Ο ποιητικός στοχασμός του Αριστείδη Χαιρέτη ή Γυαλάφτη

«Οι μαντινάδες μ’ επισκέπτονται όπως οι πεταλούδες, τις βάζω στο χέρι μου για λίγο και μετά τις ελευθερώνω»

Του Γιάννη Ματθαιουδάκη 


Στην ποίηση δεν υπάρχουν παιδιά – θαύματα, όπως στα μαθηματικά ή στη μουσική. Η καλή μαντινάδα θέλει βίωμα, δηλαδή συγκινήσεις, μεγάλες χαρές κι ακόμη μεγαλύτερες απογοητεύσεις.

Ο Αριστείδης, όταν “άκουσε” τον έρωντα να τον «πιάνει απ’ τη χέρα»(*), δόθηκε ολόψυχα, «θα ξομείνει μόνος, ακόμη και στα όρη», αλλά δε θα υπολογίσει κοινωνικές συμβάσεις. Το κάνε μάλιστα σε μια κοινωνία ομηρική, με αυστηρά ήθη, όπου η ντροπή, η τιμή και η αναγνώριση έρχονται μέσα από τα μάτια και κυρίως τα στόματα των άλλων.

Δεν ερωτεύτηκε όπως ο ανασφαλής γυναικάς ή ο φουστανάκιας ψευτο-κατακτητής. Αντίθετα, ανυψώθηκε μέσα από την αγάπη για το ταίρι του στον ιδανικό του εαυτό. Κατάφερε να γίνει Άνθρωπος, μεγάλη ατομικότητα, για να μπορέσει στη συνέχεια να συμφιλιωθεί με όλο τον κόσμο.

Η πρώτη μαντινάδα ήρθε στα 27 του χρόνια. Και λέω ήρθε γιατί, όπως με μοναδικό τρόπο για τη θεωρία της ποιητικής δημιουργίας έχει περιγράψει, «οι μαντινάδες μ’ επισκέπτονται όπως οι πεταλούδες, τις βάζω στο χέρι μου για λίγο και μετά τις ελευθερώνω». Τον επισκέφτηκαν πολλές και με πολλώ λογιώ χρώματα. Ερωτικές, φιλοσοφικές, περιπαιχτικές, θρηνητικές. Όλες διακρίνονται για τις εικόνες, την πρωτότυπη σύλληψη της ιδέας και τη νοηματική συμπύκνωση. Σε αντίθεση με τα στιχουργήματα ρηχού συναισθηματισμού που κατακλύζουν τη σημερινή βιομηχανική παραγωγή μαντινάδας.

Η καταξίωση στη λαϊκή μας συνείδηση ήρθε αργά - αργά και φυσιολογικά, αποκλειστικά μέσα απ’ τις παρέες, τις ξεφαντώσεις και τις παντοειδείς μαζώξεις. Χωρίς να προσπαθεί να επιβληθεί, να μπώθει και να σέρνει το μικρόφωνο για ν’ ακουστεί, εδραιώθηκε αβίαστα χάρη στο καλό του γλέντισμα, κι όλοι αναμένουν με περιέργεια κάθε φορά τι έχει να πει.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Χαιρέτης πίνει λίγο, για Κρητικός δηλαδή δεν πίνει σχεδόν καθόλου! Ένας γάλλος ποιητής, ο Μπωντλέρ έλεγε: «για να μην είστε σκλάβοι του χρόνου, μεθύστε! με Κρασί, με Ποίηση, με Αρετή, αλλά μεθύστε!». η σειρά που διάλεξε δεν είναι τυχαία, δείχνει διαβάθμιση από κάτω προς τα πάνω και νομίζω είναι προφανές τι «βγάνει στην όρεξη» τον Γυαλάφτη.

Η αναγνώριση όμως ήρθε κι από τους λόγιους. Ο Ρίτσος, ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος είχαν διαλέξει κι αυτοί τις δικές τους αγαπημένες μαντινάδες από το έργο του Άρη. Σε μια τιμητική εκδήλωση από το Πανεπιστήμιο Κρήτης, άκουσε τόσο καλά λόγια που αισθάνθηκε αμήχανα και στην προσπάθεια ν’ απεγκλωβιστεί είπε: «ψηλά ‘μαι και ζαλίζομαι, πιάστε με να κατέβω, μα’ γω σε χαμηλούς θεούς αμνώγω και πιστεύγω».

Ακολούθησαν δίσκοι, συνεντεύξεις, εκδόσεις συλλογών αλλά ποτέ δεν πήρε ψηλά τον αμανέ. Δεν απομονώθηκε μακριά από τη «μυρμηγκοφωλιά των ανθρώπων» κυνηγώντας τη Μούσα για έμπνευση. Δεν ανταγωνίζεται κανέναν, ούτε προσπαθεί να γράψει 33333 μαντινάδες για να νικήσει τον Σαιξπήρο και τον Όμηρο μαζί. Ζυμώνεται με τους συχωριανούς του, πάει πρώτος και φεύγει τελευταίος στις χαρές και στις λύπες τους. "Oι άνθρωποι μ' απογοητεύουν αλλά και στους ανθρώπους ελπίζω". Ξέρει ότι ο λίγος χρόνος που έχουμε είναι η μοναδική μας περιουσία, «όλοι προσωρινοί μαστε» άλλωστε και τον αφιερώνει για να χτίσει σχέσεις, δεσμούς και επομένως κοινή μνήμη.

Ο Αριστείδης Χαιρέτης είναι τελικά ένας ελεύθερος άνθρωπος. Αρχαίος σαν τον Επίκουρο, μύστης όπως ο Ρουμί και οικουμενικός σαν τον Κρισναμούρτι.

Η μικρή ανθολογία που παραθέτω αξίζει νομίζω βιβλιοθήκες ολόκληρες.

Τον ευχαριστώ για κείνη τη φορά στ’ Ανώγεια, όταν μας «έβγαλε η περασά» και δέχτηκε να κάτσουμε στον «ασκειανό του».

Μόνο η Αγάπη συχωρεί τα λάθη τα μεγάλα και σε παρακαλώ πολύ θελω να καμεις κιάλλα

Όλοι προσωρινοί ‘μαστε σε τουτουσές τσι τόπους, τι πιο ωραίο να’ σαι απλός και ν’ αγαπάς τα’ ανθρώπους

Πορπάτηξα το βουνό και στη κορφή του εβγήκα, μα την πηγή να πιω νερό στα χαμηλά τη βρήκα

Πέστε μου έναν άνθρωπο να τα ‘χει λύσει όλα, γιατί εγώ δε τα’ λυσα μα δε με γνοιάζει κιόλα

Ήθελα και να κάτεχα οι χρόνοι που περνούνε, αν εποθένουνε κι’ αυτοί ή πάνε αλλού και ζούνε

Έφαγα μέλι κ’ ήκουσα στα χείλη τη σφακάδα, για δε με τάισες εσύ παλιά μου φιλενάδα

Θυμάσαι όντεν εθέταμε χωρίς γαμπά στα όρη, και μπαινα γω που το βοριά να μη ριγάσεις κόρη

Την ώρα π’ αποδιαφωτά κ’ η φύση αλλάζει χρώμα, με’ σένα καταγίνεται ο λογισμός μου ακόμα

Χριστέ μου πως μ’ αρέσουνε τα μάθια μου να κλαίνε, για τσι γυναίκες π’ αγαπώ και ‘κείνες δε με θένε

Η μοναξά πολλές φορές τη σκέψη ξεκουράζει, μα είναι φορές που γίνεται γκρεμνός και σε τρομάζει

Λιγότερο που μια στιγμή, μάτια να κοιταχτούνε, μπορεί να φύγει μια ζωή να μη λησμονηθούνε

ένα πουλί μες το κλουβί τη λευτεριά στεράται σα κελαδει, δε κελαηδει μονο παραπονάται

περασ ο χρόνος κι αφηκε στο πρόσωπο ρυτίδες και δεν ευχαριστηθηκε και πήρε και τσ΄ελπίδες


(*) σε εισαγωγικά είναι αποσπάσματα από μαντινάδες ή δηλώσεις του ίδιου του Γυαλάφτη




Ο Γ. Ματθαιουδάκης είναι Γενικός Γραμματέας της Πολιτιστικής Ένωσης Μυλοποταμιτών Ελλάδος

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ