ΚΟΣΜΟΣ
Πώς επηρεάζει η σύγκρουση Ισραήλ – Ιράν τις αγορές ενέργειας
Σε τεντωμένο σχοινί οι τιμές πετρελαίου, αερίου – Το καλό και το κακό σενάριο

Aπό μόνο του, το ύψος της συμβολής του Ιράν στις παγκόσμιες εξαγωγές ενέργειας δεν δικαιολογεί την ένταση με την οποία επιδρά στη διαμόρφωση των διεθνών τιμών. Υπάρχουν ωστόσο παράπλευροι παράγοντες οι οποίοι καθιστούν την ιρανοϊσραηλινή σύγκρουση κεντρικό στοιχείο της εξίσωσης που θα κρίνει την όψη της αγοράς ενέργειας, τις επόμενες εβδομάδες ή τους επόμενους μήνες.
Μπορεί το Ιράν να κατέχει παγκοσμίως το δεύτερο μεγαλύτερο επιβεβαιωμένο απόθεμα σε φυσικό αέριο και το τέταρτο σε πετρέλαιο –εκτιμάται σε περισσότερα από 150 δισ. βαρέλια– ωστόσο οι εξαγωγές του έχουν περιοριστεί σημαντικά μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από την πυρηνική συμφωνία (JCPOA) το 2018. Βέβαια, παρά τις κυρώσεις, το Ιράν συνεχίζει να εξάγει 1-1,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα, κυρίως στην Κίνα και σε ορισμένους άλλους αγοραστές μέσω ανεπίσημων ή περιορισμένων καναλιών προμήθειας. Μετά την αντίστοιχη ισραηλινή επίθεση –η οποία μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη στον πετρελαϊκό και ενεργειακό τομέα του Ιράν– η Τεχεράνη ανέστειλε μερικώς την παραγωγή στο μεγαλύτερο κοίτασμα φυσικού αερίου στον κόσμο, το South Pars. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΙΕΑ), δεν έχει διευκρινιστεί εάν επηρεάστηκε η παραγωγή συμπυκνωμάτων και NGLs από το πεδίο Phase 14 του South Pars. Η δεξαμενή και το διυλιστήριο πετρελαίου Shahran κοντά στην Τεχεράνη αποτέλεσαν επίσης στόχο, αλλά φέρονται να μην έχουν υποστεί σημαντικές ζημιές. Ομως, οι συγκεκριμένοι στόχοι αφορούν ούτως ή άλλως την εγχώρια προσφορά καυσίμων και ενέργειας του Ιράν και όχι τόσο τις παγκόσμιες εξαγωγές. Επομένως, οι επιθέσεις ασκούν μεν πιέσεις για πιθανές ελλείψεις στο Ιράν, αλλά έχουν πολύ μικρότερο αντίκτυπο στις παγκόσμιες αγορές.
Ο βασικός λόγος για τον οποίο σημειώθηκε αύξηση των τιμών το προηγούμενο διάστημα είναι περισσότερο ψυχολογικός παρά πρακτικός και οδηγείται από τους φόβους για το σενάριο ο πόλεμος να προκαλέσει κάποια στιγμή επιπλοκές στη διακίνηση του πετρελαίου μέσω του Στενού του Ορμούζ – είναι η αιτία πίσω από την αύξηση των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης του αργού πετρελαίου Brent σε υψηλό εξαμήνου, στην περιοχή πάνω από τα 75 δολάρια ανά βαρέλι. Το Στενό είναι η έξοδος από τον Κόλπο για περίπου το 25% της παγκόσμιας προμήθειας πετρελαίου, συμπεριλαμβανομένων των εξαγωγών από τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κουβέιτ, το Κατάρ, το Ιράκ και το Ιράν. Σημειωτέον, το Ισραήλ στο μεταξύ είχε διακόψει για λόγους ασφαλείας περίπου το 60% της παραγωγικής του ικανότητας σε φυσικό αέριο, συμπεριλαμβανομένου του υπεράκτιου κοιτάσματος Λεβιάθαν, αναφέροντας ζημιές στο διυλιστήριο της Χάιφα από ιρανικές επιθέσεις.
Στην πραγματικότητα, οι φόβοι για κλιμάκωση της σύγκρουσης με τρόπους που θα επηρεάσουν βασικές πετρελαϊκές οδούς έχουν προσθέσει στις τιμές ένα γεωπολιτικό ασφάλιστρο κινδύνου. Η σύγκρουση Ισραήλ – Ιράν συμβάλλει στην αυξημένη αστάθεια και στις ανοδικές πιέσεις στις παγκόσμιες τιμές ενέργειας, ιδιαίτερα στο αργό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, ακόμη και αν δεν έχουν σημειωθεί άμεσες επιθέσεις σε πετρελαϊκές υποδομές που τροφοδοτούν τις εξαγωγές στον υπόλοιπο κόσμο.
Καλώς ή κακώς, οι αγορές είθισται να αντιδρούν στη λεγόμενη αντίληψη του κινδύνου και όχι μόνο σε πραγματικές διαταραχές του εφοδιασμού. Επιπλέον, οι εντάσεις αυξάνουν το κόστος ασφάλισης για τα δεξαμενόπλοια, πόσο μάλλον εκείνα που διέρχονται από σημεία κοντά στο Ιράν. Το γεγονός αυτό μεταφράζεται σε υψηλότερα κόστη μεταφοράς, τα οποία με τη σειρά τους επηρεάζουν τις διεθνείς τιμές των καυσίμων. Παρότι το Ιράν –για γεωπολιτικούς πολιτικούς λόγους– δεν είναι στην πράξη σημαντικός εξαγωγέας φυσικού αερίου παγκοσμίως, η αστάθεια στην περιοχή επηρεάζει τις οδούς φυσικού αερίου της Μέσης Ανατολής και κατ’ επέκταση την εμπιστοσύνη των επενδυτών, γεγονός που μπορεί να επιδρά στις ευρωπαϊκές τιμές LNG.
Μεσοπρόθεσμα, το κακό σενάριο είναι η κλιμάκωση της σύγκρουσης με συνέπειες για τις ενεργειακές υποδομές της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράκ ή των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Σε μια τέτοια περίπτωση, το πετρέλαιο θα μπορούσε να υπερβεί ακόμη και τα 100 δολάρια ανά βαρέλι. Βεβαίως, μακροπρόθεσμα, η παρατεταμένη αστάθεια θα μπορούσε να ενθαρρύνει περισσότερες επενδύσεις σε προμηθευτές εκτός Μέσης Ανατολής –βλ. σχιστόλιθο των ΗΠΑ– και παράλληλα να επιταχύνει την ενεργειακή μετάβαση για τη μείωση της εξάρτησης από ασταθείς περιοχές. Από την άλλη πλευρά, το καλό σενάριο: η επίτευξη μιας συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και η χαλάρωση των κυρώσεων εις βάρος της Τεχεράνης θα μείωνε τις διεθνείς τιμές, καθώς θα αύξανε τις προσδοκίες των αγορών για ενισχυμένες ιρανικές εξαγωγές.
Αν η σύγκρουση περιοριστεί και υπάρξει συμφωνία, οι αγορές πετρελαίου το 2025 δείχνουν επαρκώς εφοδιασμένες. Για το σύνολο του έτους, η παγκόσμια προσφορά πετρελαίου προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,8 mb/d στα 104,9 mb/d και κατά 1,1 mb/d επιπλέον το 2026. Οι παραγωγοί εκτός ΟΠΕΚ+ προβλέπεται να προσθέσουν 1,4 mb/d κατά μέσον όρο φέτος και 840 kb/d το επόμενο έτος. Καθώς η προσφορά υπερβαίνει τη ζήτηση, τα παγκόσμια παρατηρούμενα αποθέματα πετρελαίου έχουν αυξηθεί κατά μέσον όρο κατά 1 mb/d από τον Φεβρουάριο και κατά 93 mb μόνο τον Μάιο, σύμφωνα με τα διαθέσιμα προκαταρκτικά στοιχεία της ΙΕΑ.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Ιράν παράγει περίπου 4,8 εκατ. βαρέλια την ημέρα (mb/d) αργού πετρελαίου, συμπυκνωμάτων και υγρών φυσικού αερίου (NGLs). Πάντως, παρά τις αμερικανικές κυρώσεις, οι εξαγωγές αργού και συμπυκνωμάτων από το Ιράν συνεχίζονται με μέσο όρο περίπου 1,7 mb/d, με τον κύριο όγκο να κατευθύνεται στην Κίνα. Το Ιράν είναι επίσης σημαντικός εξαγωγέας πετρελαϊκών προϊόντων, με αποστολές μαζούτ, υγροποιημένου πετρελαϊκού αερίου (LPG) και ναφθαλίνης που ανέρχονται σχεδόν σε 800.000 βαρέλια την ημέρα (kb/d).