Ο Σαχλίκης, το Πενταμόδι και οι ιστορίες του

Γιάννης Γιγουρτσής
Γιάννης Γιγουρτσής

Εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιουλίου από το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίαςκαι τον Πολιτιστικό Σύλλογο Πενταμοδίου, στο Πολιτιστικό Κέντρο Ηρακλείου και στο Πενταμόδι.

Στον Στέφανο Σαχλίκη, σπουδαίο Κρήτα ποιητή του 14ου αιώνα, ήταν αφιερωμένη ημερίδα –εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιουλίου από το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας και τον Πολιτιστικό Σύλλογο Πενταμοδίου, στο Πολιτιστικό Κέντρο Ηρακλείου και στο Πενταμόδι. 

Η εκδήλωση κινήθηκε γύρω από τον βασικό θεματικό άξονα που έθεσαν οι δύο κυρίες που την εμπνεύστηκαν, η Τασούλα Μαρκομιχελάκη, επίκουρη καθηγήτρια ΑΠΘ και η Νίκη Τρουλλινού, συγγραφέας. 

Ο ΔΣ του ΚΕΚΡΗΛΟ, υπό τον κ. Κώστα Μουτζούρη, ενέταξε την ημερίδα στις προγραμματισμένες εκδηλώσεις του και ο Π.Σ. Πενταμοδίόυμε ψυχή τον κ. Γιάννη Γιαμνιαδάκη, ανέλαβε όλη την φιλοξενία στο χωριό το απόγευμα. 

Ο Σαχλίκης 

Ο Στέφανος Σαχλίκης ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα που η ιστορία του διασώζεται μέσα από αρχειακές πληροφορίες, αλλά και από τα ποιήματά του. 

Ποιητής, λοιπόν, με ταλέντο και πάθος αφενός, δικηγόρος από ανάγκη αφετέρου, ο Σαχλίκης γεννήθηκε στο υπό Ενετική κυριαρχία Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο, ως γόνος μιας πλούσιας Κρητικής οικογένειας ελληνικής καταγωγής (αρχοντορωμαίος) γύρω στο 1331. 

Οι δικοί του όλοι πέθαναν νωρίς από πανούκλα, την μάστιγα της εποχής, και ο ίδιος κληρονόμησε μια τεράστια κτηματική και αστική περιούσια, την οποία όμως την σπατάλησε σταδιακά σε γλέντια, ξενύχτια, ζάρια και τις πολιτικές, τις πόρνες που του έφαγαν τα περισσότερα.

«Επούλησα τα σπίτια μου, επούλησα τους τόπους, όπου μ’αφήσαν οι γονείς, με τους πολλούς τους κόπους»

Ο Σαχλίκης έκανε κάποια στιγμή μέχρι και φυλακή, πιθανόν λόγω μίας περίεργης ιστορίας που τον ενέπλεξε η Κουταγιώταινα, η πιο «διάσημη» από τις πολιτικές του, που αλλού τις αποκαλεί με το γνωστό Ιταλικό όνομα που ονομάζουμε τις επαγγελματίες του έρωτα σήμερα. 

Το 1371 κουρασμένος και σχεδόν χρεωκοπημένος θα πάει στο φέουδο του στο Πενταμόδι, το οποίο δεν το είχε πουλήσει, και θα ασχοληθεί με τα αγροτικά. 

Μετά δέκα χρόνια θα βαρεθεί, θα γυρίσει στον Χάνδακα, θα ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου. Θα πεθάνει περί το 1391.  

Την πολυτάραχη ζωή και τις εμπειρίες του αφηγείται στα ποιήματα του που περιγράφουν με γλαφυρό, ρεαλιστικό και κάποτε αθυρόστομο τρόπο, την ζωή ενός πλούσιου νέου στην Κρήτη, και μάλιστα στην πρωτεύουσά της, κατά τον 14ο αιώνα.

Στα ποιήματά του υπάρχει και ένας μισογυνισμός, ειδικά για τις πόρνες. «Ο Σαχλίκης δεν πρωτοτυπεί εκφράζοντας ένα τέ¬τοιο μίσος ενάντια στις γυναίκες, παρόλο που οι προσωπικές του εμπειρίες και ταλαιπωρίες τον δικαιολογούν απόλυτα, αλλά βρίσκεται στα πλαίσια μια γενικότερης ποιητικής παράδοσης της εποχής, μιας παράδοσης μισογυνισμού, όχι ειδικά Κρητικής, αλλά πανευρωπαϊκής, που έχει τις ρίζες της στον μεσαίωνα, και αποτελεί μια χολωμένη αντίθεση στους αυλικούς έρωτες των ιπποτικών μυθιστοριών, όπου η γυναίκα σχεδόν θεοποιείται.» διαβάζουμε σε μελέτη για τον Σαχλίκη του Μπάμπη Δερμιτζάκη.

Ο Σαχλίκης που η πρωτοτυπία και η αξία του ποιητικού του λόγου αναδεικνύεται από τους μελετητές τα τελευταία χρόνια έχει επιπλέον δυο σημαντικές πρωτιές: Είναι ο πρώτος επώνυμος ποιητής της νοελληνικής λογοτεχνίας, τρεις αιώνες πριν τον Κορνάρο και τον Χορτάτζη.

Επιπλέον είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί τον 15σύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο για τα ποιήματά του, κάνοντας την αρχή αυτού που θα ονομαστεί αργότερα «εθνικός στίχος». Η εισαγωγή της ομοιοκαταληξίας, πιθανότατα με ιταλική επίδραση, είναι η τεράστια συμβολή του Στέφανου Σαχλίκη στην ΝΕ Λογοτεχνία. 

Το αυτονόητο χαρακτηριστικό για μείζονα ποιήματα όπως ο Ερωτόκριτος, για πάμπολλα δημοτικά τραγούδια αλλά για την νεοελληνική ποίηση εν γένει, εμφανίζεται πρώτη φορά στα ποιήματα του Σαχλίκη. 

Οι στίχοι του μάλιστα, που έγιναν πολύ αγαπητοί, ήταν πρόσφοροι και για μελοποίηση και κάποιοι έγιναν τραγούδια που τραγουδούσαν στην Κρήτη και όχι μόνο. Υπό την έννοια αυτή, ο Σαχλίκης είναι και ο πρώτος μαντιναδολόγος, ο ποιητής που δημιούργησε πρώτος τις περίφημες μαντινάδες της κρητικής λαϊκής παράδοσης.  

Αυτά και άλλα πολλά για τον Σαχλίκη και την ποίησή του, ακούστηκαν στην πρωινή ημερίδα στο πολιτιστικό, όπου μίλησαν εξαιρετικοί ομιλητές με ενδιαφέροντα θέματα. Ανάμεσά τους και ο εκδότης του Σαχλίκη, Γιάννης Μαυρομάτης, ενώ ο έτερος εκδότης Arnold van Gemert, ο μεγάλος Ολλανδός νεοελληνιστής δεν μπόρεσε να έρθει λόγω ατυχήματος την τελευταία στιγμή και την εισήγησή του διάβασε η κ. Μαρκομιχελάκη.

Το Πενταμόδι

Εξίσου ενδιαφέρουσα ήταν και η συνέχεια στο Πενταμόδι, το χωρίο που υπήρξε φέουδο του Σαχλίκη και άλλων, κατά καιρούς, τοπικών φεουδαρχών. Το πλούσιο και παραδοσιακό γεύμα του Πολιτιστικού Συλλόγου (ψητό, οφτό, πιλάφι και μυζηθροπιτάκια με ρακή) έγινε στην έδρα του Συλλόγου που δεν είναι άλλη από το παλιό, και πλέον εγκαταλελειμμένο, σχολείο του χωριού. Η καλοκαιρινή βροχή, μη αναμενόμενη τέτοια εποχή του χρόνου στην περιοχή, έδωσε ένα διαφορετικό χρώμα στην ημέρα, αλλά και κόντεψε να οδηγήσει σε αναβολή την πολυαναμενόμενη βόλτα στο χωριό. 

Ωστόσο, μετά από 2-3 ώρες σταμάτησε και ένας λαμπρός απογευματινός ήλιος φώτισε τον κάμπο του Μαλεβιζίου που βλέπαμε γύρω μας, από τον Άγιο Μύρωνα και το Πετροκέφαλο ως τον Κρουσώνα και τις υπώρειες του Ψηλορείτη. Ήμασταν έτοιμοι για την ξενάγηση, που έκανε με την γνωστή αφηγηματική δεινότητα και όρεξη η αρχαιολόγος Λιάνα Σταρίδα. Μάθαμε πολλά και δόθηκε η αφορμή να ερευνήσουμε την ιστορία του χωριού. 

Το Πενταμόδι βρίσκεται γύρω στα 16 χιλιόμετρα νότια του Ηρακλείου και ανήκει σήμερα στον Καλλικρατικό Δήμο Ηράκλειου. Φυσική η θέση του, αφού ήδη στα χρόνια της ενετικής κυριαρχίας βρισκόταν στα όρια της Paracandia, της αμέσως γειτνιάζουσας με τον Χἀνδακα-Candia περιοχής. Αναφέρεται για πρώτη φορά το 1271 σε συμβόλαιο του συμβολαιογράφου του Χάνδακα Pietro Scardon. Τα πολύτιμα αρχεία του Χάνδακα που σώζονται σήμερα στα Κρατικά Αρχεία της Βενετίας συνιστούν έναν θησαυρό γνώσης για την βενετσιάνικη Κρήτη, και ειδικά το Ηράκλειο. 

Η πρώιμη αναφορά και το όνομά του μας οδηγούν κατευθείαν στην δεύτερη βυζαντινή περίοδο (δηλαδή μετά την ανακατάληψη της Κρήτης από τους Σαρακηνούς που έγινε υπό τον Νικηφόρο Φωκά το 961). Τότε ανάγεται η ίδρυσή του Μόδι ήταν βυζαντινή μονάδα μέτρησης των σιτηρών. 

Συγχρόνως, μόδι ήταν αργότερα και η έκταση γης που μπορούσε να σπαρθεί με ένα μόδι σιτηρών. Πενταμόδι λοιπόν κατά τον Στέργιο Σπανάκη, σημαίνει έκταση γης πέντε μοδίων. 

Ενώ κατά μια εκτίμηση του Βασίλη Βερτουδάκη, επίκουρο καθηγητή στο ΕΚΠΑ και ομιλητή στην ημερίδα, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε και την χρήση του πέντε, ως πολλαπλασιαστικού στην έννοια του μοδίου και όχι κυριολεκτικά ως απόλυτο αριθμό (κατά το πεντάμορφη, πεντάρφαρνος κλπ)  

Η ουσία είναι πως το χωρίο, που πάντοτε είχε περιορισμένη έκταση και αριθμό κατοίκων που δεν ποικίλει πολύ ανά τους αιώνες, περιβαλλόταν από εύφορη γη και ήταν στην βενετική περίοδο έδρα τοπικού φέουδου. Στο 1348 το βρίσκουμε σε άλλο έγγραφο φέουδο του Σαχλίκη, όπως είπαμε, ο οποίος φαίνεται πως το κρατά ως τον θάνατό του. Τα κατάλοιπα της φεουδαρχικής παρουσίας είναι υπαρκτά, αν και δυσδιάκριτα στο σημερινό Πενταμόδι. 

Τα σπίτια των φεουδαρχών ήταν βενετσιάνικης επιρροής, ήταν πυργοειδή, με ψηλούς εξωτερικούς τοίχους και μικρά ανοίγματα προς τα έξω, για λόγους ασφαλείας. Αρκετά ερείπια τέτοιων σπιτιών βρίσκονται σήμερα στο Πενταμόδι, όπου αντιθέτων είναι πολύ περιορισμένη η καμαροειδής λαϊκή αρχιτεκτονική της Κρήτης, όπως μας επεσήμανε η ξεναγός μας.  Πάντως, το όνομα του Σαχλίκη σώζεται μέχρι σήμερα στο χωριό. 

Οι πρόθυμοι και φιλόξενοι χωριανοί με τους οποίους συνομιλήσαμε, άκουγαν με ενδιαφέρον και περηφάνια άγνωστες λεπτομέρειες του διάσημου, για εμάς, χωριού τους και συμπλήρωναν με τις δικές τους αναμνήσεις την αφήγηση για τον άγνωστο λίγο πολύ ως εκείνη την μέρα και σε εκείνους ποιητή. «Εγώ έχω ένα δικό του χωράφι» είπε με καμάρι ένας ηλικιωμένος αλλά καλοστεκούμενος αγρότης. 

«Δηλαδή;» ρώτησα. «Το χωράφι μου λέγεται στου Σαχλίκη» μου είπε. «Είναι εδώ πιο κάτω , δίπλα σε ένα ρέμα που λέγεται του Σαχλί(κη) το ρέμα» Οι παρευρισκόμενοι συγκατένευαν επιδοκιμαστικά. «Να ο κληρονόμος του Σαχλίκη» πρόσθεσα γελώντας «Δηλαδή όλοι σας κληρονόμοι του είστε, και να είστε περήφανοι για αυτόν», είπα διδακτικά- έξις δευτέρα φύσις, γαρ.

Με την κουβέντα και την περιήγηση στα ερείπια, κάποια πλήρως εγκαταλελειμμένα, κάποια ενταγμένα σε νεότερες κατασκευές, κάποια (κακο)συντηρημμένα, φτάσαμε στα όρια του χωριού και σε ένα παλιό τρίστρατο. 

Ο δρόμος οδηγούσε προς την εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, της πολιούχου του χωριού, που βρίσκεται λίγο έξω από τον οικισμό. Κτίσμα του 14ου αιώνα ο μικρός ναός, πρέπει να υπήρχε στα χρόνια του Σαχλίκη.

Σημαντικό να σκέφτεσαι πως θα εκκλησιάστηκε κάποιες φορές εκεί. Ακριβώς πάνω στην διχάλα είδαμε μισοθαμμένο το σημαντικότερο αξιοθέατο του χωριού. Μία κρήνη με το οικόσημο της οικογένειας των Quirini, άλλη οικογένειας που πιθανότατα είχε το φέουδο του Πενταομδίου, η οποία κατασκευάστηκε τον 15ο αιώνα. Αν και τόσο η ξεναγός μας όσο και η βιβλιογραφία την αναφέρουν ως μια από τις σημαντικότερες κρήνες της περιόδου και ίσως την σημαντικότερη στην ύπαιθρο του Χάνδακα, η κρήνη αυτή είναι θαμμένη ως μη όφειλε, κάτω από το δρόμο. Κάποια από τα έργα της «εθνοσωτηρίου» χούντας οδήγησαν σε αυτή την ντροπή. 

Πάλι καλά που δεν την κατέστρεψαν πλήρως. Καιρός όμως είναι αυτό το υπέροχο έργο να αναδειχθεί όπως του αξίζει. Αρκετές οι καταστροφές που ήδη έχουμε επιφέρει στα μνημεία μας. Λίγο πιο πέρα, γυρίζοντας προς το κέντρο του χωριού συναντήσαμε την εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Μικρή και συμπαθής είναι χτισμένη όμως από μπετόν μόλις την δεκαετία του 1920. 

Όπως ανέφερε ένας χωριανός «Ο πατέρας μου λέει πως βρίσκανε κόκκαλα όταν έφτιαχναν τον κήπο. Λένε πως ήταν νεκροταφείο. Υποψιάζομαι πως ήταν το μουσουλμανικό νεκροταφείο και η εκκλησία πιθανότητα χτίστηκε στην θέση του κατεστραμμένου τζαμιού. 

Οι υποψίες μου επιβεβαιώνονται, όταν κάποιος άλλος αναφέρει πως η επιτύμβια μουσουλμανική πλάκα που στολίζει κάποιο σημείο στο κεντρικό καφενείο, βρέθηκε εκεί. Κοντή η μνήμη των ανθρώπων, μα οι τόποι έχουν δικές του μνήμες, μακριές. 

Αναζητώντας περισσότερα στοιχεία διαπιστώνω πως το Πενταμόδι κατά την οθωμανική περίοδο κατοικείτο κυρίως από μουσουλμάνους Κρητικούς. Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 η αναλογία είναι ένας χριστιανός για 3 μουσουλμάνους. Σταδιακά όμως μέχρι το 1923, η σύνθεση του πληθυσμού αλλάζει.. .

Στο Πενταμόδι θα εγκατασταθεί και ικανός αριθμός προσφύγων, που θα επιδοθεί , κυρίως, στην καλλιέργεια της σταφίδας, το κύριο προϊόν του Μαλεβιζίου από την ανταλλαγή και για δυο και πλέον γενιές. Το χωρίο των 250 κατοίκων έχει βλέπω και μια τρίτη εκκλησία που δεσπόζει στον διπλανό λόφο, κοντά στην άλλη είσοδο του χωριού. Αυτή είναι αφιερωμένη στην Άγιο Νικόλαο.. Μεγάλη. εντυπωσιακή και μάλλον αταίριαστη με το μέγεθος του χωριού. 

Πρόκειται για μια από εκείνες τις βυζαντινοειδής εκκλησίες –τούρτα που χτίζονταν παντού κατά τις δεκαετίες 1950-1970 και γέμισαν χωριά και οικισμούς στην Ελλάδα με πανομοιότυπους ναούς, συχνά εις βάρος και δια της καταστροφής πραγματικών μνημείων και παλαιών πετρόκτιστων και πολύτιμων ιστορικά και καλλιτεχνικά κτισμάτων.

Οι ιστορίες

Κατά την διάρκεια της ξενάγησης πρόσεξα μια αεικίνητη μικροκαμωμένη κυρία που παρακολουθούσε με πολύ μεγάλη προσοχή και έκανε ερωτήσεις σε ελληνικά καλά μεν, αλλά με μια ιδιαίτερη προφορά που έκανα σαφές ότι δεν ήταν από το χωριό ή την Κρήτη. Όταν βρισκόμασταν στην κρήνη που προανέφερα η κυρία φρόντισε να βρει και να μας δείξει στο κινητό της φωτογραφία την κατάσταση της κρήνης πριν ταφεί. Δεν ήθελα πολύ για να της πιάσω κουβέντα. 

Στην πορεία ανακάλυψα ότι την έλεγαν Jocelyne και είναι λεβαντίνα από την Σμύρνη. «Εδώ με λένε Ειρήνη» μου λέει. Ο σύζυγός της ένας ψηλός λεβέντης ηλικιώμενος Αμερικανός που με σπαστά αλλά σταθερά ελληνικά μου συστήθηκε ως Ανδρέας. Οι δυό τους γνωρίστηκαν στην Σμύρνη, όπου αυτός υπηρετούσε ως αξιωματικός στο ΝΑΤΟ , παντρεύτηκαν και τώρα έχουν αγοράσει κάποια παλιά σπίτια στο Πενταμόδι, τα ανακαίνισαν και τα νοικιάζουν. Το χειμώνα μένουν όμως στην Σμύρνη Αγροτουρισμός, διακοπές, επιχειρηματικότητα και κοσμοπολιτισμός. Ένας συνδυασμός που δεν περιμένεις να τον βρεις σε ένα ξεχασμένο χωρίο της ηρακλειώτικης ενδοχώρας, ωστόσο να που η ζωή επιφυλάσσει εκπλήξεις. 

Άλλωστε στη συνέχεια ήρθε και η σειρά της Ειρήνης –Γιοτζελίν να εκπλαγεί, όταν της είπα πως ζω είμαι μεν Κρητικός, κατάγομαι όμως από την Σμύρνη και ζω στην Κωνσταντινούπολη. Βρήκαμε και κοινούς γνωστούς στην Σμύρνη και στην Πόλη. Και βεβαίως δεν μπορούσε να λείπει από το κάδρο ο κοινός φίλος Αλέξανδρος Μασσαβέτας. «Τον αγαπάμε πολύ»μου λέει. «Έχει γράψει για την οικογένειά μου στο βιβλίο του». Λογικό σκέφτηκα, όταν γνωρίζει κανείς την αγάπη του Αλέξανδρου για τους Λεβαντίνους και άλλους «απόντες» στην σημερινή Τουρκία. 

Για την γνωριμία του με τους Λεβαντίνους της Σμύρνης μου είχε μιλήσει κάποτε με ενθουσιασμο. Και τώρα να, βρίσκω μια χαρακτηριστική εκπρόσωπο και φίλη του, στο Πενταμόδι του Μαλεβιζίου να μιλάμε εμείς για εκείνον με χαρά. Η συζήτηση μας συνεχίζεται σε μία άπταιστη ελληνοτουρκοαγγλική διάλεκτό, αφού οι τρείς γλώσσες διαδέχονται αδιακρίτως η μία την άλλη. Λείπουν μόνο τα γαλλικά για να νιώσω πως βρέθηκα στην Rue de Franc της Σμύρνης με την παρέα του παππού μου. Ανταλλάξαμε διευθύνσεις και δώσαμε το ραντεβού στην Σμύρνη για τον χειμώνα. 

Εν τω μεταξύ η περιήγηση κατέληξε στο κεντρικό καφενείο του χωριού όπου ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε . Εδώ με περίμενε η τελευταία έκπληξη της ημέρας. Το καφενείο με την ωραία, σκεπασμένη από την κληματαριά βεράντα είναι εξαιρετικά περιποιημένο και καλόγουστο. Καθαρό, τακτοποιημένο, άνετο και καλόγουστο σε τραβά να καθίσεις να πιείς τον καφέ σου, την ρακή σου ή και να φας κανένα μεζέ. Ρωτώ τον νεαρό ιδιοκτήτη αν σερβίρει φαγητό. 

«Το βρισκούμενο» μου λέει.  «Δεν με συμφέρει να μαγειρεύω κάθε μέρα, αλλά αν με ειδοποιήσετε από την προηγούμενη μπορώ να φτίαξω ό,τι θέλετε» Μου δίνει την κάρτα του. Κοιτάζω τους καλόγουστους πίνακες και τις παλιές φωτογραφίες, τοποθετημένες με τάξη σε όμορφες κορνίζες, το τζάκι, τα ξύλινα τραπέζια και τις καρέκλες. 

Είναι σαφές πως έχει πέσει δουλειά και μεράκι. Του το επισημαίνω. «Όλα που βλέπεις είναι χειροποίητα, παραγγελία. Πρέπει να είναι ελκυστικό για τον κόσμο το μαγαζί. Και εγώ στο Ηράκλειο ζούσα πριν έρθω να κάνω εδώ την δουλειά, ξέρω. Βέβαια είναι 5 γενιές καφενείο» Μου δείχνει με καμάρι στις φωτογραφίες παππού, προπάππου και πατέρα Σαν τον Σαχλίκη και αυτός σκέφτομαι. 

Στην κρίση άφησε τη Χώρα για το χωριό και την ασφάλεια της γης του. Βγαίνοντας προς τα έξω, το μάτι μου πέφτει σε δυο ασπρόμαυρες φωτογραφίες στον τοίχο που δεν είναι οικογενειακές. Η μια είναι του Νίκου Ξυλούρη. Δεν μου προεξενεί καμία απορία αυτή. Ο Ψαρονίκος είναι για τον Κρητικό άγιος και η φωνή του ψαλμωδία, η φωνή της Κρήτης. 

Τον ρωτώ για την δεύτερη. Απεικονίζει τον Μάνο Χατζιδάκι με τον Γκάτσο. Είναι μια σχετικά γνωστή φωτογραφία των δυό τους να κάθονται σε ένα τραπέζι, πιθανόν στου Ζώναρς με διάφορα ποτήρια μπροστά τους. 

Ταιριαστή με τον χώρο, αλλά δεν είναι βέβαια η πιο συνηθισμένη εικόνα για να βρεις σε καφενείο σε ένα χωρίο της ενδοχώρας. Τον ρωτώ. «Άρεσαν στην μάνα μου» μου λέει. «Έφυγε νέα, στα 53. Άκουγε Χατζιδάκι συνέχεια, της άρεσε πολύ ο Γκάτσος και τα τραγούδια του. Μου μιλούσε συνέχεια για αυτούς. Μου έμαθε τη μουσική και τα τραγούδια που έγραψαν» «Τους είχε γνωρίσει προσωπικά;» "Όχι, αλλά τους αγαπούσε, σα να τους ήξερε Το ίδιο νιώθω και εγώ . Η φωτογραφία αυτή βρίσκεται εδώ για τον Χατζιδάκι, τον Γκάτσο , μα κοιτάζοντας την βλέπω και την μάνα μου.»

Τον χαιρέτησα χωρίς να πω τίποτε άλλο και προσπαθώντας να μη δείξω την συγκίνησή μου. Φεύγοντας από το χωρίο, σκεφτόμουν πως δεν είναι τυχαίο πως το κακομαθημένο, αλλά ταλαντούχο και ευαίσθητο αυτό αρχοντόπουλο, ο Στέφανος Σαχλίκης, που έφαγε στα ξενύχτι, τα ζάρια και τις γυναίκες μια τεράστια περιουσία, διάλεξε το Πενταμόδι για καταφύγιο και ησυχαστήριό του, και ήταν το χωρίο αυτό η μόνη περιουσία που κράτησε ως το τέλος της ζωής του, καταφύγιο και ορμητήριο συνάμα. 

Είναι τελικά φαίνεται, το μικρό και ξεχασμένο αυτό χωρίο της Paracandia , με τα εύφορα χωράφια, τα γεμάτα ελιές και αμπέλια, εκεί γύρω στο ρέμα του Σαχλίκη, ένας τόπος φτιαγμένος για ποιητές και ξεπεσμένα αρχοντόπουλα.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ