Μια αξιοσημείωτη μελέτη του Νοσοκομείου Γυναικών και Παίδων KK (Women’s and Children’s Hospital, KKH) εξέτασε τη σχέση των πρακτικών θηλασμού με τον δείκτη μάζας σώματος της μητέρας και την πιθανότητα απώλειας βάρους της έπειτα από την περίοδο του θηλασμού.
Από τη συσχέτιση αυτών των μεταβλητών, βρέθηκε ότι μεταξύ των γυναικών που θήλαζαν αποκλειστικά τα μωρά τους, εκείνες με υψηλό δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) πριν από την εγκυμοσύνη έχασαν περισσότερο βάρος από τις γυναίκες με υγιή ΔΜΣ πριν από την εγκυμοσύνη.
Οι μεταβολές στον Δείκτη Μάζας Σώματος
Ειδικότερα, οι γυναίκες με υψηλό ΔΜΣ που θήλαζαν αποκλειστικά, εκτός από το βάρος της εγκυμοσύνης, έχασαν επιπλέον 200 γραμμάρια κατά μέσο όρο, 12 μήνες μετά τον τοκετό. Από την άλλη άκρη του νήματος, ο αποκλειστικός θηλασμός των γυναικών σε συνδυασμό με το φυσιολογικό ΔΜΣ τους συνεπάγονταν την απώλεια μεν βάρους, αλλά και τη διατήρηση περίπου 1.330 γραμμαρίων από το βάρος τους μετά από τη γέννα κατά την ίδια περίοδο.
Ανεξαρτήτως του ΔΜΣ, όλες οι γυναίκες που θήλαζαν φυσικά τα μωρά τους, είχαν την τάση να διατηρούν λιγότερο βάρος από εκείνες που θήλαζαν μεικτά ή μόνο με βρεφικό γάλα. Επίσης, φάνηκε ότι η πλειονότητα των γυναικών με φυσιολογικό ΔΜΣ αποκτούν κατά μέσο όρο 11 έως 16 κιλά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Η εξήγηση για τις «τυχερές» μητέρες
Η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Δρ. Loy See Ling από το Τμήμα Αναπαραγωγικής Ιατρικής, KKH, δήλωσε ότι: «λόγω ορμονικών παραμέτρων, στις γυναίκες με υψηλό ΔΜΣ, παρατηρείται μια ανακατανομή και ρύθμιση του σωματικού τους λίπους σε βαθμό που τους δίνεται η δυνατότητα να χάσουν βάρος παρά να πάρουν, έπειτα από τον τοκετό».
Όπως υποστηρίζει η επιστήμονας, «η ενθάρρυνση του αποκλειστικού μητρικού θηλασμού σε συνδυασμό με αλλαγές στον τρόπο ζωής μπορεί να χρησιμεύσει ως αποτελεσματική παρέμβαση για την ενίσχυση της μεταβολικής υγείας των νεαρών μητέρων μετά τον τοκετό, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα της μητέρας και του παιδιού να αναπτύξουν παχυσαρκία, διαβήτη και καρδιαγγειακά νοσήματα μακροπρόθεσμα».
Τα οφέλη του αποκλειστικού θηλασμού σε όλες τις μητέρες
Με την υποστήριξη του Ιδρύματος Tanoto, η μελέτη KKH είναι η πρώτη που παρακολουθεί και συσχετίζει τις πρακτικές θηλασμού με την απώλεια βάρους σε ασιατικό, πολυεθνικό πληθυσμό.
Για το σκοπό αυτό, οι ειδικοί διερεύνησαν 379 περιπτώσεις γυναικών, εγκύων για πρώτη φορά, μέσα στο χρονικό διάστημα των 12 μηνών μετά τον τοκετό, καθώς και τους τρόπους σίτισης των μωρών- όπου οι μητέρες θήλαζαν αποκλειστικά, εφάρμοζαν έναν συνδυασμό θηλασμού και διατροφής με φόρμουλα ή έδιναν αποκλειστικά φόρμουλα.
Η μελέτη αποκάλυψε ότι έξι μήνες μετά τον τοκετό, οι γυναίκες όλων των τύπων ΔΜΣ που σίτιζαν το μωρό τους μέσω του αποκλειστικού θηλασμού, διατηρούσαν το ελαφρύτερο βάρος μετά τη γέννα, περίπου 910 γραμμάρια. Αντιθέτως, οι γυναίκες που υιοθετούσαν ένα συνδυασμό θηλασμού και διατροφής με γάλα, διατηρούσαν 3.280 γραμμάρια, ενώ εκείνες που θήλαζαν αποκλειστικά με γάλα διατηρούσαν το μεγαλύτερο βάρος με 4.150 γραμμάρια.
Οι γυναίκες όλων των τύπων ΔΜΣ που θήλαζαν αποκλειστικά διατηρούσαν σταθερά περίπου 960 γραμμάρια του μεταγεννητικού τους βάρους, πολύ χαμηλότερα από τις γυναίκες που έτρεφαν τα μωρά τους μεικτά (2.800 γραμμάρια), και εκείνες που έτρεφαν αποκλειστικά με φόρμουλα (3.740 γραμμάρια).
Συνέπειες της μεταγεννητικής διατήρησης βάρους
Η Δρ. Loy See Ling ανέφερε ότι «η διατήρηση βάρους μετά τον τοκετό ενδέχεται να οδηγήσει σε στρες και κατάθλιψη. Σε γυναίκες με πολλαπλές εγκυμοσύνες, κάθε περίπτωση αύξησης βάρους είναι πιθανόν να συσσωρευτεί, με αποτέλεσμα μεγάλη μελλοντική αύξηση του βάρους που μπορεί να επηρεάσει την υγεία, αυξάνοντας και τον κίνδυνο παχυσαρκίας, διαβήτη και καρδιακών παθήσεων τόσο στη μητέρα όσο και στο παιδί».