Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δικαιώνει τον αγώνα των συμβασιούχων

Ελένη Χ. Χαφνάβη
Ελένη Χ. Χαφνάβη

Το ζήτημα της καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου έχει επανειλημμένα απασχολήσει τόσο τα Ελληνικά Δικαστήρια, όσο και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Της Ελένης Χ. Χαφνάβη*

 

Τις τελευταίες δεκαετίες έχει αυξηθεί δραματικά ο αριθμός των συμβασιούχων που απασχολούνται στους πιο ζωτικούς τομείς της δημοσίας διοίκησης. Από τις υπηρεσίες καθαριότητας των Ο.Τ.Α., τα δημόσια νοσοκομεία και μονάδες υγείας έως τη δημόσια εκπαίδευση και τον πολιτισμό, οι επισφαλείς και ελαστικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου τείνουν να γίνουν πλέον ο κανόνας. 
Οι εργαζόμενοι αυτοί, κατά κύριο λόγο, εξυπηρετούν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του δημοσίου, χωρίς ωστόσο να απολαμβάνουν την προστασία που παρέχει η εργατική νομοθεσία για τις συμβάσεις αορίστου χρόνου, εισπράττοντας κατάφωρα άνιση μεταχείριση σε σύγκριση με το μόνιμο προσωπικό. 
Το ζήτημα της καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου έχει επανειλημμένα απασχολήσει τόσο τα Ελληνικά Δικαστήρια, όσο και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ωστόσο, με την πρόσφατη Απόφασή του (11-02-2021) επί της υπόθεσης που ανέλαβε το Δικηγορικό μας Γραφείο και χειρίστηκε ενώπιον του η υποφαινόμενη δικηγόρος, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έδειξε ξεκάθαρα πλέον το δρόμο και ανέδειξε το ρόλο και το χρέος του Έλληνα Δικαστή για την αποκατάσταση της κοινωνικής αυτής αδικίας 
Οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι απασχολήθηκαν στις υπηρεσίες καθαριότητας O.T.A. από το 2015 με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες παρατάθηκαν διαδοχικά ως την 31-12-2017 μέσω νόμων. Μετά τη λήξη της τελευταίας παράτασης, ασκήθηκε αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου εναντίον του Δήμου με την οποία οι εργαζόμενοι ζητούσαν να αναγνωρισθεί ότι οι συμβάσεις τους συνάψει υπέκρυπταν μια σύμβαση αορίστου χρόνου. 
Στο πλαίσιο της δίκης αυτής, υποβλήθηκε από το Δικαστήριο του Λασιθίου προδικαστικό ερώτημα προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητώντας να διευκρινιστεί αν οι παρατάσεις των συμβάσεων τους αποτελούν διαδοχικές συμβάσεις εργασίας και αν με βάση το εθνικό νομικό πλαίσιο μπορούν οι συμβάσεις αυτές να χαρακτηριστούν ως μία σύμβαση αορίστου χρόνου, παρά το γεγονός ότι το Σύνταγμα απαγορεύει την μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. 
Σύμφωνα, λοιπόν, με την συγκεκριμένη απόφαση όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ο εθνικός δικαστής μπορεί, κατά την εκτίμησή του, να προχωρήσει στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων ως μια ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, παρά την απαγόρευση του Συντάγματος (άρθρο 103 παρ. 8). Επομένως, αποδυναμώνεται ο βασικός – τουλάχιστον έως σήμερα – λόγος απόρριψης των αγωγών των συμβασιούχων, αφού πλέον το Σύνταγμα δεν αποτελεί εμπόδιο.
Ειδικότερα, μέχρι πρότινος τα Ελληνικά Δικαστήρια στην πλειοψηφία τους απέρριπταν τις αγωγές των συμβασιούχων, στηριζόμενα στην απαγόρευση του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος που ορίζει ότι: «Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου.».
Με την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διευκρινίστηκε για μία ακόμα φορά ότι ο εθνικός δικαστής όταν διαπιστώσει καταχρηστική σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, υποχρεούται να εφαρμόσει όλες τις κρίσιμες διατάξεις του εθνικού δικαίου, ούτως ώστε να εξαλειφθεί η κατάχρηση. 
Επιπλέον, επανέλαβε ότι η «μετατροπή» των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε μία σύμβαση αορίστου χρόνου συνιστά ένα μέτρο που παρέχει αποτελεσματικές εγγυήσεις προστασίας και εξαλείφει στην πράξη τις συνέπειες της παράβασης. 
Για πρώτη φορά όμως ανέφερε ρητά ότι η δυνατότητα «μετατροπής» των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου δεν μπορεί να αποκλεισθεί μόνο με το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αντισυνταγματικό, όπως δέχονταν μέχρι σήμερα τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια. 
Υπενθυμίζεται ότι αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι δεσμευτικές τόσο για το εθνικό δικαστήριο που υπέβαλε το σχετικό ερώτημα, όσο και για όλα τα εθνικά δικαστήρια που τυχόν θα δικάσουν στη συνέχεια την ίδια υπόθεση. Όταν παραβιάζεται η υποχρέωση αυτή, το κράτος ευθύνεται και ο πολίτης διαθέτει μέσα άμυνας. 
Υπό το βάρος των νέων αυτών δεδομένων, δίδεται πλέον η ώθηση στα ελληνικά δικαστήρια να αποδεσμευτούν από τις παγιωμένες έως σήμερα– αλλά πλέον ανατρέψιμες – θέσεις τους και να συμβάλλουν στην αποκατάσταση της αδικίας που βιώνουν χιλιάδες συμβασιούχοι που εξυπηρετούν τις αυξημένες ανάγκες του υποστελεχωμένου δημοσίου τομέα. 
Καταλήγοντας, το γραφείο μας θεωρεί ότι πολλοί εργαζόμενοι, πλέον, έχουν ένα ισχυρό νομικό όπλο στα χέρια τους, ούτως ώστε να διεκδικήσουν μαζικά, δυναμικά και με καλύτερες προϋποθέσεις το αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου για μόνιμη και σταθερή εργασία με πλήρη δικαιώματα. Προφανώς, ο δρόμος για την δικαίωση πιθανά να είναι δύσβατος, δεδομένης της αόριστης έννοιας της «κατάχρησης» που θα κληθεί να ερμηνεύσει ο εθνικός δικαστής. Για το λόγο αυτό οφείλουμε να επισημάνουμε ότι σε κάθε υπόθεση θα πρέπει εκ των προτέρων να αξιολογούνται τα στοιχεία εκείνα που θα μπορούσαν να αποδείξουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ώστε πράγματι οι ενδιαφερόμενοι να δικαιωθούν.  

*Δικηγόρος
LLM στο Εργατικό Δίκαιο
Συνεργάτις στο Δικηγορικό Γραφείο Βιβής Δερμιτζάκη & Συνεργατών

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ