Η Παράδοση ως άλλοθι

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης

Τα επικίνδυνα πασχαλινά έθιμα στα οποία αναφερόμαστε αποδεικνύουν και κάτι άλλο, άξιο σχολιασμού: την απώλεια του βαθύτερου νοήματος της εορτής του Πάσχα

Του Γιάννη Γ.Τσερεβελάκη

Τούτο το άρθρο γράφεται με αφορμή το τραγικό γεγονός του θανάτου του δημοσιογράφου Κώστα Θεοδωρακάκη στην Καλαμάτα από «σαΐτα», στο γνωστό εντόπιο πασχαλινό έθιμο του «σαϊτοπολέμου». Βέβαια, τέτοιας λογής τραγικά περιστατικά συμβαίνουν- δυστυχώς- κάθε χρόνο στη χώρα μας τις μέρες του Πάσχα, λόγω των εθίμων που υπάρχουν σε όλη τη χώρα και τα οποία μετατρέπουν τη μεγάλη εορτή της Ανάστασης σε μια θορυβώδη εκδήλωση, από την οποία το πρόσωπο του αναστάντος Χριστού είναι εκκωφαντικά απόν. Μπαλωθιές, σαν κι αυτήν που τραυμάτισε βαριά το μικρό κορίτσι στη Βοιωτία, βεγγαλικά, φωτιές μέσα στις οποίες ρίχνονται εύφλεκτα υλικά, βαρελότα, κροτίδες και άλλα επικίνδυνα κατασκευάσματα έχουν ως αποτέλεσμα κάθε χρόνο να θρηνούμε νεκρούς και να έχουμε σοβαρούς τραυματισμούς. Παρ’ όλα αυτά, το έθιμο καλά κρατεί.

Κάποιος θα πει ότι όλα αυτά αποτελούν εκδηλώσεις της λαϊκής πίστης και λατρείας, μέσω των οποίων ο άνθρωπος του λαού εκδηλώνει τη χαρά του για το αναστάσιμο γεγονός. Εντάσσονται δηλαδή στη μεγάλη σειρά των λαϊκών εθίμων, που συναντούμε σε όλη την Ελλάδα, τα οποία για τους ανθρώπους παλαιοτέρων εποχών είχαν ένα ουσιαστικό νόημα, καθώς τα περισσότερα λειτουργούσαν ως ενωτικοί κρίκοι της κοινότητας, ήταν δηλαδή, εκτός από πράξεις ευετηριακές (έθιμα για την καλοχρονιά), και πράξεις που έδεναν τα πρόσωπα ενός τόπου μεταξύ τους με δεσμούς βασιζόμενους στη θρησκεία, οπότε αυτοί ελάμβαναν έναν ιερό χαρακτήρα και για τούτο τα έθιμα παρέμεναν αμετακίνητα. Ωστόσο, εδώ εγείρονται πολλά ερωτήματα, το κυριότερο των οποίων αφορά το κατά πόσον έθιμα σαν κι αυτά του σαϊτοπολέμου είναι απαραίτητο να υπάρχουν και να τηρούνται, από τη στιγμή που, αφενός, είναι επικίνδυνα και, αφετέρου, οι λόγοι που τα γέννησαν έχουν προ πολλού εξαλειφθεί.

Είναι γνωστό ότι, όπως όλα τα έθιμα, και αυτά του σαϊτοπολέμου, των κροτίδων, των μπαλωθιών κλπ ανάγονται από τους δρώντες στην παράδοση. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι όλοι τα ανάγουν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, συνδεόντάς τα μάλιστα με κάποια γενναία πράξη των κατοίκων του τόπου τους, κάτι, βέβαια, που μάλλον είναι δύσκολο (για να μην πω αδύνατο) να αποδειχθεί ιστορικά. Έτσι τα έθιμα, εκτός από τη θρησκευτική, λαμβάνουν και μια τοπικιστική, ακόμη και εθνική, χροιά και γίνονται ένας τρόπος προβολής του τόπου και της «γενναιότητας» των κατοίκων του. Το γεγονός αυτό τα «ντύνει» με ένα ένδυμα ιερότητας και, κατ’ επέκταση, «φυσικότητας», τους δίνει δηλαδή τη δύναμη ενός ιερού «φυσικού» φαινομένου, οπότε γίνονται αδήριτη αναγκαιότητα. Εκεί βρίσκεται μια παράμετρος του προβλήματος: στο γεγονός δηλαδή ότι ένα έθιμο, δηλαδή ένα ανθρώπινο δημιούργημα που μπορεί να μεταβληθεί και να αλλάξει, προσλαμβάνεται και παρουσιάζεται ως κάτι το ιερό, ως μια φυσική αναγκαιότητα, που δεν μπορεί κι ούτε πρέπει να αλλάξει. Και ποιο είναι το ιδεολογικό άλλοθι για μια τέτοια ερμηνεία; Η παράδοση, η οποία εκλαμβάνεται ως κάτι το παγιωμένο, το αμετάβλητο, το περιχαρακωμένο, το ιερό, που έχει αφ’ εαυτού αξία και από το οποίο δεν πρέπει να αλλάξει ούτε ένα γιώτα. Έτσι η παράδοση, αντί για δύναμη έμπνευσης με τις αξίες που κρύβει εντός της, γίνεται δεσμοφύλακας, λειτουργεί σαν φυλακή και σαν σκληρός νόμος, από τον οποίο είναι δύσκολο να ξεφύγει κανείς. Πρόκειται για μια τέλεια διαστροφή του νοήματός της. Σ’ αυτό αν προσθέσουμε και την εκμετάλλευση των εθίμων για οικονομικούς λόγους, έχουμε πλέον την απόλυτη αλλοτρίωση της παράδοσης από το αληθινό της νόημα.

Αλλά τα επικίνδυνα πασχαλινά έθιμα στα οποία αναφερόμαστε αποδεικνύουν και κάτι άλλο, άξιο σχολιασμού. Αναφέρομαι στην απώλεια του βαθύτερου νοήματος της εορτής του Πάσχα. Όταν οι άνθρωποι σπεύδουν να γιορτάσουν το Πάσχα εκεί όπου τηρούνται τέτοια θορυβώδη και επικίνδυνα έθιμα, όταν όλα τα Μέσα Ενημέρωσης ασχολούνται στα δελτία τους με αυτά, όταν στα χωριά αλλά και στις πόλεις (κυρίως στο νησί μας) όλη τη μέρα του Πάσχα ακούγονται μπαλωθιές από πιστόλια και καλάσνικωφ, τότε το πράγμα δείχνει ότι έχει ξεφύγει. Οι άνθρωποι δεν νοιάζονται για το «είναι», αλλά μόνο για το «φαίνεσθαι» της εορτής, δεν ενδιαφέρονται για την ουσία αλλά για τα «συμβεβηκότα» της εορτής, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης (συμβεβηκότα= πρόκειται για τα στοιχεία ενός «όντος» τα οποία μπορούν να αλλάξουν, εν αντιθέσει προς την «ουσία» που μένει αμετάβλητη). Αυτό αποτελεί την απόδειξη μιας επικίνδυνης εξωστρέφειας, μιας αδυναμίας του σύγχρονου Έλληνα να προχωρήσει σε βάθος, να δει πιο πέρα από τη φθορά. Το ζήτημα, όμως, είναι να κάνουμε βήματα πιο πέρα από τη φθορά, έχει πει ο Οδ. Ελύτης.

Το τρίτο σημείο στο οποίο πρέπει να σταθούμε είναι η ψυχολογία τόσο των δρώντων, όσο και των παρακολουθούντων τα εν λόγω έθιμα. Πρόκειται για την ψυχολογία του όχλου, που τρέφεται με «άρτον και θεάματα». Στην κοινωνία της κατανάλωσης όλα μετατρέπονται σε προϊόντα και σε πωλούμενο θέαμα, ακόμη και τα ιερά και τα όσια. Αυτό συμβαίνει και με τα έθιμα του Πάσχα. Ας σκεφτούμε τις χιλιάδες του κόσμου που επισκέπτονται κάθε χρόνο την Κέρκυρα τις μέρες του Πάσχα, για να δουν το έθιμο του σπασίματος των κανατιών. Το ίδιο συμβαίνει και στη Χίο με τον σαϊτοπόλεμο μεταξύ των ενοριών. Τέτοια φαινόμενα αποτελούν τους αψευδείς μάρτυρες του γεγονότος ότι έχουμε εγκλωβιστεί στο θέαμα, λειτουργώντας σαν όχλος, δίχως στοχασμό και αναστοχασμό, δίχως την προσωπική προσέγγιση του νοήματος της εορτής, αλλά παρασυρόμενοι μόνο από τη δύναμη της επιθυμίας «να περάσουμε καλά» και έτερον ουδέν. Από την άλλη, οι δρώντες, εκείνοι δηλαδή που συμμετέχουν ενεργητικά στο «δρώμενο», θεωρούν ότι κάνουν πράξη σπουδαία, ακόμη και ιερή ή και με «βαθύ» συμβολισμό, όσον αφορά τον τόπο και τους κατοίκους του, στους οποίους «περήφανα» ανήκουν και οι ίδιοι. Να σημειωθεί ότι όλα όσα επισημάνθηκαν λειτουργούν σαφέστατα σαν συγκοινωνούντα δοχεία, αφού το ένα επηρεάζει το άλλο.

Θα έλεγε ίσως κάποιος ότι, αν είναι έτσι τα πράγματα, γιατί δεν καταργούμε τα έθιμα. Το πρόβλημα, όμως, καθώς πιστεύω, βρίσκεται αλλού. Ο κόσμος πρέπει να καταλάβει ότι η παράδοση δεν είναι φύση, ότι δηλαδή αλλάζει. Οι αρχαίοι σοφιστές του 5ου π. Χ. αιώνα είχαν βρει δυο όρους, για να ξεχωρίσουν τα «φυσικά» από τα «ανθρώπινα». Για τα φυσικά έλεγαν ότι υπάρχουν «φύσει», ενώ για τα ανθρώπινα δημιουργήματα ότι υπάρχουν «νόμω». Τα πρώτα είναι σταθερά και αμετάβλητα, τα δεύτερα είναι ρευστά και μεταβαλλόμενα. Η παράδοση ανήκει σε όσα υπάρχουν «νόμω», επομένως είναι μεταβλητή. Τούτο σημαίνει ότι υπάρχουν στοιχεία σ’ αυτήν που μπορούν και πρέπει να επιβιώσουν, υπάρχουν όμως και στοιχεία θνησιγενή (Αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, τότε οι φυλές που είχαν ως παράδοση την ανθρωποφαγία θα έπρεπε ακόμη να τρώνε ανθρώπους). Έθιμα σαν κι αυτά που θέτουν σε κίνδυνο την ανθρώπινη ζωή και διαστρέφουν το νόημα της εορτής δεν νομίζω ότι έχουν λόγο ύπαρξης. Ας μην αφήσουμε τα πάντα, και προπάντων τα ιερά και τα όσια, να γίνουν βορά του αδηφάγου καταναλωτισμού και θυσία στον Μολώχ του θεάματος. Αλλά αυτό είναι θέμα παιδείας, δηλαδή ουσιαστικής καλλιέργειας.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ