Η αγάπη πάλι άργησε μια μέρα

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Οι τσάντες θαλάσσης είναι στο καθιστικό, σε πρώτο πλάνο, αποβραδίς. Αυτό το Σάββατο, παραμονές του Κλήδονα, τα χείλη μου ξεκλείδωνα.


της Μαρίας Λιονάκη

Σάββατο, του Ιουνίου Και του Καλοκαιριού… Της Ελένης και του Ιωάννη…  Που γιορτάζει αυτό το μήνα,  σε λίγες μέρες,  στη γιορτή του Κλήδονα... « Σε γνώρισα κάποια βραδιά  παραμονές του Κλήδονα σε κάποια γειτονιά που δεν ξεχνάω. ‘Ήμουν  παιδί στα δεκαεννιά…» τραγουδάει ο Μίλτος Πασχαλίδης   στη Συβαρίτισσα, το τραγούδι το αφιερωμένο στη  γνωστή  ηρακλειώτισσα συγγραφέα, τη Λιλή Ζωγράφου.  « Ήμουν παιδί στα δεκαεννιά, τα χείλη μου ξεκλείδωνα, να πίνω, να φιλώ και να ρωτάω…»

Οι τσάντες θαλάσσης είναι  στο καθιστικό, σε πρώτο πλάνο, αποβραδίς. Αυτό το Σάββατο,  παραμονές του Κλήδονα, τα χείλη μου ξεκλείδωνα. Με τις χρωματιστές πετσέτες μέσα, δύο ανά άτομο, να στεγνώνουν εναλλάξ, με τα βατραχοπέδιλα, τη μάσκα, το ισοθερμικό του νερού και το άλλο, για τρόφιμα…  Καθώς δε ζεις όμως σε έπαυλη,  σκοντάφτεις, κάθε τρεις και λίγο,   πάνω σε όλο αυτό το θαλάσσιο πληθυσμό, που δυσκολεύει την οδηγική σου συμπεριφορά, εντός της οικίας.  Δεν τα μετακινείς όμως. Από πείσμα. Να δηλώσεις ότι… Αύριο θα πάω θάλασσα! Οπωσδήποτε,  εξ άπαντος, ανυπερθέτως. Ο κόσμος να χαλάσει, ο κόσμος να χαθεί,  εμείς οι δυο για πάντα θα είμαστε μαζί… που λέει κι ένα άλλο άσμα.  Λίγο πιο μέσα μετακινείς  μόνο τον αναπνευστήρα… Για την πρόληψη ατυχήματος.  Αυτόν που είχε πει μια φορά λάθος , πυροσβεστήρα,  η κόρη σου, ήταν δεν ήταν,  τότε στα επτά…

Ξυπνάς λοιπόν  νωρίς νωρίς  το σαββατιάτικο αυτό πρωινό. Με ηλιόλουστη διάθεση,  με summer mood και κατευθύνεσαι στην κουζίνα για καφέ.  Στη συμβολή όμως των οδών Κουζίνας και Καθιστικού κάτι λάμπει στο πάτωμα, κάτι γυαλίζει, κάτι γλιστράει… Νερά!  Νεράααα…. λες, κοιτάς τα πόδια σου και χάνεσαι στο χρόνο…

 –Ξύπναα!  Σπάσαν τα νερά…γεννάαωω… Το γιατρό πάρε. Και την κλινική.   Και τη βαλίτσα πάρε. Γρήγορα, τι   με κοιτάς μ’ αυτό το βλέμμα; Εδώ θα γεννήσω, κούνα, σου λέωω… Και την αδερφή μου πάρε, να έρχεται …

Σύνελθε δε γεννάς. Δεν είναι τα νερά από σένα. Από το ψυγείο ξεκινάνε.  Από εκεί εκπορεύονται.  Εκεί είναι η κοιτίδα, η πατρίδα τους, η πηγή τους.   Το ψυγείο χάλασε!  Το ψυγείειοο… Και τώρα; Πού θα βρεθεί ψυκτικός σαββατιάτικα;  Θα δεχτεί να έρθει;  Θα μπορέσει να το φτιάξει γρήγορα;   Αποχαιρέτα το το  μπάνιο, αποχαιρέτα την,  την Αλεξάνδρεια που χάνεις , λες και κοιτάς το  θαλάσσιο πληθυσμό που περιμένει αδίκως.  Αδίκως  όμως, σκέφτεσαι,  θα χαθεί και ο πληθυσμός του ψυγείου και κυρίως το παγωτό που έφτιαξες με συνταγή της Μαιρούλας και πέτυχε.   Στρώνουμε τα πτι μπερ σοκολάτας σε ένα τάπερ. Ανακατεύουμε στο μίξερ μια φυτική σαντιγύ της αρεσκείας μας, ένα ζαχαρούχο γάλα, μια φλυτζάνα, όχι γεμάτη, φρέσκο γάλα και το βάζουμε  από πάνω και τέλος στρώνουμε άλλη μια στρώση μπισκότων.   Τι θα κάνεις τώρα; Πώς θα σώσεις τους κατοίκους του ψυγείου, το παγωτό; Πώς θα την αντιμετωπίσεις την κρίση, το ξαφνικό που σε βρήκε ; Όπως όλες τις κρίσεις. Θα πάρεις τηλέφωνο το σύζυγο! ‘Η θα του στείλεις μήνυμα καλύτερα.   Το κινητό.  Πού  είναι το κινητό;  Ψυχραιμία, οργανώσου, βάλε τα σε μια σειρά. Μην πανικοβάλλεσαι. Καλείς  από τη συσκευή το σταθερό. Καλείς  από το σταθερό το κινητό.  Και γράφεις  μήνυμα.  « Ψυγείο στην εντατική. Νοικοκυρά στην εντατική επίσης . Σπεύσε για βοήθεια το συντομότερο δυνατόν. Εξ άπαντος.  Χάνομαι. Τέλος μηνύματος.» Το τέλος μηνύματος τώρα τι το ήθελες; Στις πανελλήνιες επιτηρείς ακόμα και παρέλαβες τα θέματα;  

Σουρουπώνει. Ο ήλιος , νομοταγής οδηγός  ακολουθεί το δρόμο, το γνωστό.  Το φως λιγοστεύει, θαμπώνει, σκουραίνει. Θα κρυφτεί, θα σκοτεινιάσει. Τη διαδοχή της μέρας και της νύχτας δεν άλλαξε ποτέ κανείς.  Ούτε και τη διαδοχή  προγραμματισμένων κι αναπάντεχων στιγμών, γεγονότων.  Έφηβος ασυγκράτητος ο χρόνος θα πηγαίνει πάντα μπροστά. Στα λεπτά του εμείς θα βάζουμε τις ζωές μας. Θα στριμώχνουμε τις επιθυμίες και  τα όνειρά μας. Αυτά που θέλουμε να ζήσουμε, που αγαπάμε να κάνουμε, αλλά και  όσα απρόσκλητα, απρογραμμάτιστα, αναπάντεχα   θα’ ρθουν.

«Καλή σου νύχτα εκεί ψηλά, αχ Συβαρίτισσα κυρά κι όλα τα λόγια μου σκορπίσματα του αέρα κι όσα δεν πρόλαβα να πω, νομίζω ήτανε γραφτό.  Η αγάπη πάλι άργησε μια μέρα.»

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ