Άμεση η ανάγκη εκπόνησης για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής

Newsroom
Newsroom

Στην πρωτογενή παραγωγή και το φυσικό περιβάλλον της Κρήτης

Ποιος θα περίμενε ότι την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα που διανύουμε, θα μιλούσαμε ανοικτά πλέον για πιθανό ενδεχόμενο διατροφικής επάρκειας και ασφάλειας στην Ελλάδα, καθώς επίσης και για ανυπέρβλητες δυσκολίες που καθιστούν αν όχι σχεδόν ανέφικτη την αποτελεσματική προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, πάρα πολύ δύσκολη.

Το ενδιαφέρον για τον Πρωτογενή Τομέα διεθνώς αναβαθμίζεται και θεωρείται ως ο Τομέας που πρέπει να είναι στην πρώτη προτεραιότητα της καθημερινής πολιτικής και διαχείρισης, αφενός μεν διότι σχετίζεται άμεσα με την παραγωγή ασφαλούς και επαρκούς ποσότητας τροφής για τις Κοινωνίες, αφετέρου δε επηρεάζεται άμεσα από τις Κλιματικές και περιβαλλοντικές αλλαγές ..

Οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στο φυσικό περιβάλλον και στην αγροτική παραγωγή είναι μεγάλες και άμεσες και ήδη εμφανείς.

Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, ο παγκόσμιος πληθυσμός θα φτάσει στα εννιά (9) δισεκατομμύρια το 2050 και για να διατηρηθεί η σημερινή διατροφική επάρκεια θα πρέπει να παράγονται πάνω από 50 % περισσότερα τρόφιμα, γεγονός το οποίο είναι εξαιρετικά αμφίβολο έως αδύνατο, λόγω της μη ελεγχόμενης μέχρι σήμερα κλιματικής κρίσης που ήδη μειώνει τις αποδόσεις των καλλιεργειών (πχ βλέπε ελαιοκαλλιέργεια), της μείωσης της γεωργικής γης, της χρόνιας λειψυδρίας και της αλόγιστης χρήσης αγροχημικών.

Η Κλιματική κρίση είναι ανθρωπογενής σχεδόν κατά 98 % αφού όπως έχει καταγραφεί από την μέση ετήσια επιφανειακή θερμοκρασία της Γης που έχει αυξηθεί κατά 1,09 °C σε σχέση με την προβιομηχανική περίοδο (1850 – 1900), έχει υπολογιστεί ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητες είναι υπεύθυνες για τους 1,07 °C από αυτή την αύξηση (σχεδόν εξολοκλήρου ανθρωπογενής και αποδιδόμενη στην αυξημένη εκπομπή των «αερίων θερμοκηπίου» στην ατμόσφαιρα: διοξείδιο του άνθρακα, μεθάνιο, υποξείδιο του αζώτου, υδροφθοράνθρακες, υπερφθοράνθρακες κ.α.). 

Για την περιοχή δε της Μεσογείου η αύξηση φθάνει στους 1,5 °C. Οι προβλέψεις είναι δυσοίωνες καθώς η μέση ετήσια επιφανειακή θερμοκρασία της Γης αναμένεται να αυξηθεί από 1,4 °C έως 4,4°C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα μέχρι το 2100 ανάλογα με την ενδεχόμενη μείωση ή αύξηση της εκπομπής των “αερίων θερμοκηπίου”

Δυστυχώς, οι χειρότερες επιπτώσεις στο κλίμα προβλέπονται όσον αφορά στην Ευρώπη, για την περιοχή της Μεσογείου. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, στην περιοχή της Μεσογείου (συμπεριλαμβάνεται το σύνολο της Ελλάδας) αναμένεται ένταση των ακραίων καιρικών φαινομένων, αύξηση της θερμοκρασίας, της οξύτητας και της στάθμης της θάλασσας και ιδιαίτερα στην Ελλάδα μείωση της μέσης ετήσιας βροχόπτωσης, με ταυτόχρονη αύξηση της έντασης και της συχνότητας των καταιγίδων, περισσότεροι καύσωνες, λιγότερες βροχοπτώσεις και μικρότερες ροές ποταμών, υψηλότερος κίνδυνος ξηρασίας και απώλειας βιοποικιλότητας και συνεπώς αύξηση της ζήτησης των υδάτων για τη γεωργία, μεγαλύτερος ανταγωνισμός για τα ύδατα, μείωση της απόδοσης των καλλιεργειών και δυσκολότερες συνθήκες για την κτηνοτροφία.

Ταυτόχρονα, η επιφάνεια της θάλασσας της Μεσογείου θα αυξηθεί κατά 0,1 μέτρα μέχρι το 2040, κατά 0,2 – 0,3 μέτρα μέχρι το 2060 και κατά 0,4 – 0,7 μέτρα μέχρι το 2100, ενώ 15 λιμάνια της Μεσογείου με πληθυσμό άνω του 1 εκατομμυρίου κατοίκων θα απειλούνται με πλημμύρες.

Σύμφωνα με μελέτη της ομάδας του ΑΠΘ που συμμετέχει στο CLIMPACT, οι δείκτες που σχετίζονται με την μέγιστη θερμοκρασία αναμένεται να αυξηθούν έως και 11 ημέρες την άνοιξη και 40 ημέρες το καλοκαίρι, οι “τροπικές” νύχτες να αυξηθούν έως και 50 ημέρες, οι ημέρες παγετού να μειωθούν έως και 20 ημέρες και οι ημέρες βροχής να μειωθούν έως και 9 ημέρες την άνοιξη και το καλοκαίρι, στο μακρινό μέλλον. Η αυξημένη θερμική καταπόνηση και το έλλειμμα νερού αναμένεται να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις καλλιέργειες, σε αντίθεση με τις θετικές επιπτώσεις που αναμένονται από τη μείωση των ημερών παγετού. Άλλη μελέτη στο ΑΠΘ έχει καταγράψει την αύξηση της μέσης ελάχιστης νυχτερινής θερμοκρασίας κατά τουλάχιστον 2 °C σε 23 περιοχές της Ελλάδας κατά την περίοδο 1981 -2010.

ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΗ ΦΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ. Οι επιπτώσεις στην Φυτική παραγωγή σχετίζονται με την μείωση των αποδόσεων, την μείωση της ποιότητας των γεωργικών προϊόντων, την εισβολή νέων φυτοφάγων εντόμων. Τα τελευταία 30 έτη εισήλθαν στην Ελλάδα περισσότερα από 60 νέα είδη φυτοφάγων εντόμων, από τα οποία 20 είδη εξελίχθηκαν σε σοβαρούς εχθρούς των καλλιεργειών. Επίσης οι ηπιότερες θερμοκρασίες του χειμώνα συσχετίσθηκαν με αύξηση προσβολών από Κυκλοκόνιο και Κερκόσπορα στην ελιά.

Η αύξηση της θερμοκρασίας και της ξηρασίας στις μεσογειακές χώρες θα αυξήσουν την καταπόνηση των καλλιεργειών και πιθανώς θα μειώσουν την αντοχή τους στις ασθένειες

Όσον αφορά στην άρδευση των καλλιεργειών κάτω από τις αναμενόμενες ξηροθερμικές συνθήκες που θα δημιουργηθούν στη Μεσόγειο, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η κατά κεφαλήν κατανάλωση νερού στην Ελλάδα είναι από τις μεγαλύτερες στον κόσμο (λίγο πίσω από την υπερδύναμη της κατανάλωσης, τις ΗΠΑ) και είναι σχεδόν διπλάσια από το μέσο όρο σε παγκόσμιο επίπεδο. Σχεδόν 2.400 κυβικά μέτρα νερό τον χρόνο αναλογούν σε κάθε κάτοικο της Ελλάδας (σ.σ.: προσοχή, σε αυτόν τον αριθμό συνυπολογίζεται η κατανάλωση από κάθε δυνατή χρήση και σπατάλη νερού), όταν ο παγκόσμιος μέσος όρος είναι 1.240 κ.μ. ετησίως.

Στην Ελλάδα το μεγαλύτερο μέρος κατανάλωσης νερού γίνεται στη γεωργία, με ποσοστό που φθάνει το 86% από το οποίο το 60-80% – ανάλογα με την περιοχή – χάνεται οριστικά από τον υδρολογικό κύκλο καθώς το νερό αυτό είτε εξατμίζεται, είτε χάνεται λόγω κακών πρακτικών (λ.χ. πότισμα το μεσημέρι) ή κακού τρόπου άρδευσης. Παράλληλα οι απώλειες, λόγω της παλαιότητας των δικτύων είναι πολύ υψηλές και σε κάποιες περιπτώσεις φθάνουν το 50%. Η ενημέρωση – εκπαίδευση των αγροτών, οι αλλαγές στα αρδευτικά δίκτυα με την επέκταση της στάγδην άρδευσης και η δημιουργία αποθεμάτων νερού με τη συγκράτηση της υδατικής απορροής με χρήση φραγμάτων και άλλων τεχνικών είναι ιστορική αναγκαιότητα για την Ελλάδα, όπως και για τις άλλες μεσογειακές χώρες.

ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΗ ΖΩΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ 

Η πρωτογενής παραγωγή δεν επηρεάζεται μόνο από την κλιματική κρίση, αλλά και επηρεάζει – τροφοδοτεί την κλιματική κρίση. Έχει υπολογιστεί ότι οι αγροτικές δραστηριότητες, η αποψίλωση των δασών και η αλλαγή χρήσης τους σε άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες συμβάλει κατά 23 % στην εκπομπή των «αερίων θερμοκηπίου» (μόνο η ζωική παραγωγή συμβάλει κατά 15,5 %) και συγκεκριμένα κατά 13 % στην εκπομπή του διοξειδίου του άνθρακα (μόνο η ζωική παραγωγή συμβάλει κατά 9 %), κατά 44 % στην εκπομπή του μεθανίου (μόνο η ζωική παραγωγή συμβάλει κατά 37 %) και κατά 82 % στην εκπομπή του υποξειδίου του αζώτου (μόνο η ζωική παραγωγή συμβάλει κατά 65 %).

Σε κάθε περίπτωση, ο κλάδος της κτηνοτροφίας που συμμετέχει κατά μέγιστο ποσοστό στην εκπομπή «αερίων θερμοκηπίου» είναι αυτός των μεγάλων μηρυκαστικών (βοοτροφία) με συμμετοχή κατά 62,2 % στο σύνολο των εκπομπών της ζωικής παραγωγής, ενώ αντιθέτως, στο άλλο άκρο τη μικρότερη συμβολή την έχουν τα μικρά μηρυκαστικά (αιγοπροβατοτροφία) με συμμετοχή κατά μόλις 7,4 %.

Τα παραπάνω στοιχεία έχουν οδηγήσει εσφαλμένα σε πολεμική κατά της ζωικής παραγωγής προς όφελος του «εναλλακτικού κρέατος»).

Η κλιματική κρίση επηρεάζει τόσο το ζωικό κεφάλαιο και τα προϊόντα παραγωγής, όσο και τις διαθέσιμες ζωοτροφές.                                           Η επίδραση στα ζώα προκαλείται από την αύξηση της θερμοκρασίας που καταπονεί τα ζώα, διαταράσσει τη συμπεριφορά και το μεταβολισμό τους και κατ΄ επέκταση επηρεάζει δυσμενώς την υγεία και ευζωία των ζώων, την αναπαραγωγή τους και τελικά την παραγωγικότητα και ποιότητα των προϊόντων. 

Η ορθολογική και επιστημονικά καθοδηγούμενη διαχείριση των Ελληνικών βοσκοτόπων αναμένεται να αυξήσει σημαντικά την παραγωγικότητά  (μέχρι πενταπλασιασμού σε υποβαθμισμένους βοσκότοπους) ακόμη και σε συνθήκες κλιματικής κρίσης.

Αξιοποίηση εγχώριων πρώτων υλών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως προσθετικά ζωοτροφών και μειώνουν την παραγωγή αερίων από την πέψη της τροφής στο πεπτικό σύστημα των μηρυκαστικών.                                                            ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΛΙΕΙΑ  ΣΤΙΣ ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ αποτελούν κίνδυνο για τα υδάτινα οικοσυστήματα (ποτάμια, λίμνες, λιμνοθάλασσες και θάλασσες) που ρυθμίζουν το κλίμα, συντηρούν μεγάλη βιοποικιλότητα και δίνουν τροφή στους κατοίκους της Γης. Η αλιευτική διαχείριση θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι λόγω της κλιματικής κρίσης θα μετατοπισθούν τα ιχθυοαποθέματα, θα αλλάξουν οι οικότοποι και θα επικρατήσουν μικρότερα είδη ψαριών. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί και στα «εισβολικά» θαλάσσια είδη (μη αυτόχθονος, μη ενδημικός οργανισμός που ουδέποτε προϋπήρξε στον οικότοπο) που μπορεί να ευνοούνται από την κλιματική κρίση και τα οποία απειλούν την βιοποικιλότητα των ενδημικών ειδών.

ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ είναι, επίσης, πολυσύνθετες και μπορεί να οδηγήσουν σε φυσικές καταστροφές με άμεση απώλεια ανθρώπινων ζωών. Τα θανατηφόρα γεγονότα φυσικών καταστροφών αυξάνονται συνεχώς τα τελευταία χρόνια.  Όλα τα υδραυλικά έργα στην Ελλάδα πρέπει να επαναξιολογηθούν με τα δεδομένα της κλιματικής κρίσης

Όσον αφορά στις επιπτώσεις στις δασικές πυρκαγιές και στα δασικά οικοσυστήματα, υπάρχει μία αμφίδρομη σχέση επίδρασης καθώς η καύση των δέντρων συνεισφέρει ετησίως το 8 – 12 % των συνολικών εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, το 40 % του μεθανίου και το 13 % του υποξειδίου του αζώτου. Παράλληλα, όμως, και ένα εκτάριο (10 στρέμματα) δάσους παράγει ετησίως τέσσερις (4) τόνους οξυγόνου δεσμεύοντας από την ατμόσφαιρα ίση ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα με τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης. Αυτός είναι ο λόγος που η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρεί τα δάση ως καταβόθρες άνθρακα και έχει θέσει ως στόχο την αύξησή τους κατά 15 % έως το 2030 για να αντισταθμίσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και να καταπολεμήσει την κλιματική κρίση. 

Με τις δασικές πυρκαγιές έχουμε αύξηση της διάβρωσης του εδάφους και των πλημμυρικών φαινομένων λόγω της καταστροφής του φυτοκαλύμματος του εδάφους του δάσους, παράλληλα στερούν την ατμόσφαιρα από μια μεγάλη ποσότητα υγρασίας που θα εκλύονταν στην ατμόσφαιρα με την εξατμισοδιαπνοή του δάσους και εντείνουν τις ξηροθερμικές συνθήκες (ένα δέντρο ευκαλύπτου διαπνέει ημερησίως εδαφικό νερό 700 λίτρων προς την ατμόσφαιρα).

Η ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των συνεπειών και των προβλημάτων που γεννάει η Κλιματική Κρίση στον Πρωτογενή Τομέα και στο Φυσικό Περιβάλλον ,  ξεπερνάει την εμβέλεια δράσης των ατόμων των Νομών των Περιφερειών και των Κρατών.                  

Αποτελεί ένα τεράστιο Διηπειρωτικό- Παγκόσμιο πρόβλημα, που απαιτεί πλήρη έγκυρη κοινά αποδεκτή επιστημονική ανάλυση, ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των Κοινωνιών , λήψη πολιτικών αποφάσεων και ανάληψη δράσης , με συστράτευση , συνεργασία, συντονισμό όλων των φορέων και Κρατών.

Η Περιφέρεια Κρήτης μπορεί και πρέπει να κάνει ένα πρώτο βήμα προς αυτή την Κατεύθυνση με την εκπόνηση σχετικής επιστημονικής μελέτης για τις επιπτώσεις της Κλιματικής Κρίσης στην Κρήτη, σε συνεργασία με τους Γεωτεχνικούς, την Επιστημονική Κοινότητα της Κρήτης  και όχι μόνο.

Γιώργος Αποστολάκης

Γεωπόνος, μέλος Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου

Γ. Γραμματέας Δήμου Βιάνου,

Πρώην Αντιπρόεδρος ΟΠΕΚΕΠΕ

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ