Φόρεσε το καπελάκι του κι έφυγε!

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Έτσι εξηγούνται λοιπόν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από μαρτυρίες, κουτσομπολιά της μιας ή της άλλης γειτόνισσας οι κυκλοθυμικές αντιδράσεις, οι παράξενες μεταπτώσεις του Μαΐου.

της Μαρίας Λιονάκη

Ο Μάιος  φόρεσε το καπελάκι του στραβά και έφυγε… Αναχωρεί με καράβι,  δια θαλάσσης…  Με μία λάμψη στα μάτια, τα καφέ, τα πονηρά, τα τσακίρικα μάτια. Με ένα   χαμόγελο  κρυμμένο  στα  χείλη του,  με ύφος ανεξιχνίαστο, μυστηριώδες… Πριν  φύγει όμως έχει μοιράσει στον κόσμο ερωτηματολόγια… Να τα συμπληρώσουμε, λέει,  και να του τα δώσουμε πίσω. Κάνει γκάλοπ,  θέλει να ελέγξει την ποιότητά του, την παροχή υπηρεσιών του, προκειμένου, αν έχει φτάσει στο επιθυμητό, διεθνές  επίπεδο,   να διεκδικήσει  ISO. Προκειμένου  να  βελτιωθεί αλλιώς ,  να γίνει καλύτερος,  για του χρόνου τώρα πια… Θέλει να δει  πόσο ευχαριστημένοι είμαστε, μείναμε απ’ αυτόν… Λέει να κυκλώσουμε μία από τις απαντήσεις:

Α.  Πολύ  Β. Πάρα πολύ Γ. Λίγο Δ. Πολύ λίγο Ε. Καθόλου

Η συμπεριφορά του πάντως, μεταξύ μας,  αυτές τις τριάντα μία μέρες που τον ζήσαμε, τον  συναναστραφήκαμε δεν ήταν και η πιο φυσιολογική. Πρέπει να έχει  κάτι πάθει, που τον σημάδεψε,  καημό μεγάλο. Πρέπει να έχει   πάθη, μυστικά τέλος πάντων, όπως λέει και το τραγούδι.  Ανομολόγητα, καλά κρυμμένα.  Η μια γειτόνισσα λέει ότι ερωτεύτηκε σφόδρα, όταν ήταν νέος.  Μια μελαχρινή   κοπέλα, που τα  μαλλιά της, πλούσια, στιλπνά,  γυαλιστερά,  έπεφταν κυματιστά  στους ώμους της  και τα μάτια της  ήταν σαν δυο γαλάζιες λίμνες,  σαν θάλασσες, που μέσα τους καθρεπτίζονταν, κολυμπούσε… Την αγάπησε  πολύ, για χρόνια, βράδια πολλά ξενύχτησε  έξω από την πόρτα της, στο κατώφλι της, με το φεγγάρι  μπιστικό  μάρτυρα του έρωτα, του σεβντά του.  Τις σιγοτραγούδησε σέρτικους σκοπούς, βγαλμένους από τα βάθη της τρικυμισμένης του ψυχής, του τρικυμισμένου του έρωτα, αλλά και πιο ρομαντικούς. «Ποιο το χρώμα της αγάπης,  ποιος θα μου το βρει; Να `ναι κόκκινο σαν ήλιος θα καίει σαν φωτιά. Κίτρινο σαν το φεγγάρι θα `χει μοναξιά.»   Απόρθητο φρούριο όμως   η καρδιά της μελαχρινής ,  ακούρσευτο καράβι το κορμί της, ακλόνητη η βουλή της,  ισχυρό το πείσμα της  και ατελείωτη η μοναξιά του Μαΐου, όπως λέει η μια γειτόνισσα. Αυτή που μένει στην άκρη του στενού, παραπάνω από το σπίτι  της Αργυρώς. Η  θυγατέρα του κυρ Βαγγέλη  καλέ,  που πήρε  προικώο  το γωνιακό σπίτι, το πολυτελές, το δίπατο…

Μια άλλη γειτόνισσα λέει ότι ο νέος αυτός, ο Μάιος, έχει στενοχώρια άλλης φύσης. Όταν ήταν πιο νέος αγαπούσε τα γράμματα.  Ήταν πρώτος μαθητής στην τάξη του, είχε να το λέει ο δάσκαλος για την  επίδοσή του, την έφεσή  του στα γράμματα. Είχε όνειρο του το  λοιπόν  να σπουδάσει, να γίνει γραμματιζούμενος. Να φύγει από τα στενά όρια της γειτονιάς, του τόπου του, να πλατύνει ο νους του , να θρασέψει η καρδιά του , να γίνει άνθρωπος με Α κεφαλαίο, με  κύρος, τιμή  και υπόληψη στην κοινωνία,  άνθρωπος που να περνά ο λόγος του, να μετρά η γνώμη του… Η οικογένεια του όμως ήταν μεγάλη και φτωχή,  οι προτεραιότητες άλλες. Είχε τρεις αδερφές και  ήθελαν προίκα  για να παντρευτούν τότε, εκείνα τα χρόνια.  Δεν ήταν , όπως  είναι  τώρα, που παντρεύονται  έτσι, εύκολα, χωρίς τίποτα, στο άψε σβήσε και χωρίζουν  στο άψε σβήσε… Τι σου έλεγα;  Α, ναι… Η  μάνα του, λοιπόν,  του είχε πει να νοιαστεί τις αδερφές του, του   είχε δώσει ευχή και κατάρα, να τις παντρέψει, να τις προικίσει, να τις κοιτάξει και μετά αυτός… Τις κοίταξε λοιπόν!  Έπεσε στο μεροκάματο, στη βιοπάλη, από μικρός, άφησε τα ονείρατα για τους άλλους, τους  πιο  ξύπνιους, τους πιο επιτήδειους. Δούλεψε σκληρά, τις πάντρεψε, τις προίκισε.  Άφησε το όνειρό του παραπονεμένο,  έκρυψε  το παιδικό του σχέδιο καλά. Για αργότερα, για κάποτε, για ποτέ… Στο μέσα συρτάρι της ψυχής του. Να το κρυφοκοιτά μόνο αυτός τα βράδια.

Έτσι εξηγούνται λοιπόν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από μαρτυρίες, κουτσομπολιά  της μιας  ή της άλλης γειτόνισσας οι κυκλοθυμικές αντιδράσεις, οι παράξενες μεταπτώσεις του Μαΐου. Τη μια μέρα τον έκαιγε σαν λάβα ο καημός   που ποτέ δε μέρωσε,  για  τη μελαχρινή  που ποτέ δεν μέρωσε και την άλλη ο θυμός για τα  γράμματα που δεν τα σπούδασε, τα  όνειρά του  που έμειναν απραγματοποίητα, καράβια αταξίδευτα…

«Το συμπλήρωσες το ερωτηματολόγιο του Μάιου;  Να εδώ στο τραπεζάκι το έχω αφήσει.  Δίπλα στο  βάζο με τα λουλούδια, δίπλα στο τηλέφωνο. Δίπλα στην ατζέντα με τα  νούμερα των τηλεφώνων, μουσειακό είδος τώρα πια. Δε θα τη φυλάξω την ατζέντα στο συρτάρι!   σου λέω.  Κι ας έχει μουτζούρες,  τσαλακωμένα, μισοκιτρινισμένα φύλλα, μισοσβησμένα τηλέφωνα… Άσε την εκεί,  ως υπενθύμιση αλλοτινής , πιο όμορφης ζωής, εποχής.    Το ερωτηματολόγιο να συμπληρώσεις!   Είπε θα περάσει ο άνθρωπος να το πάρει.  Σήμερα, γιατί φεύγει, λέει…»

Φεύγει έχοντας αφήσει στα χείλη μας  μια  μελαγχολία μετέωρη,  μια γεύση πίκρας . Όχι τόσο γιατί ήταν άστατος χαρακτήρας. Αυτό το έχουμε συνηθίσει  πια, έχουμε εξοικειωθεί με αυτό και δε μας κακοφαίνεται . Αυτό που δεν συνηθίζεται είναι η νέα ζωή που φεύγει.  Η ανθισμένη ζωή,  ή η  ζωή που χάνεται   πριν ανθίσει.  Η  ζωή που αγαπά τον ανοιχτό ορίζοντα, τη φύση, τα λουλούδια, τα πουλιά,  την ελευθερία, τον αέρα , τον ήλιο, το  φως … Που αγαπά, τολμά τα δύσκολα, τα δύσβατα  μα όμορφα μονοπάτια.  Και φεύγει. Ανεξήγητα, αναίτια, αμετάκλητα.   Τα τερτίπια του καιρού τα έχουμε συνηθίσει πια. Αυτά, της ζωής,   όχι.  

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ