Δεν χρειάζεται να είχες ζήσει τα χρόνια εκείνα και τα γεγονότα του δημοψηφίσματος για την αβασίλευτη δημοκρατία – που αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 40 χρόνια από την διεξαγωγή του - για να αναγνωρίσεις το σκίτσο.
Αν ήσουν αναγνώστης της Ελευθεροτυπίας σίγουρα θα το έχεις πετύχει σε κάποιες από τις σελίδες της ή και αν δεν ήσουν αναγνώστης σίγουρα θα το είχες δει σε κάποιο εξώφυλλο της να κρέμεται σε ένα περίπτερο. Δημιουργός του ο Σπύρος Ορνεράκης ο οποίος τότε έκανε τα πρώτα του βήματα στον Τύπο. Τον συναντήσαμε στην σχολή του, που εδώ και 21 χρόνια διδάσκει την τέχνη του σκίτσου σε όλες του τις μορφές στην νεότερη γενιά, και του ζητήσαμε να ανακαλέσει στη μνήμη του τις ημέρες εκείνες.
«Παρόλο που η χούντα είχε πέσει από το καλοκαίρι, όλοι ήμασταν ακόμη μουδιασμένοι. Ήταν όλα ακόμη πολύ νωπά. Παντού άκουγες για “σταγονίδια” και επικρατούσε μία αμφιβολία κατά πόσο αυτή η δημοκρατία θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια της. Όταν προαναγγέλθηκε η διενέργεια του δημοψηφίσματος μετά τις εκλογές (σ.σ. οι πρώτες εθνικές εκλογές της μεταπολίτευσης έγιναν στις 17 Νοεμβρίου του 1974 και το δημοψήφισμα στις 8 Δεκεμβρίου) συγκεντρωθήκαμε, με πλήρη μυστικότητα, καμία δεκαριά αριστερό-δημοκρατικοί από τον χώρο του σκίτσου, της δημοσιογραφίας και την συγγραφής, να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για να επηρεάσουμε τον κόσμο. Όλα τότε γίνονταν με ιδιωτική πρωτοβουλία δεν είχαν οργανωθεί τα κόμματα που θα διέθεταν τους μηχανισμούς για να κινητοποιήσουν διαδικασίες. Άρχισαν λοιπόν να πέφτουν διάφορες προτάσεις στο τραπέζι. Οι σκιτσογράφοι προτείναμε να κάνουμε αφίσες και φέιγ βολάν, πράγματα που θα διανέμονταν στον κόσμο γρήγορα. Έχουμε φέρει υλικό από ξένες εκδόσεις από παλιότερες δουλείες, κάναμε νέα σκίτσα και προσπαθούσαμε να βρούμε ποιο θα ήταν το ποιο δυνατό για να προτάξουμε. Ανάμεσα σε αυτά τα σκίτσα ήταν και ένα, του Καστανάκη αν δεν κάνω λάθος, το οποίο είχε δημοσιευθεί μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα που απεικόνιζε ένα παιδάκι να ουρεί σε ένα αναποδογυρισμένο κράνος Γερμανού στρατιώτη. Άρεσε σε κάποιους από την παρέα και σκέφτηκαν ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι αντίστοιχο με το στέμμα και ότι σε κάποιους θα δημιουργούσε και συνειρμούς: “Τότε έφυγαν οι Γερμανοί, τώρα οι βασιλείς“.
Έτσι ξεκινάμε μαζί με τον επίσης σκιτσογράφο Ρουσσέτο Παναγιώτη να βάζουμε μπροστά το σχέδιο. Εκείνος επέλεξε να τραβήξει φωτογραφία τον γιο του και μετά από αυτό που έβλεπε να το αποτυπώσει στο χαρτί. Εγώ βλέποντας ότι οι ημέρες περνούσαν και δεν θα προλαβαίναμε, το σκιτσάρω γρήγορα και το δίνω ανυπόγραφο. Υπενθυμίζω ότι το κλίμα ήταν ρευστό και δεν θέλαμε να έχουμε κάποια προβλήματα είτε εάν επιλέγονταν η βασιλευομένη δημοκρατία είτε ακόμη χειρότερα εάν χάναμε και την δημοκρατία. Το υλικό αυτό, μαζί με άλλα σχέδια που είχαμε δημιουργήσει, πήγε για εκτύπωση – στα κρυφά – στα πιεστήρια του Λαμπράκη και του Τεγόπουλου. Ανάμεσα στις κανονικές τους εκδόσεις, σταματούσαν τις μηχανές και τύπωναν το δικό μας υλικό. Το σκίτσο αυτό αν και ήταν πολύ πρόχειρα σχεδιασμένο, σχεδόν προσχέδιο, κατάφερε να κερδίσει τον κόσμο και να γίνει το σύμβολο στο δημοψήφισμα υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Είχα κάνει άλλες δουλειές, με πολύ περισσότερο κόπο, με καλύτερο σκίτσο, με αερογράφο, όπως αυτή με τον θυρεό, που πέρασαν απαρατήρητες αν και νόμιζα ότι έκαναν πάταγο. Ο κόσμος όμως είναι ο κριτής της δουλειάς μας, όχι εμείς».
Το σκίτσο γίνεται πλακάτ, διανέμεται και σε χρόνο ρεκόρ γίνεται αυτό που θα λέγαμε σήμερα viral. O Σπύρος Ορνεράκης θυμάται «το βλέπω τυπωμένο σε σουβέρ, σε καρτ ποστάλ που τις έστελναν στο εξωτερικό, σε σημαιάκια, σε μπρελόκ. Όταν είδα ότι το σκίτσο αυτό είχε κυριαρχήσει πήγα και ρώτησα έναν περιπτερά που πουλούσε καρτ ποστάλ τι ακριβώς γίνονταν. Μου ανέφερε ότι επειδή υπήρχε μεγάλη ζήτηση υπάρχουν χονδρέμποροι που τους προμήθευαν με το αντίστοιχο υλικό. Μιας και έβλεπα ότι το πράγμα άρχισε να ξεφεύγει από τα χέρια μου, και καθώς πλέον είχε διαφανεί ότι θα επικρατούσε η αβασίλευτη δημοκρατία, η δεύτερη έκδοση που βγήκε με ποιο καλοδουλεμένο σκίτσο εκεί πια μπαίνει και η υπογραφή μου. Το πρώτο σκίτσο το οποίο τυπώθηκε στα πιεστήρια του Τεγόπουλου μου το ζήτησε ο ίδιος ο Κίτσος και λογικά θα πρέπει να έχουν το πρωτότυπο σήμερα οι κληρονόμοι του.
Η “σύγκρουση” που άργησε 39 χρόνια
Το “μοντέλο” για το σκίτσο ή καλύτερα η πηγή έμπνευσης για τον Σπύρο Ορνεράκη ήταν ο γιος του Λυκούργος, ενός έτους τότε, που κυκλοφορούσε όπως το παιδάκι του σκίτσου ημίγυμνος στο σπίτι. Και ενώ τόσα χρόνια ούτε ο τέως ούτε ο σκιτσογράφος επιδίωξαν μεταξύ τους συνάντηση αυτή έγινε υπό άσχημες συνθήκες το περασμένο καλοκαίρι στις Σπέτσες με τον Λυκούργο. Ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ και ο γιος του σκιτσογράφου που ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του συμμετείχαν τον Ιούνιο του 2013 στον διεθνή αγώνα κλασικών σκαφών και παραδοσιακών καϊκιών με το σκάφος «Αφρόεσσα» του πρώτου να εμβολίζει το «ΕΝΑ», το παραδοσιακό, πανάδικο τρεχαντήρι που μόλις πριν ένα χρόνο είχε εκσυγχρονίσει με σκοπό να το ενοικιάζει ο Λυκούργος. Το πλήρωμα του «Αφρόεσσα» παραδέχθηκε τον λάθος χειρισμό και ο τέως έβαλε το χέρι στην τσέπη και πλήρωσε για την πλήρη αποκατάσταση των ζημιών που είχαν προκληθεί στο «ΕΝΑ».
Πίσω στην σχολή του Σπύρου Ορνεράκη όπου για να ολοκληρώσουμε την συζήτηση τον ρωτάμε εάν έκανε ένα αντίστοιχο σκίτσο σήμερα πως θα ήταν αυτό. «Τότε είχαμε τον φόβο να μην γυρίσουμε σε κάποιες πιο παλιές καταστάσεις, τώρα τα πράγματα τα βρίσκω ακόμη πιο τραγικά. Πιστεύω ότι έχουμε έναν λαό απόλυτα προδομένο, με μία απαξία τρομερή, ο πολίτης πια είναι ανύπαρκτος. Φοβάμαι ότι δεν θα έκανα τόσο χαριτωμένα σκίτσα, θα ήταν κάτι σκληρό όχι για να κάνω χιούμορ αλλά για να βρίσω. Θαυμάζω τους συναδέλφους που βρίσκουν το κουράγιο με όλα αυτά που γίνονται γύρω μας και καταφέρνουν και έχουν το κουράγιο και κάνουν χιούμορ και κάνουν σάτιρα. Δυστυχώς εγώ είμαι στην δυσάρεστη θέση να συλλαμβάνω τον εαυτό μου να βγάζει οργή, και ξέρεις η οργή οδηγεί σε λάθη. Δεν μπορείς να απευθυνθείς σωστά στον κόσμο όταν έχεις οργή μέσα σου, πρέπει να έχεις το μυαλό σου καθαρά για να είναι και ο στόχος σου καθαρός. Και αυτός είναι και ένα από τους λόγους - εντάξει, μεγάλωσα αρκετά και πρέπει να δουλέψουν και οι νεώτεροι – που δεν θέλω να μπω στην καθημερινή σάτιρα της πολιτικής μας ζωής σήμερα».