. Ανάμεσα τους πιο χαρούμενος απ΄ολους το Μιχαλιό, που τ αμπέλια του είχαν πρωτόγνωρη σοδειά κι έβλεπε από τώρα  το κομποδέμα του να παραφουσκώνει και τη νύφη, τούτη τη χρονιά,  να βρίσκει επιτέλους , την πορτα του σπιτιού του.

 Ετσι ,μέσα σε αληθινό πανηγύρι ,πέρασαν οι μέρες του τρύγου.και μπήκε το κρίσιμο διάστημα της αναμονής μεχρι να γίνει το σταφύλι σταφίδα, και ν αρχίσει το μάζεμα .Ένα πρωί όμως αυτή η χαρούμενη αίσθηση διαλύθηκε σαν τον καπνό καθώς, ξυπνώντας οι χωριανοί, το πρώτο πράγμα που αντίκρυσαν  ήταν  βαρειά μαύρα σύννεφα πούχαν στρογγυλοκάτσει  στην κορφή του  Γιούχτα ,κρυβοντας ακόμα και τον ''Αφέντη Χριστό''.
Τους έζωσαν άμέσως τα φίδια κι έτρεξαναν όλοι  στο καφενείο του Σηφαλιού.,με την ελπίδα να ακούσουν κάποια αισιόδοξη πρόβλεψη για τον καιρό απ τους παλιότερους ..''Δε θα βρέξει'', είπε κάποια στιγμή ο μπάρμπα Βαγγέλης .''Δεν είναι Αρβανίτης ο θεός ,να ρίξει στσι λάσπες τον ίδρω και το ψωμί μας''.

''Μωρέ ο θεός δεν είναι Αρβανίτης ,αλλά είμαστε εμείς, που τον έχομε ξεχάσει και τον θυμούμαστε μόνο στο ζόρε μας'' ,είπε ένας άλλος κοιτάζοντας με νόημα κατά τη μεριά του Μιχαλιού , που είχε ζαρώσει στη γωνιά, χωρίς να βγάζει ,άχνα
Και ξαφνικά, κείνη η ατμόσφαιρα του φόβου, της ελπίδας και της σιωπηλής έντασης  θρυματίστηκε με πάταγο. Μια αστραπή , πύρινο γαγλωτό φίδι, αυλάκωσε τον ουρανό,κι αμέσως μετά λευτερώθηκε αγριεμένη η μπόρα, με κάτι ψυχάλες χοντρές σαν τάληρα,,που πέταγαν θυμωμένες φούσκες μολις αντάμωναν το χώμα.
Όλοι έμειναν άφωνοι ,παγωμένοι καθώς, σε ελάχιστη ώρα  το νερό άρχιζε να σχηματίζει ρυάκια, που κυλούσαν μέσα απ τους οψιγιάδες,παρασέρνοντας στο πέρασμα τους τη σχεδόν ξερή σταφίδα, τους κόπους και τα όνειρα ολόκληρης της χρονιάς.

Το Μιχαλιό δεν άντεξε. Σκέφτηκε ίσως τους κόπους της χρονιάς ,το...γάμο του, που πάλι ναυαγούσε, ποιος ξέρει. Αγριεμένος πάντως ,άρπαξε την κακοτερένια  τραγιάσκα  που φόραγε μόνιμα , την ''έστιψε'' στα χέρια του για  μερικές στιγμές νευρικά και, τέλος, τη σφεντόνισε με όλη του τη δύναμη στο πάτωμα ,ενώ άρχισε να την τσαλαπατά ,  .ουρλιάζοντας σα δαιμονισμένος .''Γ...το καπέλο μου '',''γ...το καπέλο μου''...
Με τις κλωτσιές και το τσαλαπάτημα κάτι  ξήλωσε φαινεται  μέσα στο καπέλο και ξαφνικά ένα  λιγδιασμένο στενόμακρο χαρτί πρόβαλε μεσα από τη φόδρα ..Εσκυψε ο καφετζής με περιέργεια τό πιασε στα χέρια του, το σήκωσε στο φως κι άρχισε να διαβάζει μεγαλόφωνα τα ορνιθοσκαλίσματα του Μιχαλιού:''Αι-Δημήτρης,Αι-Γιώργης ,Αι-Γιάννης...Χριστός ...Μουχαμέτης...Μωυσής...''

Κανένας από τους γνωστούς και άγνωστους Αγίους δεν είχε μείνει έξω απ τη λίστα του Μιχαλιού, τη ραμένη μέσα στη φόδρα της τραγιάσκας του.
Ίσα που πρόφθασε να ξεφύγει βγαίνοντας στη βροχή, πριν τον λυντσάρουν οι αγριεμένοι συγχωριανοί του .

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ