Μα, μπήκε η...Άνοιξη;

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

...το χαμόγελο, η ηρεμία και η καλή διάθεση πολίτη και υπαλλήλου, όπως αποκαλύπτεται στο βλέμμα, στη στάση σώματος, στο χρώμα και την ένταση της φωνής βοηθάνε και μπορούν να κάνουν τη γραφειοκρατία υποφερτή, να χρωματίσουν λίγο, το σκούρο γκρι της.


της Μαρίας Λιονάκη

Εκτάκτως λόγω αργίας συνήλθε την Κυριακή, κατά την ενάτη βραδινή,  το οικογενειακό συμβούλιο ,στην οικία μας… Τακτικά μέλη τέσσερα, τα τρία εντός της αιθούσης, του καθιστικού, το ένα, η κόρη στην τηλεφωνική γραμμή… Θέμα βραδινής διάταξης τα δικαιολογητικά που χρειαζόταν η κόρη προκειμένου να πραγματοποιήσει, οσονούπω, έναρξη επαγγέλματος, καθώς αποπεράτωσε   τις σπουδές της, οπότε αυτή θα ήταν  η φυσική εξέλιξη… Αποφασίστηκε λοιπόν,  ανάμεσα σε άλλα,  ότι  τη Δευτέρα 27 Μαρτίου, μεθεπομένη του εορτασμού  της Ηρωικής Επανάστασης του 1821,   η μητέρα  θα έπρεπε να μεταβεί  ηρωικώς σε δημόσια υπηρεσία της πόλης μας, όπου θα πραγματοποιούσε διακοπή ασφάλισης της κόρης, στο Ταμείο που την είχε συμπεριλάβει, ως προστατευόμενο μέλος,  προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για τα περαιτέρω…

Η  τηλεόραση άφωνη, ξεχασμένη στο βάθος έπαιζε άλλο ένα επεισόδιο του δημοφιλούς  Survivor, όταν  η  μαμά στο πρώτο άκουσμα της νέας αποστολής  της  ανατρίχιασε, καθώς μνήμες την έπνιξαν, μνήμες θαμμένες, κοινές σε όλους,  από ατέλειωτες ουρές σε δημόσιες υπηρεσίες ,  αναμονή κι άλλη αναμονή, έγγραφα κι άλλα έγγραφα,  που ποτέ δεν ήταν αρκετά ή τα σωστά,  ατελείωτα πήγαινε έλα, από υπάλληλο σε υπάλληλο, από όροφο σε όροφο… Εξάλλου αυτή τη μετεξέλιξη και μετονομασία των ασφαλιστικών ταμείων, φορέων, την ενοποίηση  τους  ελάχιστα την είχε εμπεδώσει… Δημόσιο δεν λέγεται σίγουρα, σκεφτόταν,  ΕΟΠΥΥ λέγεται ακόμα; ή μήπως ΠΕΔΥ ή ΕΦΚΑ;  πού στεγάζεται, τι χαρτιά χρειάζονται για την έκδοση του νέου εγγράφου διαγραφής της κόρης;

Αρχικά  λοιπόν η μαμά προσπάθησε με αστείο τρόπο  να αποφύγει το νέο καθήκον, που της χαλούσε την ηρεμία του δευτεριάτικου πρωινού. Θυμήθηκε ένα παιδικό παιχνίδι, την κολοκυθιά  και ξεκίνησε.  « Και γιατί να πάει η μαμά και να μην πάει ο μπαμπάς…» άρχισε να λέει, σέρνοντας με μειλίχιο τρόπο τη φωνή  κι όταν  δεν έβγαλε τίποτα,  συνέχισε ακάθεκτη τον ύστατο αγώνα … «Και γιατί να πάει η μαμά και να μην πάει ο γιος…» Άκαρπες οι προσπάθειες όμως, έπεσαν στο κενό οι χαριτωμενιές  ή αλλιώς, κατά τη φιλολογική παιδεία της μαμάς: « Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον!»  Έτσι εκείνο  το βράδυ η μαμά κοιμήθηκε με ένα στίχο του Καβάφη στο μυαλό, διασκευασμένο: Σα βγεις στον πηγαιμό για τις δημόσιες υπηρεσίες να εύχεσαι να μην είναι μακρύς ο δρόμος…

Δευτέρα  πρωί και η μαμά κατευθύνεται με ανοιξιάτικο ντύσιμο, με χαρούμενο πολύχρωμο φουλάρι στο λαιμό, μπλε, μπορντό, κίτρινο  και άσπρο, οδηγώντας   το αυτοκινητάκι της, το άσπρο, το αιωνόβιο στο εξοχικό προάστιο του Ηρακλείου, τον Εσταυρωμένο. Έχει ταυτότητα και  τα βιβλιάρια υγείας σε πρώτο πλάνο  και είναι   λίγο  ανήσυχη για το δρόμο που θα έπρεπε να ακολουθήσει, το στενό που θα πρέπει  να στρίψει,  για την επάρκεια των  δικαιολογητικών  που έφερνε στις αποσκευές της κλπ

 Η   κίνηση στους δρόμους  ήταν  υποφερτή , η μέρα ήταν ιδιαίτερα ζεστή και η φύση σε έκανε να ξεχαστείς και να ξεχάσεις… Είχε μετατρέψει τα νερά του χειμώνα σε ανθοφορία, βλάστηση, πρασινισμένους λόφους,  σε λουλούδια και δέντρα ανθισμένα, αμυγδαλιές νυφούλες,  σε χρώματα κι αρώματα,   ενώ στο βάθος τα βουνά φορούσαν ακόμα το χιονισμένο καπέλο τους, το άσπρο που συνδυάζονταν αρμονικά με τις άσπρες πινελιές που ανακάτευαν  το μπλε στην παλέτα του ουρανού… Ευλογημένη Άνοιξη, ευλογημένη Κρήτη σκεφτόσουν… ενώ στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου ο  Νίκος Ξυλούρης στο παρελθόν, μα και αιώνια στο παρόν, τραγουδούσε: «Την εικόνα σου σεβάστηκα, στη φλόγα δεν εκράτησα. Την εικόνα την καλή θα σου φέρω μιαν αυγή. Χρώματα, χρώματα κι αρώματα….»

Η άφιξη στον Εσταυρωμένο, στην περιοχή που στεγάζονται τα Κτίρια των Ασφαλιστικών Υπηρεσιών, εδώ και καιρό,  είναι  εύκολη, όχι όμως και το παρκάρισμα… Σε χώρο ελευθέρας βοσκής δεν είναι  εύκολο να αφήσεις το αυτοκίνητο, οπότε διαλέγεις  να το βάλεις, ασυζητητί στο Ιδιωτικό παρκινγκ που διαφήμιζε την προσφορά του: « Παρκινγκ με 1.5 ευρώ για ολόκληρη μέρα» διαβάζεις και αναστενάζεις, καθώς σκέφτεσαι ότι για να λένε αυτοί για ολόκληρη μέρα, κάτι θα ξέρουν…

Στο πρώτο κτίριο, το βαμμένο σε σκούρο μπεζ χρωματισμό, με σομόν  συμπληρώματα, γαρνιρίσματα   μπαίνεις βιαστική  κι ανεβαίνεις  κατευθείαν, φουριόζα με το ασανσέρ στον τρίτο όροφο, όπου έχεις ακουστά ότι στεγάζονται οι υπηρεσίες του νέου Δημοσίου… Στον καθρέπτη του ασανσέρ γελάς με αυτοπεποίθηση στο είδωλό σου, καθώς σκέφτεσαι ότι,  ως τώρα δεν ήταν  και τόσο δύσκολα τα πράγματα και  γρήγορα θα ξεμπέρδευες και  θα το είχες καμάρι, στο εξής, καύχημα στους οικείους,  το πόσο  αποτελεσματική είσαι   με τις δημόσιες υπηρεσίες και το γνωστό γίγαντα της γραφειοκρατίας…

Ο κύριος στον γκισέ των πληροφοριών του τρίτου ορόφου σου φάνηκε γοητευτικός, μέσα στην ευφορία που σε διακατείχε, η πληροφορία όμως που σου έδωσε  ότι βρίσκεσαι σε λάθος κτίριο, παράρτημα της Περιφέρειας κι ότι το ΙΚΑ ήταν σε κοντινό  κτίριο, πιο πέρα όμως,  κλόνισε λίγο την αυτοπεποίθηση σου… Του χαμογελάς  εγκάρδια  που ήταν φιλικός και κατατοπιστικός, που ήδη χαμογελούσε με την αφέλεια σου και ζητάς επιπλέον  διευκρινίσεις για τον  επόμενο σταθμό  στο δρόμο προς την Ιθάκη σου… Φεύγεις ανασαίνοντας βαθιά, ανακουφιστικά,  αφού  τουλάχιστον δε θα έπρεπε να ξεπαρκάρεις και να αναζητήσεις παρκινγκ αλλού…

Στενό δρομάκι ένωνε τα δύο κτίρια που  συνυπάρχουν  εκεί,  στις εξοχικές παρυφές της πόλης. Ανάμεσα σε καταπράσινους λόφους , ανθισμένους, ξεπροβάλλουν καλαίσθητα τα δύο οικοδομήματα,  πιασμένα χέρι χέρι,  αγαπημένα,   βαμμένα και τα δύο  σε μπεζ και τρυφερό σομόν, υπενθύμιση της τρυφερής, αδερφικής τους σχέσης…

Στο ισόγειο του δεύτερου κτιρίου, που ήταν σίγουρα οι υπηρεσίες του ΙΚΑ ,με τη γνωστή σκεπή σαν έμβλημα, κάποιος καλοντυμένος κύριος ρωτούσε τον υπάλληλο  στην υποδοχή, τον επιφορτισμένο ανάμεσα σε άλλα να πληροφορεί. « Μήπως έχετε την καλοσύνη να μου πείτε πού θα βρω τον ελεγκτή;» Ξεσηκώνεις το μοτίβο της ερώτησης, που αποδείχτηκε αποτελεσματική  και πληροφορείσαι ότι πράγματι στον τρίτο όροφο, του σωστού  κτιρίου τώρα πια,  στεγάζονται οι υπηρεσίες του Ενιαίου Ασφαλιστικού φορέα… Στο ασανσέρ που περιμένεις ένας κύριος βγαίνει με πολλά  χαρτιά στο χέρι και σε κατάσταση σύγχυσης… Ρωτάει σε ποιο όροφο σταμάτησε το ασανσέρ, που βρίσκεται και ψάχνει να θυμηθεί πού πάει, πώς τον λένε, ποια είναι τα σχέδια και τα όνειρά του σε αυτή τη ζωή… Τον πληροφορείς ότι είναι στο ισόγειο και γελάς ενθαρρυντικά, καθώς καταλαβαίνεις…

Στον τρίτο όροφο η κίνηση ήταν υποτονική… Η  ταμπέλα που έγραφε « Το φωτοτυπικό είναι χαλασμένο» σε  διαβεβαίωνε ότι είσαι σε Δημόσια Υπηρεσία… Περιμένεις με λίγους ακόμα τη σειρά σου  καθισμένη  στις αναπαυτικές καρέκλες αναμονής και παρατηρείς την ασυνήθιστη για δημόσια υπηρεσία  καθαριότητα του νεόδμητου κτιρίου,  με τις σομόν πόρτες  και  τις λευκές μαρμάρινες πλάκες  του πατώματος ... Από το τεράστιο και διάπλατα ανοιγμένο παράθυρο μπροστά έμπαινε  η Άνοιξη, αδιάφορη για τα τετριμμένα αυτή ,  πηγή ζωής και ομορφιάς, πηγή ονείρου, έρωτα  κι έμπνευσης … Κατακίτρινα χαλιά αγριολούλουδων,   λίγα κτίρια με  κεραμιδένιες σκεπές, σπίτια μάλλον  και οι πυκνόμαλλες ελιές, οι φουντωτές  στοιχισμένες σαν μαθητές στην παρέλαση… Το ρεμβασμό μου διέκοψε μια γνωστή μου συνάδελφος και μια ευχάριστη συζήτηση προέκυψε  για οικεία του κλάδου  μας θέματα  και για ανοίκειες  απορίες: «Άλλο είναι το ΑΜΚΑ -με ρωτούσε- κι άλλος ο ΑΜΑ, ο Αριθμός Μητρώου Ασφαλισμένου;»  Άμα τα ξεμπερδέψουμε ποτέ… της λέω και γελάμε.

 Είναι αλήθεια όμως ότι παρόλο που οι περισσότεροι από μας είμαστε προκατειλημμένοι σε κάθε μας επικοινωνία, διεκπεραίωση υπόθεσης σε δημόσια υπηρεσία, γενικεύοντας συχνά με άδικους χαρακτηρισμούς, η εξυπηρέτησή μου ήταν εύκολη, άμεση και με καλή διάθεση από  τη γυναίκα υπάλληλο  που με εξυπηρέτησε  και που  βρήκε τρόπο ακόμα  και τη δυσκολία του χαλασμένου φωτοτυπικού να υπερπηδήσει προκειμένου να μη με ταλαιπωρήσει…

Δεν ξέρω να σας πω, αν αυτός είναι ο κανόνας ή η εξαίρεση, αν ήταν η ‘Άνοιξη που εισχωρούσε από το ανοιχτό παράθυρο η αιτία ή αν ήταν απλά  μια  θετική συγκυρία…  η εξυπηρέτηση μου αυτή.  Σίγουρα όμως το χαμόγελο, η ηρεμία και η καλή διάθεση πολίτη και υπαλλήλου, όπως αποκαλύπτεται στο βλέμμα, στη στάση σώματος, στο χρώμα και την ένταση της φωνής  βοηθάνε και  μπορούν  να κάνουν τη γραφειοκρατία υποφερτή, να χρωματίσουν λίγο, το σκούρο γκρι της.


Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ