Ο Μπρένταν Μπήαν που έγραψε το «Γελαστό Παιδί»

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

 Ποιος δεν ξέρει αυτό το πασίγνωστο τραγούδι, με την ομορφιά του και σε μουσική και σε στίχους, που το τραγουδήσαμε όλοι;

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

«Ήταν πρωί του Αυγούστου, | κοντά στη ροδαυγή, | βγήκα να πάρω αέρα | στην ανθισμένη γη. | Βλέπω μια κόρη, κλαίει, | σπαραχτικά θρηνεί, | «Σπάσε, καρδιά μου, εχάθη | το γελαστό παιδί…» 

      Ποιός δεν ξέρει αυτό το πασίγνωστο τραγούδι, με την ομορφιά του και σε μουσική και σε στίχους, που το τραγουδήσαμε όλοι; Αλλά, αντίθετα,  ποιός ξέρει τον δημιουργό του, ακόμα και σήμερα που η ξεσηκωτική μουσική του Μίκη Θεοδωράκη το έχει φέρει στα πέρατα της Γης; Όπως κι ένα άλλο τραγούδι των δυονών τους, που ακουγότανε πέρα στο μακρινό Αφγανιστάν - όταν η εκεί Βόρεια Συμμαχία έμπαινε θριαμβευτικά κι απελευθέρωνε την Καμπούλ από τους Ταλιμπάν: «Ποιός δε μιλά για τη Λαμπρή, | γιορτή ξανανιωμού! | Πάν τα παιδιά στον πόλεμο | και παν του σκοτωμού! | Με θάρρος οι τρανές καρδιές | έπιασαν τα στενά, | ψηλά η σημαία ανέμιζε | η αντάρτισσα μπροστά…» Ποιός είναι τέλος πάντων αυτός ο Μπρένταν Μπήαν;

      Τον Οκτώβριο του 1961 έφτανε στα χέρια του Μίκη Θεοδωράκη, που βρισκόταν τότε στη Γαλλία, ένα θεατρικό έργο εμπνευσμένο από τον απελευθερωτικό αγώνα των Ιρλανδών, που περιείχε και μια σειρά ποιημάτων. 

C:\Users\x\Desktop\ΜΠΡΕΝΤΑΝ ΜΠΥΑΝ\THE LOUGHING BOY-ΤΟ ΓΕΛΑΣΤΟ ΠΑΙΔΙ (2).jpg

Ήταν το έργο του Ιρλανδού Μπρένταν Μπήαν «The Hostage» που οι μεταφραστές του Βασίλης Ρώτας και Βούλα Δαμιανάκου αντί να πουν τον κανονικό τίτλο του «Ο Όμηρος», που προφανώς στα ελληνικά θα συγχεότανε με τον Όμηρο της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, το βαφτίσανε «Ένας Όμηρος» κι έτσι έμεινε και το ξέρουμε εμείς. 

      Τα θεατρικά δρώμενά του απεικονίζουν την κράτηση ενός Άγγλου από Ιρλανδούς, σαν όμηρος, σε ένα γεμάτο σπίτι στο Δουβλίνο στα τέλη της δεκαετίας του 1950, με σκοπό την ανταλλαγή με έναν Ιρλανδό μαχητή που πρόκειται να εκτελεστεί. Ο Άγγλος ερωτεύεται με μια κοπέλα που δουλεύει εκεί μέσα, όμως ο αγνός κόσμος της αγάπης τους είναι παράταιρος ανάμεσα σ’ αυτούς που τους περιβάλλουν, αφού το σπίτι χρησιμοποιείται και σαν πορνείο. Στο τέλος, ο όμηρος πεθαίνει τυχαία σε μια αποτυχημένη επιδρομή της αστυνομίας, αποκαλύπτοντας το ανθρώπινο κόστος του πολέμου, έναν παγκόσμιο πόνο. «An Giall» σημαίνει «Ένας Όμηρος» στη γλώσσα γκαίλικ και σ’ αυτήν είχε πρωτογραφεί το έργο από τον Μπρένταν Μπήαν. Η αγγλική γλώσσα του έργου είναι σε μετάφραση του ίδιου του Μπήαν από τα ιρλανδικά.  

      Το έργο και τα δεκαπέντε ποιήματά του άρεσαν τόσο πολύ στον συνθέτη, που προχώρησε αμέσως στη μελοποίησή τους. Μετά από έξι μήνες, όταν έμπαινε ο Απρίλιος του 1962, θα ήταν ακόμα και τότε «πρωί του Αυγούστου, κοντά τη ροδαυγή», καταξιωμένο στην αιωνιότητα της Τέχνης. Το έργο αυτό και τα τραγούδια του θα παρουσιάζονταν στο Κυκλικό Θέατρο του Λεωνίδα Τριβιζά, που είχε κάνει την πρόταση στον συνθέτη, με σκηνικά και κουστούμια του Γιάννη Τσαρούχη, σημειώνοντας μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Και ανάμεσα σε όλα αυτά, ένα άγνωστο δυσκολομνημόνευτο όνομα, που παραμένει άγνωστο ως τις μέρες μας: Μπρένταν Μπήαν. 

      Κι όμως, σαν τραγούδια, οι στίχοι του είναι πολύ γνωστοί στ’ αυτιά μας: «Αλλά το ξέρεις, όταν άνθρωπο χρειαστείς, | πως σαν τον εαυτό σου εσέ δεν σ’ αγαπάει κανείς». Ή «Δεν έχει θέση η Γη παρά για τη ζωή, | δεν έχει θέση όπου κι αν πας. | Δεν έχει θέση η Γη παρά για τη ζωή. | Στο λέω και νιώσ’το, αν μ’ αγαπάς». Ή αυτό «Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό | να το παίζεις στο χωλ με παιδιά, | αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις, | να ’μαι ταίρι σου πιά». Ή το άλλο: «Και λέω στον μίστερ Ντάλλες - | παρακαλώ πολύ | για μια μεγάλη χάρη, | αχ όχι αστεία με το φεγγάρι». Και οι πιο γνωστοί στίχοι του Μπήαν, που τους τραγουδάει ο ίδιος ο Άγγλος ο όμηρος, δείχνοντας την λανθασμένη ανατροφή του: «Είμαι Άγγλος, νιος και τυχερός, | θέλω τον βασιλιά! | Κι ας ακριβαίνουν τον καπνό, | φτάνει που με ρωτάν. | Την γριά Αγγλία την αγαπώ | από δύση σ’ ανατολή, | απ’ τον Ιορδάνη Ποταμό | ως του Άτλα την ακτή. | Την γριά Αγγλία, όπου κι αν βρεθώ, | την έχω στην καρδιά, | μόνο αυτούς τους νέγρους να έδιωχνα έξω με μια κλωτσιά».

      Τον ίδιο εκείνο καιρό του ανεβάσματος του έργου, βγήκαν σε δυο δίσκους τα τραγούδια (ταυτόχρονα από δύο γαλλικές εταιρείες, γιατί ο Θεοδωράκης ήτανε στη Γαλλία). Ο ένας δίσκος με την φωνή της Ντόρας Γιαννακοπούλου και ο άλλος με την φωνή του ίδιου του συνθέτη. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1972, θα προστεθεί ακόμη μια εκτέλεση, από γαλλική επίσης εταιρεία, με τη Μαρία Φαραντούρη.  

      Το έργο «Ένας Όμηρος» - και κυρίως τα τραγούδια του, με κυρίαρχο το «Γελαστό Παιδί», είχαν μεγάλη απήχηση στα χρόνια που ακολούθησαν, γιατί συνδέθηκαν και με ελληνικά συμβάντα.  Με τα 400 χρόνια της δικής μας σκλαβιάς από τους Τούρκους, αλλά και της μαύρης Επταετίας  και της κόκκινης Κατοχής της Κύπρου (όχι μόνο από τους Τούρκους, αλλά και από τους Άγγλους πιο πριν) συνδυάστηκαν τα 700 χρόνια των Ιρλανδών στη σκιά των Άγγλων, που δυνάστευαν το νησί τους.  Στους στίχους του ο Μπρένταν Μπήαν συμβολίζει την πατρίδα του την Ιρλανδία ως «μάνα»: «Τη μάνα σου μη την πετροβολάς, | όταν πεθάνει, αυτό θα σε πονάει. | Τη μάνα σου μη την πετροβολάς, | κάλλιο ο πατέρας σου πετριές να φάει».

      Το έργο που έγραψε ο Μπρένταν Μπήαν το 1958 ήταν εμπνευσμένο από τον ατέλειωτο απελευθερωτικό αγώνα του ιρλανδικού λαού κατά του συνονθυλεύματος που επέβαλαν οι Άγγλοι - σαν τάχα μου Μεγάλη Βρετανία. Όλοι μιλάνε πιά την αγγλική γλώσσα, αλλά οι Ιρλανδοί (όπως άλλωστε και οι Σκωτσέζοι) έχουν διαφυλάξει την ταυτότητά τους ενάντια στις προσπάθειες αφομοίωσης των Άγγλων - με το ότι είναι καθολικοί, ενώ οι Άγγλοι προτεστάντες. Ο αγώνας τους υποχρέωσε το 1922 τους Άγγλους να αποχωρήσουν, κρατώντας - κατά τις διεθνείς συνήθειές τους - ένα μικρό μέρος στα βόρεια του νησιού (το 1/6, αλλά και το πιο πλούσιο), που είναι η τωρινή Βόρεια Ιρλανδία. Αυτός είναι κι ο λόγος του συνεχιζόμενου αγώνα των Ιρλανδών.

Βόρεια Ιρλανδία: Από τις Ταραχές στο Brexit και σε ένα αβέβαιο μέλλον » Power Politics

      Στον αγώνα αυτόν συμμετείχε και ο Μπρένταν Μπήαν, με επακόλουθο να συλληφθεί και να καταδικαστεί σε φυλάκιση εννέα ετών. Κι εδώ κολλάει η αναφορά στο «Γελαστό Παιδί». Στον ίδιο αγώνα συμμετείχε και ο Μάικλ Κόλλινς, ηγετικό στέλεχος, από τα ιδρυτικά στελέχη του IRA και εμβληματική μορφή του, που σκοτώθηκε πολύ νέος, στα καλύτερά του, τη στιγμή που τα πράγματα θα έμπαιναν σε μια τροχιά, και μάλιστα όχι από σφαίρα Άγγλου, αλλά από το βόλι Ιρλανδού ελεύθερου σκοπευτή, δηλαδή «δικού του πρώην συντρόφου». Ήταν η μορφή του Ιρλανδού που συνόψιζε την ελπίδα για την ελευθερία και την ανεξαρτησία. Μυθική μορφή. Το 1920 τον αποκαλούσαν «Ο άνδρας που θα ρίξει την αυτοκρατορία». Ο Μάικλ Κόλλινς συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή συμφωνίας για την κατάπαυση του πυρός με την Αγγλία και για την απελευθέρωση της Ιρλανδίας, όπου όμως το ένα έκτο της γης της θα παρέμενε στη Βρετανία. Αυτό πυροδότησε έναν μακροχρόνιο πόλεμο Ιρλανδών μεταξύ τους. Πολιτικοί τότε παγίδεψαν τον Κόλλινς και στην εμφύλια διαμάχη που υπήρχε (το Χόλλυγουντ έχει κάνει ταινία τη ζωή του το 1996) δολοφονήθηκε σε ηλικία μόλις 32 χρονών. 

      Η μορφή του Μάικλ Κόλλινς συγκίνησε τον μικρό Μπρένταν και μόλις δεκατριών χρονών το 1936 έγραψε το «Γελαστό Παιδί», αυτό το μοιρολόι «που είναι η ατέλειωτη ιστορία των φτωχών, η αναπόληση της παλιάς Ιρλανδίας». Η ονομασία του αυτή δόθηκε από τη μητέρα του ποιητή, που γνώριζε προσωπικά τον Κόλλινς, τόσο, που της έδωσε χρήματα όταν ήταν απένταρη, έγκυος στον ποιητή, καθώς ο σύζυγός της, σύντροφος του Κόλλινς, ως μαχητής της ελευθερίας, ήταν στην φυλακή. Η οικογένεια δεν ξέχασε ποτέ την γενναιοδωρία, αλλά και το χαμόγελο του Κόλλινς. Απεναντίας, το μεταβόλισε σε τραγούδι. Το «Γελαστό Παιδί» το έβαλε - πολλά χρόνια αργότερα - μέσα στο θεατρικό του «An Giall», που ήτανε γραμμένο πρώτα στα ιρλανδικά κι ο Μπρένταν το μετέτρεψε σε χώρο Τέχνης, μεταφέροντάς το ο ίδιος στην αγγλική γλώσσα «The Hostage» ( «Ένας ΄Ομηρος») και στην ευρύτερη επιτυχία του στο διεθνές θεατρικό ρεπερτόριο.

C:\Users\x\Desktop\ΜΠΡΕΝΤΑΝ ΜΠΥΑΝ\sddefault.jpg

      «Γελαστό Παιδί» λοιπόν ήταν μια προσωνυμία που είχε μεταφερθεί στους οπαδούς του Μάικλ Κόλλινς, που σήμερα είναι καταξιωμένος στη συνείδηση του Ιρλανδικού Λαού ως ήρωας. Όμως τότε, στον εμφύλιο που είχε ξεσπάσει, όχι Άγγλοι αλλά Ιρλανδοί τον σκοτώσανε, εξ ου και οι στίχοι του Μπρένταν Μπήαν «Σκοτώσαν οι δικοί μας το Γελαστό Παιδί» - που στο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη έγιναν «οι εχθροί μας» και μετά, στις αντιδικτατορικές συναυλίες, «οι φασίστες». Στην Ελλάδα το «Γελαστό Παιδί» συνδέθηκε με τη δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς το 1963, κυρίως όταν ο Κώστας Γαβράς χρησιμοποίησε το τραγούδι ως βασικό μουσικό μοτίβο στη σχετική ταινία του «Ζ».

      Εγώ όμως επιμένω στην αρχική μου ερώτηση: «Ποιός είναι αυτός ο Μπρένταν Μπήαν»; Και θα δοκιμάσω εδώ μια ανατρεπτική - όσο και αναπάντεχη - προσέγγιση γνωριμίας του, παραθέτοντας αλλοτινά λόγια του ζωγράφου, σκιτσογράφου και σκηνογράφου του θεάτρου Μίνω Αργυράκη, που περιγράφουν πώς γνωρίστηκαν ο ίδιος με τον Μπρένταν Μπήαν στο Παρίσι: 

      «Βρισκόμουνα σ’ ένα μπαρ προχθές. Καθόμασταν μαζί μ’ ένα Σκωτσέζο φίλο που δουλεύει στην αγγλική Τηλεόραση και κουβεντιάζαμε. Εκεί που 

C:\Users\x\Desktop\ΜΠΡΕΝΤΑΝ ΜΠΥΑΝ\argurakis.jpg

πίναμε ήσυχα τον καφέ μας, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα σαν σίφουνας ένας ογκώδης άνδρας, με στραπατσαρισμένα ρούχα, μαλλιά σα μπερδεμένα χταπόδια, ανοιχτό πουκάμισο μέχρι τη μέση, στραβή μύτη πυγμάχου, μελανιασμένο μάτι κι ένα μάτσο εφημερίδες κάτω από την αμασχάλη του. Έμοιαζε με κλωσάρ. Δεν ξαφνιάστηκα, γιατί το θέαμα αυτό είναι από τα πιο συνηθισμένα στο Παρίσι. 

      Ξαφνικά έρχεται κατευθείαν επάνω μου, μου ρίχνει μια γρήγορη ματιά και με ρωτάει κάτι απότομα. Τον κοιτώ κι εγώ από την κορφή μέχρι τα νύχια. Πρόσωπο βασανισμένο, μικρό στόμα σαν παιδιού, ένα σημάδι σαν από τσεκουριά στο κεφάλι, και δυό μάτια κόκκινα από το κρασί, μα αθώα, γεμάτα ανθρώπινη ζεστασιά. Τον κοιτώ με συμπάθεια. Ούτε του απαντώ ούτε βλέπω να περιμένει καμιά απάντηση στην ερώτησή του. Μόνο παίρνει τη μπύρα του, έρχεται αναμεταξύ μας και ζητά να πιεί μαζί μας.

C:\Users\x\Desktop\ΜΠΡΕΝΤΑΝ ΜΠΥΑΝ\1332237FB_IMG_1680863387405.jpg

      Βγάζει από την αμασχάλη του το μάτσο τις εφημερίδες που κρατούσε, τις ανοίγει μιά μιά, ήτανε οι πρωινές εκείνης της μέρας, ψάχνει μέσα και μου δείχνει τις κριτικές του Γαλλικού Τύπου για το θεατρικό του έργο «Ο Όμηρος». Μου δείχνει το όνομά του και μου λέει: «Αυτός είμαι εγώ!»

      Γυρίζω το μάτι μου στον Σκωτσέζο φίλο και τον ρωτώ αν ο άνθρωπος αυτός είναι κανένας τρελός. «Ναί» μου λέει «είναι τρελός, μα αυτός πραγματικά είναι ο Μπρένταν Μπήαν». Κοιτώ γύρω μου, έχει εξαφανιστεί από μπροστά μου. Έχει πιάσει πιάσει κουβέντα με τη διπλανή παρέα. Διηγείται ανέκδοτα, μιλάει συνεχώς σαν χείμαρρος, δημιουργεί γύρω του μια εκρηκτική ατμόσφαιρα. Δείχνει τον μπάρμαν και λέει: «Νά, αυτός είναι ο εργοδότης μου!...» γελάει ανοιχτόκαρδα και κερνάει τις γριούλες που έρχονται να πιούνε λίγο ρούμι.

C:\Users\x\Desktop\ΜΠΡΕΝΤΑΝ ΜΠΥΑΝ\mw170159.jpg

      Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στις εφημερίδες. Όλες, από τη «Φιγκαρό» μέχρι την «Ουμανιτέ» τον επαινούν και είναι ενθουσιασμένες με την παράσταση του αγγλικού θιάσου «Workshop», του πρωτοποριακού αυτού θεάτρου που άρχισε τις παραστάσεις του με το παραπάνω έργο του Μπρένταν Μπήαν προ τεσσάρων πέντε ημερών στο θέατρο «Σάρα Μπερνάρ», μέσα στα πλαίσια του Διεθνούς Φεστιβάλ Θεάτρου που άρχισε προ ενός μηνός περίπου στο Παρίσι.

      Ξανάρχεται μαζί μας. Μας κερνάει μπύρες, τη μιά πίσω από την άλλη. Πιάνουμε κουβέντα, δηλαδή αρχίζει ένα καταπληκτικό μονόλογο, γεμάτο εξυπνάδα, ζωντάνια, και κέφι. Πετάγεται από το ένα θέμα στο άλλο σαν αίλουρος. Υφαίνει τον λόγο του δημιουργώντας ένα καταπληκτικό σύνολο από χίλιες δυό λεπτομέρειες και διηγήσεις από τη ζωή του. Σατιρίζει τους Άγγλους, μιμείται την φωνή τους, χορεύει μόνος του και τραγουδάει. Δεν αφήνει λεπτό που να μη το γεμίσει με την περίεργη επαναστατική προσωπικότητα. Έχει μια άμεση επαφή με τα πράγματα που λέει, ακούει, βλέπει, και είναι σαν να θέλει να αγγίξει τα πάντα.  

      Όταν του λέω πως ήμουνα Έλληνας, μου πιάνει το χέρι , το κρατάει σφιχτά για πέντε λεπτά και αρχίζει με την βροντώδη φωνή του να τραγουδάει ένα παλιό ιρλανδέζικο επαναστατικό τραγούδι, που μοιάζει με νανούρισμα. Η φωνή του τρέμει από συγκίνηση κι όλο το μπαρ έχει μείνει με ανοιχτό το στόμα και τον ακούει. Δάκρυσα. Μέσα σε λίγα λεφτά είχε ρίξει τα τείχη που χωρίζουν τους ανθρώπους συναμεταξύ τους κι έχει δημιουργήσει με την ανοιχτή του καρδιά και με την ιρλανδική του ιδιοσυγκρασία μια άνεση σε όλους γύρω. Ένας Γάλλος ζωγράφος πάει να του προτείνει να του κάνει το πορτραίτο του. Αρνείται με θυμό, κοντεύει να τον βρίσει. Μας προτείνει να πάμε να φάμε όλοι μαζί και φεύγουμε μισομεθυσμένοι. Πηγαίνουμε σ’ ‘ένα διπλανό λαϊκό εστιατόριο. Εν τω μεταξύ, ο φίλος Σκωτσέτζος μου λέει γρήγορα, με δυό λόγια, την ιστορία του εξαιρετικού αυτού Ιρλανδού.

      Ο Μπρένταν Μπήαν είναι γιος ασπριτζή. Σε ηλικία δεκατριών χρονών αφήνει το σχολείο και ύστερα από τρία χρόνια φυλακίζεται για τα πολιτικά του φρονήματα. Μόλις γυρίζει στο Δουβλίνο, μαθαίνει πως δυο Άγγλοι αστυφύλακες σκότωσαν έναν από τους κυριότερους αρχηγούς του επαναστατικού κινήματος στην Ιρλανδία, που τύχαινε να είναι ο καλύτερός του φίλος. Γεμάτος από το όραμα της απελευθέρωσης της πατρίδας του, το μίσος προς τους Άγγλους, και την αγάπη που έτρεφε για τον φίλο που σκοτώθηκε, αρπάζει ένα πολυβόλο και σκοτώνει τους δυό Άγγλους που σκότωσαν τον φίλο του. Και πάει ο ίδιος και ομολογεί τον φόνο. Συλλαμβάνεται, δικάζεται, και καταδικάζεται σε δεκατέσσερα χρόνια φυλάκιση. Το 1945 του δίνεται αμνηστία και εξορίζεται από την Αγγλία «ως πολίτης πολιτικά ανεπιθύμητος και επικίνδυνος». Βρίσκει άσυλο στη Γαλλία. Από τις γαλλικές εφημερίδες γράφει επαναστατικά άρθρα, παρακινώντας τους επαναστάτες να συνεχίσουν τον αγώνα τους μέχρι της πλήρους απελευθερώσεως της πατρίδας του. Ο λαός τον έχει κάνει σύμβολο, μύθο, ήρωα. Τον νιώθει να ’ρχεται από τη σάρκα του και τον λατρεύει. 

 

C:\Users\x\Desktop\ΜΠΡΕΝΤΑΝ ΜΠΥΑΝ\BRENDAN-BEHAN.jpg

      Το λαϊκό εστιατόριο, όπου τρώμε και πίνουμε, έχει μεταμορφωθεί σε τσίρκο με την παρουσία του Μπρένταν Μπήαν. Γονατίζει και περπατάει με τα γόνατα σε όλα τα τραπέζια. Πλησιάζει όλους, όλοι τον αγαπούν. Έτσι που είναι γονατιστός, αρχίζει να τραγουδάει, μιμείται την φωνή της Α.Μ. της με τον δροσερό και κεφάτο του σαρκασμό και την υπέροχη παντομίμα που κάνει. Είναι ένα μεγάλο παιδί που θέλει να λέει αμέσως ό,τι τού ’ρχεται εκείνη την ώρα στο κεφάλι. Τίποτα δεν λογαριάζει, τίποτα δεν υπολογίζει, παρά μόνο πώς να εκφράσει αυτό που αισθάνεται, με μια ειλικρίνεια που σπάνια μπορεί να τη βρει κανείς και στους πιο αληθινούς ανθρώπους.

      Φεύγουμε κι από κει και μας γυρίζει από μπαρ σε μπαρ. Είναι αδύνατο να συγκρατήσει κανείς το νήμα των ιστοριών που διηγείται. Πετάγεται από το ένα στο άλλο με μια αφέλεια και ευκινησία. Δεν σταματάει πουθενά, ούτε κουράζεται ούτε κουράζει αυτούς που τον ακούνε.

      Κάποτε όταν ήταν φυλακισμένος, δινόταν το βράδυ η πρεμιέρα του έργου του στο Λονδίνο. Ζήτησε να παρευρεθεί και η αστυνομία έδωσε άδεια, υπό τον όρο να συνοδεύεται στην αίθουσα από δύο αστυνομικούς. Έτσι παρουσιάσθηκε στην πρεμιέρα, ανάμεσα στους δυο Άγγλους που τον φρουρούσαν με τα περίστροφά τους. Όταν το κοινό τον φώναξε στη σκηνή μετά την παράσταση για να τον χειροκροτήσει, παρουσιάστηκε μαζί με τους φρουρούς του στη μέση. Φρουρούμενος και απευθυνόμενος στο κοινό είπε: «Κυρίες και κύριοι,  είμαι πολύ ευτυχής διότι βρίσκομαι στην εξαιρετική και σπάνια θέση ενός συγγραφέως να προστατεύεται από τους στρατιώτας της Αυτής Μεγαλειοτάτης της Βασιλίσσης, εναντίον τυχόν αποδοκιμασιών του πλήθους». Η ειρωνεία του πραγματικά δεν έχει κανένα όριο.

      Περπατώντας στο δρόμο μπαίνουμε σ’ ένα αγγλικό βιβλιοπωλείο της γειτονιάς. Παίρνει το βιβλίο του και μου γράφει μια αφιέρωση προσφέροντάς μου το. Πλησιάζει μια Γαλλίδα νόστιμη που κοιτούσε γύρω τα βιβλία, της πιάνει τα πόδια και φωνάζει γεμάτος χαρά: «Ά, πόσο μου αρέσει το έργο σας, δεσποινίς!...»

      Αρχίζει και νυχτώνει πιά. Έχουμε γυρίσει ένα σωρό μπαρ, έχουμε πιεί, έχουμε γίνει φίλοι. Οι κουβέντες του βγαίνουν κατευθείαν από την καρδιά του και πάνε κατευθείαν στην καρδιά του ανθρώπου. Πρέπει να τον αφήσω, γιατί έχω δουλειά. Εκείνος θα συνεχίσει μέχρι αργά να πίνει από μπαρ σε μπαρ. Ενθουσιασμένος από τη συνάντηση αυτή, φεύγω με την αίσθηση πως γνώρισα έναν από τους πιο γνήσιους και ζωντανούς ανθρώπους που έχω ποτέ συναντήσει. Σκύβω να τον φιλήσω στο μάγουλο. Γυρίζει και μου λέει χαμογελαστά: «Κακομοίρη μου, αν το ’κανες αυτό στο Λονδίνο, θα σε κλείνανε αμέσως φυλακή!»

      Μαθαίνοντας έτσι τον Μπρένταν Μπήαν - μέσα από τα αλλοτινά λόγια του Μίνω Αργυράκη - αναρωτιόμαστε ποιός είναι πιο δικός μας. Ο Έλληνας Μικρασιατικής καταγωγής Μίνως Αργυράκης ή ο ξένος, ο Ιρλανδός Μπρένταν Μπήαν; Η απάντηση, θαρρώ, βρίσκεται σε στίχους του, εκεί στο έργο του «Ένας Όμηρος». Εκεί αρχίζει να λέει για τον απλό κόσμο, που τον συμβολίζει να σχολάει από τον καθημερινό αγώνα του στην αγορά και να γυρνάει στα σπίτια του για να θυμηθεί τα γνώριμα τα δικά του. Δείτε πώς το λέει: «Τον Σεπτέμβριο θυμάμαι, | όταν άδειαζαν οι πάγκοι | κι έπαυε η βουή του κόσμου, | πήγαιναν τα παιδιά για τσάι. | Άσε μας, ω θεέ ψηλά, | να θυμόμαστε τ’ απλά, | να θυμόμαστε τ’ απλά |τώρα πώχουν πιά πεθάνει». Αμέσως μετά, ειρωνεύεται όλους όσους μας κυβερνάνε, στρατιωτικούς και πολιτικούς, με το γνωστό σύνθημα του δήθεν ενδιαφέροντός τους «ισχύς μου η αγάπη του λαού»: «Όλοι όσοι μας αγαπάνε, | λοχαγοί και βασιλιάδες. | Όλοι όσοι μας αγαπάνε, | λοχαγοί και βασιλιάδες». Ύστερα αναφέρει παλιές κτήσεις της Αγγλίας, αλλά - ενώ τις λέει υποτίθεται το στόμα του Άγγλου ομήρου - βρίσκει την ευκαιρία ο Μπρένταν Μπήαν να καταγγείλει την απάνθρωπη συμπεριφορά αυτών των ιμπεριαλιστών, που όπως συμβαίνει στο μισοχωρισμένο Μπέλφαστ της Ιρλανδίας, έτσι γίνεται και στις πιο μακρινές κτήσεις τους στην Ινδία ή στην Κίνα, που τις λέει εξωτικές: «Πέρα στην παλιά μας Κύπρο | και στην Κένυα την καημένη | όλοι εκεί βασανισμένοι, | μαύροι κι άσπροι από τους άσπρους. | Και στα ξωτικά τα μέρη,  όπου ρίξουμε το μάτι | το κουδούνι του σχολείου στο μισό Μπέλφαστ σημαίνει | κι αχ η Αγγλία μας η καημένη, | λοχαγοί και βασιλιάδες, | αχ η Αγγλία μας η καημένη, | λοχαγοί και βασιλιάδες». Και φτάνει ο Μπήαν στο τέλος, καταγγέλλοντας την τυραννία και τους διωγμούς των δυναστών Άγγλων που ξεκινάνε στους δυναστευόμενους από την παιδική ηλικία: «Σκόνταψα σ’ ένα βραχνά μου | και στο πάρκο εκεί του Ουίνδσορ. | Τί θαρρείτε κει πως ηύρα, | περπατώντας στο σκοτάδι; | Μισοδαγκωμένο μήλο. | Και το πιο αστείο απ’ όλα | και το πιο αστείο απ’ όλα - | χαραγμένα πέντε δόντια. | Πέντε δόντια από παιδάκι, | λοχαγοί και βασιλιάδες, | πέντε δόντια από παιδάκι, | λοχαγοί και βασιλιάδες».

C:\Users\x\Desktop\ΜΠΡΕΝΤΑΝ ΜΠΥΑΝ\1966_Μίκης-Θεοδωράκης-Μπρένταν-Μπήαν_.jpg

      Ο Μπήαν απέκτησε την φήμη του δύσκολα. Ήταν ένας μακροχρόνιος βαρύς πότης ( περιγράφοντας τον εαυτό του σαν «αλκοολικό με πρόβλημα να γράφει» και λέγοντας «Πίνω μόνο σε δυό περιστάσεις - όταν είμαι διψασμένος κι όταν δεν είμαι»). Παρουσίασε διαβήτη στις αρχές της δεκαετίας του Πενήντα, αλλά δεν του έγινε διάγνωση μέχρι το 1956. Όσο μεγάλωνε η φήμη του, τόσο κι ο εθισμός του στο αλκοόλ. Αυτός ο συνδυασμός είχε σαν αποτέλεσμα μια σειρά δημοσίων εμφανίσεών του σε ακροατήρια ή στην τηλεόραση, όντας μεθυσμένος. Τα τελευταία του έργα, που δημοσιεύτηκαν το 1962 και το 1964, υπαγορεύτηκαν σε μαγνητόφωνο, γιατί δεν ήταν πιά σε θέση να γράψει ή να δακτυλογραφήσει πόσο μάλλον να τα τελειώσει. 

      Ο Μπρένταν Μπήαν πέθανε στις 20 Μαρτίου του 1964 μετά από κατάρρευση σε μπαρ στο Δουβλίνο. Μεταφέρθηκε σε κεντρικό νοσοκομείο της πόλης, όπου άφησε την τελευταία του πνοή στα 41 του χρόνια. Θυμάμαι ακόμα και τώρα με έκπληξη (στον πρώτο τηλεοπτικό γίγνεσθαι της μεταπολιτευτικής Ελλάδας που παρουσίαζε το έργο του «Ένας Όμηρος») τον Μπήαν, μέσα από τα γραφόμενά του, να βάζει τον νεκρό πιά Άγγλο όμηρο - την ώρα που τον μεταφέρουν οι άλλοι στους ώμους τους - να ζωντανεύει, να ανασηκώνει το κεφάλι, και να τραγουδάει: 

      «Της κόλασης καμπάνες, | της κόλασης καμπάνες | για σας, όχι για μένα, | για σας, όχι για μένα. | Ω θάνατέ μου έλα, | πού ειν’ η ελπίδα, γκλιν γκλαν γκλιν, | πού να ’ναι, τάφε, η νίκη σου; ( The bells of Hell go ting-a-ling-a-ling | for you, but not for me: | Oh Death, where is thy sting-a-ling-a-ling? | Oh Grave, thy victory? ) Αν δεις τον εργολάβο, | αν δεις τον οδηγό, | να πιείτε μια απ’ ό,τι έμεινε. | Τώρα σας χαιρετώ».

C:\Users\x\Desktop\ΜΠΡΕΝΤΑΝ ΜΠΥΑΝ\43a.jpg

      Στην κηδεία του παρουσιάστηκε μια πλήρης τιμητική φρουρά του IRA, που συνόδεψε το φέρετρό του. Περιγράφεται από πολλές εφημερίδες ως η μεγαλύτερη ιρλανδική κηδεία όλων των εποχών μετά από εκείνες του Μάικλ Κόλλινς και του Τσαρλς Στιούαρτ Παρνέλ. Ο φημισμένος Ιρλανδός γλύπτης Τζέημς Πάουερ έκανε την νεκρική μάσκα του Μπρένταν Μπήαν. Ο τάφος του βρίσκεται στο Δουβλίνο.

      «Δόξα, τιμή στο αξέχαστο, στο Γελαστό Παιδί»

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ