«Η πολύβουη πρωτεύουσα δεν μαγάρισε την ψυχή μου…»

Newsroom
Newsroom

Μετά από 45 χρόνια άφησε οριστικά την Αθήνα της τρέλας και γύρισε στο χωριό του

Με το που βρέθηκε στην πρωτεύουσα των αντικαταθλιπτικών και της αποξένωσης, 45 χρόνια πριν, στα νιάτα του των ονείρων και των… εκρήξεων, ο Μανώλης Παπαδόσηφος από το Σπήλι του Άη Βασίλη, είχε εδραιωμένη στη σκέψη του τη «μεγάλη επιστροφή» στο χώμα της γενέτειρας γης. Η προσαρμογή του στην πόλη του υπερσυγκεντρωτισμού, η αλήθεια είναι, είχε δυσκολίες που κάποιες φάνταζαν και αξεπέραστες! Η υπομονή και στο βάθος της ζωής του ο γυρισμός για να… αναπνεύσει ήταν η παρηγοριά του.

Στο παραδοσιακό δρομάκι στη μεσοχωριά της Πάνω Ρούγας, στο πατρικό του σπίτι
Στο παραδοσιακό δρομάκι στη μεσοχωριά της Πάνω Ρούγας, στο πατρικό του σπίτι

 

Άφησε, λοιπόν, συνταξιούχος υπάλληλος των υπηρεσιών Ασφαλείας της Εθνικής Τράπεζας στην Ομόνοια, σήμερα, την υδροκέφαλη Αθήνα και «απού φύγει-φύγει». Η μεγάλη επιστροφή είχε σημάνει τον Μάιο του 2020 και το πατρικό του σπίτι στο Κατωχώρι και στη μεσοχωριά της Πάνω Ρούγας άνοιξε και πάλι και ζωντάνεψαν εικόνες και φωνές των γονιών του, του Νίκου και της Μαρίας και των αδερφών του, του Γιάννη και του Γιώργη…

Πόσο ωραίοι άνθρωποι ήταν οι γεννήτορες τους με το παραδοσιακό μπακάλικο στην πιάτσα! Ήταν μέσα στη γενιά εκείνων που πλάστηκαν στις εθνικές πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές ανακατατάξεις που βίωσαν κινήματα, πολέμους και υποδουλώσεις και ύστερα τον ξενοκίνητο εμφύλιο που δίχασε και μαύρισε τον πληθυσμό. Δύσκολο και επίπονο να αρχίζεις ξανά από την αρχή!

Ο Παπαδόσηφος, ευθύς, δίνει από την αρχή το στίγμα των προθέσεων του: «Μα εγώ με το που πάτησα το πόδι μου στην Αθήνα, είπα «αμάν» πόσο θα αντέξω σ΄ αυτό  το καμίνι; Ήταν  μια πόλη δίχως ταυτότητα, οι άνθρωποι μόνιμα έτρεχαν σαν να τους είχαν βάλει νέφτι σάμπως θα τους έπαιρναν τη θέση του διορισμού! Πληθυσμός μαζεμένος από όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας, μπασταρδεμένος να φοβάσαι να πεις και τον χαιρετισμό στον διπλανό σου. Έπρεπε να είσαι επιφυλακτικός με όλους! Ένιωθες να σου είχαν πάρει τη λευτεριά του, τη ζωή σου…»

Φαίνεται, τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής του  εκεί ,να είχε μαζί του νωπές της μνήμες από την κοινωνία του χωριού του: «Λέω, τι ζωή κι αυτή! Γύρευα τον Γιάννη τον Καφετζάρο, τον Ράφτη, τον Κατσότα, το Σωμαρά, τον Καρεκλά να τους δώσω το γνωστό χαιρετισμό μου, να μου τον ανταποδώσουν με το καλαμπούρι τους και μετά να με κεράσουν μια ρακή στο τεζάκι στα όρθια…»
 

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΑΦΕΣ ΜΕ ΧΩΡΙΑΝΟΥΣ

Μα τα πιο πολλά σπίτια στη γειτονιά του σφάλιξαν με το «φεύγα» των ιδιοκτητών τους και ναι μεν αντέχουν ακόμη ορισμένα και κρατιούνται όρθια, όμως, το κλειδί στις πόρτες δεν γυρίζει να ανοίξουν. Η κάθε κατοικία κοντά στο σπίτι του Παπαδόσηφου κρατάει την ιστορία της: του Λουλουδοστεφανή πιο πάνω, του Μπριλοκωστή, του Ζαχαροπλάστη, της Βλαχοελένης, του Πετροπαντελή, και τα άλλα πιο κάτω… Αυτοί ταξίδεψαν στην αιωνιότητα μα μένουν οι σκιές τους και η καθημερινότητά τους!

Το Σπήλι στην Αθήνα δεν του έλειψε, όσο κι αν τους χώριζε μια τεράστια απόσταση μιλίων, μια θάλασσα! Εντόπισε από την αρχή χωριανούς που βρίσκονταν χρόνια πολλά εκεί και στις συχνές επαφές μιλούσαν για το χωριό τους και την κοινωνία. «‘Εκανα υπομονή», σημειώνει, «τι να κάνω; Προσαρμόστηκα. Βρήκα πρώτα-πρώτα τα Βλαχάκια, συγγενείς μου. Ύστερα τα αδέρφια Μαράκη, τον Στεφανή του Πεδιαδίτη με το σπίτι του στη «Βίγλα», που μου φαίνεται, αυτό είναι ακόμα όρθιο. Μετά τον Χαράλαμπο τον Ξεξάκη, τον Κόνσολα τον Παντελή…»

Στο περιβόλι του στο «Λιβάδι» του Σπηλίου περιποιείται τα κηπευτικά που έχει φυτέψει, ντομάτες, φασόλια κ.α
Στο περιβόλι του στο «Λιβάδι» του Σπηλίου περιποιείται τα κηπευτικά που έχει φυτέψει, ντομάτες, φασόλια κ.α

 

Μα δεν του έλειψαν και τα καλούδια από τη σπηλιανή γη: «Ο πατέρας μου», συμπληρώνει, «κάθε δεκαπέντε μου έστελνε απαραιτήτως το δέμα. Αλλά και εγώ όταν κατέβαινα στα κλεφτά ή στις διακοπές και στις μεγάλες γιορτές, φόρτωνα το αυτοκίνητο  κηπευτικά, άγρια χόρτα, φρούτα, όλα ντόπια και ερχόμουνα στην Αθήνα. Ξέρεις τι είναι να διατρέφεσαι με τα αγαθά του τόπου σου! Και το πιο σπουδαίο, να γεμίζεις τις μπαταρίες  σου  με σπηλιανό αέρα. Κατέβαινα άδειος και ανέβαινα γεμάτος ως την επόμενη αποστολή. Υπόμενα χρόνια πολλά και ο νους και ο λογισμός μου πηγαινοέρχονταν κάθε μέρα στα στέκια μου στο Σπήλι, στο σπίτι μας και  στην πιάτσα με τους μεγάλους χωριανούς με τη σοφία τους που με μπόλιαζαν και όλους τους άλλους που κρατούσα επαφή…»
 

«ΔΕΝ ΜΑΓΑΡΙΣΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ»

Αρνήθηκε όλα αυτά τα χρόνια τον συμβιβασμό που επιχειρεί η μεγαλούπολη με τη βαρβαρότητα του καθωσπρεπισμού και της γραβάτας! Είπε, φεύγοντας, οριστικά: «Αυτή η πόλη δεν μπόρεσε να μου μαγαρίσει την ψυχή και αν θα με ξαναδεί θα με ξαναδεί μόνο σαν μουσαφίρη! Ήλθα οριστικά στο χωριό μου που με γέννησε και με ανάθρεψε, βρήκα τα χούγια της αυθεντικής ζωής, φυτεύω και τρέφομαι από τη μάνα φύση, ακούω τις λαλιές και τα τραγούδια της πέρδικας, του κοτσιφού, του αηδονιού και των άλλων πουλιών του ουρανού…»
Η καθημερινή επαφή του με το βουνό και το χωράφι, νιώθει να είναι μια «προστιθέμενη αξία» στη ζωή του. «Λένε», διατυπώνει τη δική του άποψη, «πως η ύπαιθρος αδειάζει και χάνεται. Οι νέοι φεύγουν, πράγματι, και πάνε να συναντήσουν τον… πολιτισμό στις πόλεις. Ποιόν πολιτισμό, λέω εγώ; Αυτόν που δεν διεκδικήσαμε ποτέ; Αυτόν που αφήσαμε να τον σκεπάσει ο μικροαστισμός και το «δε βαριέσαι»;

Πλέον, οι αποστάσεις με την πόλη του Ρεθύμνου συντομεύουν και θα συντομεύσουν ακόμα περισσότερο με τα έργα που προγραμματίζονται να γίνουν. «Στο Σπήλι κάνεις ότι σου αρέσει, σε γεμίζει και δημιουργείς. Νιώθεις πλήρης, είναι καιρός νομίζω, η ενδοχώρα αν αποκτήσει τη ζωή που της στέρησαν οι πολιτικές της υπερσυγκέντρωσης των αστικών κέντρων. Χρειάζεται να τολμήσουμε, να κάνουμε ένα βήμα μπροστά…»

Πηγή: madeincreta.gr

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ