Το πλύσιμο στα χρόνια του κορόνα

Γεωργία Καρβουνάκη

...ήρθα κι έγκωσα, συνάνθρωποι. Πόση κουλτούρα και δημιουργικότητα μπορεί ν’ αντέξει ένας αδύναμος οργανισμός; Ναι μεν προσπαθούσα σε όλη τη ζωή μου να λαμβάνω μικρές, σοφές δόσεις, κάτι σαν πολιτιστικός μιθριδατισμός να πούμε, αλλά αυτή την εποχή κινδύνευσα σοβαρά από υπερβολική δόση.

 

της Γεωργίας Καρβουνάκη

Ζούμε ιστορικές στιγμές. Είναι φορές που θα παρακαλούσα την Ιστορία να πάει να γραφτεί ερήμην μου. Τόση συμμετοχή δεν την αντέχω. Δεν θέλω να ζω, βρε παιδί μου, «ιστορικές στιγμές», πώς να το κάνουμε! Θέλω τα νερά της ανθρωπότητος να γίνουν στάσιμα, ένα έλος γεμάτο κουνούπια που θα μας τσιμπούν μοβόρικα πλην χαϊδευτικά τα ήσυχα βράδια που, καθισμένοι ράθυμα στις βεράντες των ξύλινων σπιτιών μας, θα πίνουμε μπέρμπον, από κάπου θ’ ακούγεται να παίζει ένα μπάντζο, στο βάθος ο απόηχος πυροβολισμών και καλπασμού δέκα, μπορεί και δεκαπέντε αλόγων και οι στριγγές, ακατάληπτες φωνές Ινδιάνων που στοχεύουν σ’ ένα σκαλπ ενώ μια ετοιμόρροπη γυναικεία φωνή, βαθιά, πρώην αισθησιακή και νυν μεθυσμένη απλά, προσπαθεί να παρασύρει έναν Τζόνι στην ακολασία. Τα μισά από αυτά τα έχω δει να συμβαίνουν στ’ αλήθεια στον αμερικάνικο Νότο -σε ταινίες, βέβαια-, τα υπόλοιπα σε ελληνικά μπαλκόνια από Απρίλιο μέχρι Νοέμβριο.

Αντί του έλους, όμως, αισθάνομαι ότι βρίσκομαι στο επίκεντρο αλλεπάλληλων δονήσεων που συνταράσσουν τη Γη και προκαλούν ανακατατάξεις στις πλάκες της. Αυτό με έχει κουράσει πια. Ειλικρινά, από την αρχή του εγκλεισμού έχω προσπαθήσει με γενναιότητα να φανώ αντάξια των περιστάσεων. Κλείστηκα στο σπίτι πρώτη απ’ όλους, σαν το σπασικλάκι που προσφέρεται να κάνει και το παρακάτω μάθημα κι έχω ξεβάψει από τα πλυσίματα και τα αντισηπτικά.

Δεν γκρινιάζω. Διάβασα το Δεκαήμερο του Βοκάκιου, το Περί αλυπίας του Γαληνού, το Ζωή οδηγίες χρήσεως του Περέκ κ. ά. Συμμετείχα σε μια διαδικτυακή παρουσίαση βιβλίου. Παρακολούθησα  στο BLoD 168 διαλέξεις Ιστορίας, Φιλοσοφίας, Τέχνης, ολόκληρο το μάθημα περί Αριστοτελικής Ηθικής στο Mathesis μέσα σε μια εβδομάδα μόλις και έδωσα και τεστ. Ρούφηξα αμέτρητες διαδικτυακές θεατρικές παραστάσεις, περισσότερες απ’ όσες έχω δει στη ζωή μου ολόκληρη. Για πρώτη φορά κατανάλωσα τον χρόνο ομιλίας μου και κατέφυγα σε ιντερνετικά μέσα επικοινωνίας. Δοκίμασα συνταγές υψηλής γαστρονομίας, παρασκεύασα λεμονάδες και λικέρ για να καταναλώσω τα λεμόνια τεσσάρων φορτωμένων δέντρων του κήπου μας. Γενικώς, δηλαδή, οι μέρες μου ξοδεύτηκαν σε δράσεις ψυχωφελείς και ποιοτικές, με επίκεντρο τον άνθρωπο και την ψυχή του και ολίγον από το στομάχι του, καθότι οι ανάγκες επιβίωσης αδήριτες.

Όλα αυτά σιωπηρά, χωρίς να δίνω στόχο, χωρίς να επιδεικνύομαι, χωρίς να επιζητώ το χειροκρότημα και το λάικ των άλλων. Όμως, ήρθα κι έγκωσα, συνάνθρωποι. Πόση κουλτούρα και δημιουργικότητα μπορεί ν’ αντέξει ένας αδύναμος οργανισμός; Ναι μεν προσπαθούσα σε όλη τη ζωή μου να λαμβάνω μικρές, σοφές δόσεις, κάτι σαν πολιτιστικός μιθριδατισμός να πούμε, αλλά αυτή την εποχή κινδύνευσα σοβαρά από υπερβολική δόση.

Εκεί ήταν που άρχισα να ρίχνω τα στάνταρντς, να μειώνω τις ποιοτικές προδιαγραφές και απαιτήσεις μου, να ανακαλύπτω εναλλακτικές μορφές δολοφονίας ελεύθερου χρόνου, ο οποίος για πρώτη φορά στη ζωή μου μού προσφέρθηκε τόσο πιεστικά ώστε έχασε την ιδιότητα του θείου δώρου την οποία εγώ νόμιζα ότι είχε. Όχι, δεν έπεσα πάρα πολύ χαμηλά ώστε να ανοίξω την τηλεόραση αλλά μήπως κι αυτό που έκανα καλύτερο ήταν; Το φιλοπερίεργον του χαρακτήρος μου με ώθησε να ανακαλύψω το Netflix!

Όχι, δεν θα σας πω με λεπτομέρειες πόσο χαμηλά έπεσα. Τι μέρες και τι νύχτες πάθους έζησα με το λάπτοπ αγκαλιά, με τα μάτια κουμπότρυπες από την αϋπνία, με τα αυτιά μου να έχουν πάρει το σχήμα των ακουστικών, με το κεφάλι μου να βουίζει, το μυαλό μου να κατακλύζεται από εικόνες και ήχους, από ονόματα -κυρίως ισπανικά αλλά και γαλλικά και αγγλικά, τα οποία μπέρδευα και μεταξύ τους-, περιπέτειες, τόπους, εποχές, δράση, επικαιρότητα, παραινέσεις, αντιπαραθέσεις, έρωτες, μίση, αδικίες, ανδραγαθήματα. Έφτασα στο χαμηλότερο σκαλί, αυτό της αναστολής κοινωνικής ζωής στα δίκτυα, όπου έμεναν μηνύματα αναπάντητα, σχόλια κρεμασμένα στο κενό, καρδούλες μετέωρες, αιτήματα φιλίας ανεξέταστα, οργή ανέκφραστη, θλίψη άκλαφτη, γενέθλια ανεόρταστα, ευτυχώς που είναι Μεγάλη Σαρακοστή και δεν γίνονται γάμοι, αλλιώς θα γινόμουν ρεζίλι για ένα λάικ και δυο ευχές.

Δεν θα μαρτυρήσω τι ακριβώς είδα στο Netflix. Είναι εμπειρίες που θα ήθελα να απωθήσω βαθιά στο υποσυνείδητο και ίσως να τις βγάλω κάποτε σε μια οργανωμένη μακρόχρονη ψυχοθεραπεία για να μπορέσω να απολαύσω γαλήνιο γήρας. Όμως, δεν μπορώ να μην περιγράψω μια σκηνή για να βάλω και τους ανυποψίαστους από εσάς στο κλίμα της αισθητικής του εν λόγω μέσου, η οποία συχνά δοκιμάζει τις ψυχικές αντοχές του θεατή:

Outlander, Σ4Ε8 (φανταστείτε την απελπισία μου για να έχω αντέξει τόσα επεισόδια αλλά ομολογώ ότι αιτία είναι η αγαπημένη Σκωτία, η Ιστορία και η γλώσσα της): η νεαρά Μπριάνα ταξιδεύει 200 χρόνια πίσω και πολλές χιλιάδες μίλια μακριά για να βρει τον πατέρα της που δεν έχει γνωρίσει ποτέ, καθότι η μαμά της τη συνέλαβε το 1746 και ύστερα γύρισε στο 1948, στο μέλλον όπου ανήκε, στη Σκωτία των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, ενώ ήταν έγκυος τριών μηνών από τον Σκωτσέζο πολέμαρχο Τζέιμι, τη γέννησε στη Βοστώνη, κατόπιν σπούδασε γιατρός χειρουργός -η μαμά-, σε ταχύρυθμο πρόγραμμα σαν τη Νατάσα Καραμανλή ένα πράγμα και μεγάλωσε το παιδί της με πατέρα τον καθηγητή του Χάρβαρντ σύζυγό της, τον Φρανκ, ο οποίος αγάπησε το κοριτσάκι σαν δικό του, δείχνοντας μια σπάνια ανωτερότητα καθότι τον έσερνε και σαν καράβι η Κλερ. Η νεαρά, λοιπόν, περιφέρεται στην πόλη του αμερικάνικου Νότου, ακολουθώντας την πληροφορία ότι ο μεγαλόσωμος κοκκινομάλλης Σκωτσέζος εθεάθη σε στενό, έρημο δρομάκι. Κοντοστέκεται συγκινημένη όταν τον βλέπει από μακριά να ουρεί (σικ) σε τοίχο σπιτιού και παρακολουθεί τις επιδόσεις του με καμάρι. Εκείνος την αντιλαμβάνεται, αισθάνεται αμήχανα, τη ρωτά τι θέλει από εκείνον που είναι μεγαλύτερός της και παντρεμένος παύλα  ευτυχισμένος εδώ και -αν είναι δυνατόν!- τριάντα χρόνια και καθόλου δεν του φαίνεται, μεταξύ μας, δεν έχει αλλάξει καθόλου 60 επεισόδια τώρα. Εκείνη, έτοιμη να βάλει τα κλάματα, του λέει ότι είναι η Μπριάνα, σίγουρη ότι η μητέρα της του έχει πει το όνομα της μοναδικής κόρης του κι εκείνος το έχει συγκρατήσει, όπως πράγματι και συμβαίνει. Εκείνος, κεραυνοβολημένος διότι δεν την περίμενε, περνά στην επόμενη φάση αυτού που κάνει και το ολοκληρώνει άρον άρον κατά τον τρόπου που όλοι οι άντρες της οικουμένης ανέκαθεν έκαναν, δηλαδή τη χαριτωμένη κίνηση του τινάγματος. Γυρνάει προς το μέρος της, γκρο πλαν στα βουρκωμένα και γουρλωμένα μάτια του, είναι ολοφάνερο ότι δεν την περίμενε και παρόλα αυτά συγκινήθηκε ακαριαία. Τι θα έκανε κάθε πατέρας όταν το παιδί που δεν έχει γνωρίσει ποτέ έρχεται ύστερα -ή πριν;- από 200 χρόνια και τον πετυχαίνει πάνω που αδειάζει την ουροδόχο κύστη του σε ένα στενοσόκακο του αμερικάνικου Νότου, τον 18ο αιώνα; Μα, αυτό που θα έκανε και ένας πατέρας του οποίου το παιδί που δεν έχει γνωρίσει ποτέ θα έρθει ύστερα από 30, ή 5 πάνω 5 κάτω χρόνια τον 20ό αιώνα να τον βρει σε μια πόλη της Ελλάδας, σε ένα χωριό της Ιταλίας ή σε ένα βουνό του Περού: θα συγκινηθεί και θα το κοιτάξει με λατρεία. Η επόμενη κίνηση, αυτή που όλοι περιμέναμε βλέποντάς τον να ολοκληρώνει την ούρηση, είναι αυτή που πράγματι έκανε: άπλωσε το χέρι και με απέραντη πατρική τρυφερότητα, τόση που φέρνει δάκρυα στα μάτια και του πιο απαιτητικού ή αναίσθητου και συναισθηματικά άδειου θεατή, χάιδεψε -ρε φίλε- το ροδαλό μάγουλο της κοπέλας. Χάιδευε, χάιδευε κι εμένα μου φαινόταν ότι αυτό κράτησε μια αιωνιότητα και μια μέρα.

Εκεί σταματάω, δεν αντέχω άλλο εν μέσω κρίσης κορωνοϊού, έχοντας καταναλώσει τόσο νερό, τόσο σαπούνι, τόσο αντισηπτικό -όσο, τουλάχιστον, κατάφερα να βρω και να πληρώσω-, δεν αντέχω λέγω να βλέπω αυτόν τον πατέρα, αμέσως μετά την ούρηση (σικ) να χαϊδεύει το μάγουλο της κόρης του που τη βλέπει για πρώτη φορά ύστερα -ή πριν;- από 200 χρόνια κι εκείνη, αντί να αποτραβιέται με αηδία ή με απόγνωση ή με οτιδήποτε εκφράζει τον αποτροπιασμό της τελοσπάντων, να το απολαμβάνει και να συγκινείται τα μάλα. Και καλά, αυτός είναι άντρας του 1770. Εκείνη, όμως, που είναι κοπέλα προχωρημένου 20ού αιώνα, με μαμά γιατρό χειρουργό και μπαμπά καθηγητή του Χάρβαρντ; Ελπίζω πως αυτό που δεν έχει κατακτήσει ακόμη ο πολιτισμός μας, δηλαδή να κάνει τους άντρες να πλένουν τα χέρια τους μετά από «αυτό» και τις γυναίκες να το θεωρούν απαραίτητο πριν αφεθούν στο χάδι τους,  να το καταφέρει ο κορονοϊός με τα νέα ήθη υγιεινής που επέβαλε.

 

 

Ακολουθήστε το Cretalive στοGoogle News και στοFacebook

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ